Να θωρακίσει τη χρηματιστηριακή αγορά από φαινόμενα τύπου Folli Follie επιχειρεί το υπουργείο Οικονομικών, όπως έχει τονίσει ο υφυπουργός Γιώργος Ζαββός, με το νομοσχέδιο για την εταιρική διακυβέρνηση που έχει καταρτίσει, το οποίο όμως έχει προκαλέσει δυσφορία, αν όχι αγανάκτηση στις εισηγμένες εταιρείες που θα κληθούν να το εφαρμόσουν και οι οποίες αμφισβητούν με τον πιο έντονο τρόπο τις νέες προτάσεις για τους κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης.
Το νομοσχέδιο συζητήθηκε ήδη στην επιτροπή Οικονομικών της Βουλής και παίρνει τη σειρά του για την Ολομέλεια. Μεταξύ άλλων, το νομοσχέδιο αυξάνει την ευθύνη των μελών Δ.Σ., μετατρέπει τα ανεξάρτητα μη εκτελεστικά μέλη σε «ελεγκτές» των εκτελεστικών, δημιουργεί δύο νέες επιτροπές αποτελούμενες από ανεξάρτητα μέλη για τον έλεγχο καταλληλότητας μελών Δ.Σ. και για τον καθορισμό πολιτικής αποδοχών, δίνει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ευρύτατες εποπτικές αρμοδιότητες επί των θεμάτων εταιρικής διακυβέρνησης των εισηγμένων, προβλέπει μεγάλη αύξηση προστίμων για παραβάσεις από ορκωτούς ελεγκτές και καθιερώνει εκπροσώπηση της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχου (ΕΛΤΕ) στη διοίκηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
Στελέχη της χρηματιστηριακής αγοράς τονίζουν ότι πρόκειται για ένα νομοσχέδιο καλών προθέσεων, που επιχειρεί να θέσει αυστηρότερους κανόνες στην εταιρική διακυβέρνηση και να δημιουργήσει ασφαλιστικές δικλίδες αποτροπής φαινομένων κακοδιαχείρισης, όμως καταλήγει σε ένα υπερβολικό και γραφειοκρατικό καθεστώς ρύθμισης και δίνει εξίσου υπερβολικές εποπτικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, με αποτέλεσμα να εκφράζονται φόβοι ότι θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από όσα θα επιλύσει. Όπως υπογραμμίζουν δημιουργεί άμεσα και έμμεσα κόστη που μπορεί είτε να οδηγήσουν εισηγμένες εταιρίες στην απόφαση να αποχωρήσουν από το Χρηματιστήριο είτε να αποτρέψει νέες εταιρίες να προχωρήσουν στην εισαγωγή τους στο ΧΑ.
Το νομοσχέδιο για την εταιρική διακυβέρνηση έχει προκαλέσει ευρύτερες αντιδράσεις στη χρηματιστηριακή αγορά και, σύμφωνα με πληροφορίες, σοβαρές ενστάσεις για πτυχές του νομοσχεδίου έχει εκφράσει ακόμα και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Πληροφορίες που φαίνεται να επιβεβαιώνονται από την τοποθέτηση του κ. Ζαββού την προηγούμενη εβδομάδα στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής. Ο κ. Ζαββός σημείωσε ότι η κυβέρνηση είναι «ανοιχτή» να ακούσει όλους τους φορείς, όπως την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ωστόσο, στο τέλος της μέρας, η κυβέρνηση έχει το βάρος της απόφασης για το σχεδιασμό, την υιοθέτηση και την εφαρμογή οποιουδήποτε σχεδίου..
Οι εισηγμένες αντιδρούν έντονα
Στη διαβούλευση που προηγήθηκε, όμως, η οποία έγινε εν μέσω του γενικού lockdown, η Ένωση Εισηγμένων Εταιρειών (ΕΝΕΙΣΕΤ) διατύπωσε, μέσω του νομικού της συμβούλου, Α. Κουλορίδα, συντριπτικά αρνητικές θέσεις για το προτεινόμενο πλαίσιο εταιρικής διακυβέρνησης, οι οποίες κατέληγαν σε καθολική αμφισβήτηση της χρησιμότητάς του. Όπως έγραψε συμπερασματικά ο κ. Κουλορίδας:
- «Κατά τη γνώμη μας, το εν λόγω νομοθέτημα, στο σύνολο του, δεν προάγει την ανάταξη της ελληνικής κεφαλαιαγοράς και σίγουρα όχι την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, ούτε είναι ικανό να φέρει επενδυτές από το εξωτερικό επειδή θα αυξήσουμε τα ανεξάρτητα μέλη από 2 σε 3 ή θα εισάγουμε κάποιες επιτροπές».
