Ισχυρή ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη από το 2021 και μετά, με όφελος που υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσει και το 2% του ΑΕΠ ετησίως, αναμένεται ότι θα δώσουν οι χρηματοδοτήσεις των 32 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης, όπως εκτιμούν πηγές του οικονομικού επιτελείου, αξιολογώντας τα αποτελέσματα της χθεσινής, ιστορικής συμφωνίας στις Βρυξέλλες.
Η κυβέρνηση θα κάνει αγώνα δρόμου για να ολοκληρώσει την κατάρτιση του αναπτυξιακού σχεδίου που θα πρέπει να υποβληθεί στις Βρυξέλλες τον Οκτώβριο, βασιζόμενη στις σχετικές προτάσεις της επιτροπής υπό το νομπελίστα οικονομολόγο, Χριστόφορο Πισσαρίδη.
Στο σχέδιο αυτό εξετάζεται, μέχρι στιγμής, να περιληφθούν οκτώ μεγάλες ενότητες νέων επενδύσεων:
- Η δημιουργία της πρώτης μονάδας παραγωγής υδρογόνου στη Δυτική Μακεδονία σε συνδυασμό με την απολιγνιτοποίηση της περιοχής,
- Η ψηφιοποίηση της Δικαιοσύνης,
- Ένα νέο πρόγραμμα «Εξοικονομώ κατ’ Οίκον» αλλά και αντίστοιχα προγράμματα για τα βιομηχανικά και εταιρικά κτίρια,
- Η διαχείριση των αποβλήτων σε διάφορες περιφέρειες της χώρας,
- Έργα βιοαερίου,
- Η ανάπτυξη της Καινοτομίας,
- Η ανάπτυξη σημείων φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων,
- Η επέκταση της ψηφιακής εκπαίδευσης και σειρά άλλων δράσεων για την κυκλική οικονομία.
Ειδικά σχέδια θα καταρτιστούν για τη βιομηχανία, με βασικό σημείο αναφοράς τη μετάβαση στην Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση, την ενέργεια, αλλά και την αδειοδότηση μεγάλων επενδύσεων.
Οι «γκρίζες ζώνες» της συμφωνίας
Η Ελλάδα βγαίνει αναμφίβολα κερδισμένη από το τελικό στάδιο των διαπραγματεύσεων για το Ταμείο Ανάκαμψης, αφού διατηρήθηκε σταθερό, στα 32 δισ. ευρώ, το «μερίδιό» της στις επιδοτήσεις και τα δάνεια του νέου Ταμείου. Ένα «μερίδιο» που είναι και το υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε σχέση με το ΑΕΠ της χώρας.
Πρέπει, βέβαια, να σημειωθεί ότι η «επίθεση» από τους «φειδωλούς» του Βορρά (Ολλανδία, Αυστρία, Δανία, Σουηδία) στην παροχή δωρεάν χρήματος μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης δεν άφησε εντελώς «αλώβητη» την Ελλάδα. Η αναλογία επιχορηγήσεων και δανείων άλλαξε προς το χειρότερο σε σχέση με την αρχική πρόταση που κατέθεσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Ιούνιο.
Έτσι, ενώ με βάση την αρχική κατανομή των πόρων τα 22,5 δισ. ευρώ θα παρέχονταν ως επιχορηγήσεις και τα υπόλοιπα 9,5 δισ. ευρώ ως δάνεια, η τελική συμφωνία μειώνει τις επιχορηγήσεις κατά 3 δισ. ευρώ, σε 19,5 δισ. ευρώ, ενώ αυξάνονται αντίστοιχα, στα 12,5 δισ. ευρώ τα δάνεια.
Τονίζεται, επίσης, ότι για την Αθήνα ήταν αρκετά σοβαρό πλήγμα η απόφαση να συρρικνωθεί η χρηματοδότηση του Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης, το οποίο θα χρηματοδοτήσει τη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια, από τα 30 δισ. ευρώ της αρχικής πρότασης στα 10 δισ. ευρώ. Αυτό περιορίζει τους διαθέσιμους πόρους για τη χρηματοδότηση των φιλόδοξων σχεδίων για την απολιγνιτοποίηση.
Ένα σοβαρό πρακτικό πρόβλημα για την κυβέρνηση είναι ότι τα κονδύλια του νέου πακέτου δεν θα είναι διαθέσιμα φέτος, αλλά από τον επόμενο χρόνο και, πιθανότατα, από το καλοκαίρι του 2021. Συμφωνήθηκε, πάντως, να είναι δυνατή η αναδρομική χρηματοδότηση δαπανών που θα γίνουν πριν την έναρξη των καταβολών από το Ταμείο Ανάκαμψης, κάτι που σημαίνει ότι η κυβέρνηση θα έχει τη δυνατότητα να αρχίσει να «τρέχει» ορισμένα project ίσως και από το τρέχον έτος. Όμως, αυτό σημαίνει επίσης ότι θα πρέπει οι όποιες δαπάνες να χρηματοδοτηθούν αρχικά από τα ταμειακά διαθέσιμα, που βρίσκονται σταθερά υπό πίεση, λόγω των αυξημένων αναγκών που δημιουργεί η κρίση του κορονοϊού.
«Πονοκέφαλος» η διαδικασία έγκρισης
Η διαδικασία έγκρισης των εκταμιεύσεων προκαλεί αρκετούς «πονοκεφάλους» στην κυβέρνηση, καθώς έχει ορισμένα «μνημονιακά» χαρακτηριστικά, ύστερα από την επιμονή των «φειδωλών» σε σχετικές προτάσεις. Το αρχικό στάδιο της προβλεπόμενης έγκρισης των αναπτυξιακών σχεδίων από την Κομισιόν και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεν προβληματίζει ιδιαίτερα, όμως, στη συνέχεια, προβλέπεται και διαδικασία αξιολόγησης των αιτήσεων πληρωμών με βάση την ικανοποιητική εκπλήρωση ορόσημων και στόχων.
Σε αυτό το στάδιο, ζητείται η γνώμη της Οικονομικής και Δημοσιονομικής Επιτροπής, που αποτελείται από ανώτερους υπαλλήλους των εθνικών διοικήσεων και των κεντρικών τραπεζών, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Επιτροπής. Επίσης, δίνεται η δυνατότητα ακόμη και σε ένα μόνο κράτος μέλος να διατυπώσει αντιρρήσεις για την εκταμίευση και, σε αυτή την περίπτωση, το θέμα παραπέμπεται στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Με άλλα λόγια, δημιουργείται ένας αρκετά αυστηρός μηχανισμός έγκρισης των εκταμιεύσεων, που θα μπορούσε να προκαλέσει πολιτικές εμπλοκές και προβλήματα, ιδιαίτερα στην περίπτωση που η κυβέρνηση αποδειχθεί ασυνεπής στην εφαρμογή του αναπτυξιακού της σχεδίου.