Οι εισηγμένες διαφωνούν επί της αρχής με τη φιλοσοφία που διέπει το νομοσχέδιο, τονίζοντας ότι επιβάλλει άκαμπτους, νομικούς γενικούς κανόνες (κανόνες αναγκαστικού δικαίου) ξεφεύγοντας από το πνεύμα της ευρωπαϊκής σχετικής νομοθεσίας. «Η ΕΝΕΙΣΕΤ», υπογραμμίζεται, «έχει την πάγια θέση ότι τα ζητήματα που εντάσσονται στην θεματική της εταιρικής διακυβέρνησης θα πρέπει να ρυθμίζονται με μη αναγκαστικού δικαίου διατάξεις, όπου χωρεί δυνατότητα αποκλίσεων. Αυτή είναι εξάλλου και η επιλογή πολιτικής της ενωσιακής νομοθεσίας, η οποία περιορίζεται στην κατ΄ αναγκαστικού δικαίου παρουσίαση του κώδικα εταιρικής διακυβέρνησης που εφαρμόζει η εταιρία. Η επιλογή αυτή αντανακλάται επίσης και στις νομοθεσίες των περισσοτέρων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Τονίζεται από τις εισηγμένες ότι «οι δύο βασικές αρχές που εφαρμόζονται διεθνώς στην εταιρική διακυβέρνηση, δηλαδή η πρόβλεψη δυνατότητας αποκλίσεων κατόπιν εξηγήσεων («comply or explain») και η πρόβλεψη ευελιξίας και παραμετροποίησης των ρυθμίσεων με βάση την αρχή της αναλογικότητας αποτελούν ακρογωνιαίους λίθους των συστημάτων εταιρικής διακυβέρνησης παγκοσμίως, όπως προκύπτει και από την τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ (OECD Corporate Governance Factbook 2019), όπου αναλύεται ότι η συντριπτική πλειοψηφία των χωρών στηρίζονται σε “ήπιο δίκαιο” (soft law), ενώ μόλις το 11% των χωρών στηρίζονται σε ένα συνδυασμό αναγκαστικού και ήπιου δικαίου».
Ως προς το θέμα της έκτασης των οριζόντια υποχρεωτικών ρυθμίσεων που εισάγει το νομοσχέδιο, η ΕΝΕΙΣΕΤ υπογραμμίζει ότι «δεν είναι όλες οι εισηγμένες εταιρείες ίδιες και η ενιαία νομοθετική προσέγγισή ανόμοιων καταστάσεων προκαλεί μη επιτρεπτό διοικητικό βάρος και έχει σημαντικές αρνητικές εξωτερικότητες.
Η επαύξηση των υποχρεώσεων χωρίς αποκλίσεις σε επίπεδο ελληνικού νόμου μπορεί απλά να οδηγήσει σε έξοδο τους από το ελληνικό χρηματιστήριο, προειδοποιεί η ΕΝΕΙΣΕΤ και εξηγεί ότι «μικρότερες εταιρίες μπορεί να είναι πολύ μικρές για διακριτές επιτροπές, με πλειοψηφία ανεξαρτήτων μελών και διακριτούς προέδρους και το μεγάλο αριθμό μελών ΔΣ που αυτές συνεπάγονται (αποκλειστικά μη εκτελεστικά μέλη σε κάθε επιτροπή εκ των οποίων τα 2 ανεξάρτητα και με διαφορετικούς Προέδρους), διακριτές λειτουργίες διαχείρισης κινδύνων, εσωτερικού ελέγχου και κανονιστικής συμμόρφωσης».
Όπως σημειώνει η ΕΝΕΙΣΕΤ, «η πλειονότητα των ελληνικών εισηγμένων εταιριών είναι, για τα ευρωπαϊκά επίπεδα, εισηγμένες εταιρίες μικρής ή μεσαίας κεφαλαιοποίησης. H Ευρωπαϊκή Ένωση Εισηγμένων Εταιριών - European Issuers, στο διοικητικό συμβούλιο της οποίας μετέχουμε, τοποθετεί το όριο για το χαρακτηρισμό μιας εισηγμένης ως μικρομεσαίας στο 1 δισ. κεφαλαιοποίηση».
«Αντίθετα με την επιλογή πολιτικής του νομοθετήματος του υπουργείου Οικονομικών, το ζήτημα της χρηματοδότησης και λειτουργίας εισηγμένων εταιριών με μικρή κεφαλαιοποίηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο αντιμετωπίζεται με μια προσπάθεια περιστολής του διοικητικού βάρους», υπογραμμίζει η ΕΝΕΙΣΕΤ.
Επιπλέον, οι εισηγμένες επισημαίνουν, μεταξύ άλλων, ότι:
- Το νομοσχέδιο εισάγει ειδικότερους κανόνες σε σχέση με τον ν. 4548/2018 επηρεάζοντας έτσι προς το χειρότερο το πλαίσιο της ευθύνης των μελών του διοικητικού συμβουλίου, εισάγοντας ένα ατυχή και πρωτοφανή διαχωρισμό αρμοδιοτήτων εντός του ΔΣ και αυξημένο κίνδυνο οργανωτικού πταίσματος. Η συνεχής επαύξηση των ευθυνών ενός μέλους ΔΣ θα οδηγήσει σε ένα «lemon market». Ικανά πρόσωπα που πραγματικά μπορούν να συνεισφέρουν δεν θα αναλαμβάνουν θέσεις ευθύνης καθώς ο κίνδυνος ευθύνης θα είναι αυξημένος και μάλιστα απεριόριστος και μη μετρήσιμος. Για παράδειγμα ούτε στη σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ούτε στον κώδικα εταιρικής διακυβέρνησης του Μεγάλου Βασιλείου υπάρχει ειδική αναφορά ότι σκοπός των ανεξαρτήτων μελών είναι ο έλεγχος των εκτελεστικών μελών. Σκοπός της συμμετοχής μη εκτελεστικών και ανεξάρτητων μελών είναι η διεύρυνση των διαφορετικών φωνών και απόψεων στο Διοικητικό Συμβούλιο, ώστε να λαμβάνονται πιο αντικειμενικές αποφάσεις (ποικιλομορφία – diversity).
- Άλλες διατάξεις αδικαιολόγητα εισάγουν διοικητικό βάρος (με την πρόβλεψη πολλαπλών επιτροπών και κόστους). Για παράδειγμα εισάγονται υποχρεωτικά τρεις επιτροπές (δύο νέες και η υφιστάμενη επιτροπή ελέγχου), οι οποίες απαρτίζονται κατά πλειοψηφία από ανεξάρτητα μη εκτελεστικά μέλη και ο πρόεδρός τους είναι ανεξάρτητο μη εκτελεστικό μέλος ΔΣ. Ωστόσο, ο ελάχιστος αριθμός ανεξαρτήτων μελών είναι 3, άρα θα πρόκειται για 3 επιτροπές με την ίδια η παρεμφερή σύνθεση οι οποίες όμως θα λειτουργούν διακριτά παρά τις εσωτερικές επικαλύψεις μελών. Και διερωτάται κανείς ποια είναι η ουσιαστική αξία μιας τέτοιας ρύθμισης πέρα από την εισαγωγή επιπλέον διαδικασιών τυπικής φύσεως, από το να υπήρχε μία επιτροπή; Και γιατί να υπάρχει μία επιτροπή σε μικρές εταιρίες αν σε αυτή συμμετέχουν όλα τα ανεξάρτητα μέλη τα οποία έτσι και αλλιώς μπορούν να ασκήσουν αυτά τα καθήκοντα και να τους ανατεθούν αυτές οι αρμοδιότητες εντός του ΔΣ;
- Αναφορικά με τις διαδικασίες αξιολόγησης καταλληλότητας μελών του Δ.Σ., η ΕΝΕΙΣΕΤ τονίζει ότι «θεωρεί ατυχή και επικίνδυνη την επέκταση υποχρεώσεων διακυβέρνησης που σχετίζονται με πιστωτικά ιδρύματα ή εταιρείες του χρηματοπιστωτικού τομέα, αδιακρίτως, και στις εισηγμένες εταιρίες, καθώς κάτι τέτοιο είναι αντίθετο με το ενωσιακό κεκτημένο, όπου η ρύθμιση αυτή περιορίζεται μόνο σε αυτές τις εταιρίες αλλά και παρορά το λόγο που οι εταιρίες αυτές αντιμετωπίζονται βαρύτερα, ήτοι το συστημικό κίνδυνο που ελλοχεύει μια αποτυχία τους. Ρυθμίσεις που επαυξάνουν τις υποχρεώσεις των ελληνικών εισηγμένων εταιριών σε αυτούς τους τομείς δεν ωφελούν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής αγοράς και των επιχειρήσεων, καθώς αυξάνουν το κόστος των ελληνικών εισηγμένων που έχουν να ανταγωνιστούν ήδη πολύ μεγαλύτερες αλλοδαπές εταιρίες με καλύτερους όρους πρόσβασης σε φτηνή χρηματοδότηση και, πέρα από τις δυσχέρειες της παρατεταμένης ύφεσης και κρίσης, έχουν πλέον να αντιμετωπίσουν και ένα αυστηρότερο κανονιστικό περιβάλλον λειτουργίας.
- Προβληματική είναι και η υπαγωγή του συνόλου των ρυθμίσεων στην εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Δηλαδή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θα είναι υπεύθυνη να παρακολουθήσει το διαχωρισμό αρμοδιοτήτων εκτελεστικών και μη εκτελεστικών μελών ΔΣ, αλλά και την καταλληλότητα των μελών ΔΣ και τη δυνατότητας συνέχισης της λειτουργίας της εταιρίας; Πρόκειται για μια αδύνατη εποπτικά άσκηση με τεράστιους κινδύνους και ευθύνες και για ένα μοντέλο μικρο-διαχείρισης από τον επόπτη των εταιριών που αποτελούν την αιχμή του δόρατος της ελληνικής οικονομίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ειδική έγκριση της πολιτικής καταλληλότητας των μελών ΔΣ από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η εποπτεία των αρμοδιοτήτων των εκτελεστικών και μη εκτελεστικών μελών.
Νομοσχέδιο με «αρκετά σημαντικά θετικά στοιχεία»
Στον αντίποδα αυτών των τοποθετήσεων των εισηγμένων, η πρόεδρος της Λέσχης μη Εκτελεστικών Μελών Διοικητικών Συμβουλίων - NED Club, Λήδα Κοντογιάννη τόνισε στην επιτροπή Οικονομικών της Βουλής ότι η εν λόγω νομοθετική πρωτοβουλία «αποτελεί ιδιαίτερα θετική παρέμβαση στο νομοθετικό πλαίσιο της εταιρικής διακυβέρνησης της χώρας. Ήταν επιτακτική ανάγκη να εκσυγχρονισθεί ο Nόμος του 2002 για την εταιρική διακυβέρνηση, ώστε να μην μείνουμε πίσω από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες».
Όπως τόνισε η κ. Κοντογιάννη, το νομοσχέδιο έχει «αρκετά σημαντικά θετικά στοιχεία, καθώς ενσωματώνει βέλτιστες πρακτικές και διεθνώς αναδεδειγμένα πρότυπα εταιρικής διακυβέρνησης», καθώς, μεταξύ άλλων:
- Δίδει έμφαση στα μη εκτελεστικά μέλη και ιδίως στα ανεξάρτητα μη εκτελεστικά, αφού αυτά αποτελούν έναν καίριο μηχανισμό εσωτερικής εταιρικής διακυβέρνησης.
- Καταγράφει ορθώς τα καθήκοντα των διαφορετικών ρόλων των μελών του ΔΣ, δηλαδή των εκτελεστικών και των μη εκτελεστικών.
- Βοηθά τα διοικητικά συμβούλια ως συλλογικά όργανα αλλά και τα μέλη τους ατομικά, να κατανοήσουν ποιος είναι ο ρόλος τους και τι αναμένεται από ένα διοικητικό συμβούλιο εταιρείας που θεωρείται ότι έχει καλή εταιρική διακυβέρνηση. Επίσης, να αντιληφθούν καλύτερα τη διάκριση των ρόλων των εκτελεστικών, των μη εκτελεστικών μελών του ΔΣ και ιδιαίτερα των ανεξάρτητων.
- Προβλέπει εποπτικό ρόλο των ανεξάρτητων, μη εκτελεστικών μελών τόσο στα εκτελεστικά μέλη όσο και στην ανώτατη διοίκηση ως προς την καλόπιστη και επιμελή άσκηση των καθηκόντων τους. Αυτός ο ρόλος είναι ιδιαίτερα σημαντικός για τις ελληνικές εταιρείες οι οποίες είναι κυρίως οικογενειακές.
- Θεσμοθετείται η πολιτική καταλληλότητας, που όχι μόνον θέτει ως κριτήρια αξιολόγησης εχέγγυα ήθους και φήμης του υποψήφιου μέλους ΔΣ, αλλά και ενισχύει την πολυμορφία του οργάνου τόσο ως προς τα προσόντα, τις εμπειρίες και διαφορετικές οπτικές των μελών του, όσο και ως προς την εκπροσώπηση ανά φύλο σε ποσοστό τουλάχιστον 25%.
- Προβλέπει τη σύσταση δύο νέων επιτροπών του ΔΣ, Αμοιβών και Υποψηφιοτήτων που θα μπορούν να προετοιμάζουν κατάλληλα τα σχετικά θέματα ώστε να συζητηθούν στην ολομέλεια του ΔΣ.
Πάντως, η κ. Κοντογιάννη πρότεινε περαιτέρω μείωση των προβλεπόμενων από το νομοσχέδιο προστίμων, που ήδη μειώθηκαν, σε σχέση με το αρχικό κείμενο, από 5 σε 3 εκατ. ευρώ ή από 7% σε 5% του κύκλου εργασιών, τονίζοντας ότι εξακολουθεί να είναι υψηλό.