Σε μια περίοδο που οι τιμές ρεύματος πιέζουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις, οι διεθνείς ηλεκτρικές διασυνδέσεις μπορούν να αποτελέσουν το «κλειδί» τόσο για τη μείωση του ενεργειακού κόστους όσο και για την ενεργειακή μας ασφάλεια.
Οι μεγάλες επενδύσεις που δρομολογούνται από την Αίγυπτο και τα Βαλκάνια μέχρι την Ιταλία, μπορούν να ανοίξουν τον δρόμο για φθηνότερη ηλεκτρική ενέργεια, εισάγοντας «πράσινο» ρεύμα από αγορές με χαμηλότερο κόστος παραγωγής και διαμορφώνοντας ένα πιο ανταγωνιστικό περιβάλλον τιμών.
Τη μεγάλη σημασία των διασυνδέσεων έχει αναγνωρίσει και η Κομισιόν, με την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, να παρουσιάζει πρόσφατα την πρωτοβουλία «Energy Highways», με σκοπό την επίσπευση ολοκλήρωσης οκτώ κρίσιμων έργων όπου εντοπίζεται «συμφόρηση» από την ΕΕ, κάνοντας έμμεση αναφορά και στο καλώδιο Ελλάδας-Κύπρου.
«Θα φέρουμε σε επαφή τις κυβερνήσεις και τις επιχειρήσεις κοινής ωφελείας για να αντιμετωπίσουμε όλα τα εκκρεμή ζητήματα. Γιατί οι Ευρωπαίες και οι Ευρωπαίοι χρειάζονται οικονομικά προσιτή ενέργεια σήμερα κιόλας. Πρέπει να εκσυγχρονίσουμε επειγόντως τις υποδομές και τις διασυνδέσεις μας και να επενδύσουμε σ' αυτές. Γι' αυτό και θα προτείνουμε μια νέα δέσμη μέτρων για τα δίκτυα, ώστε να ενισχύσουμε τις υποδομές δικτύου μας και να επιταχύνουμε την αδειοδότηση», τόνισε.
Η σημασία των ηλεκτρικών διασυνδέσεων συζητήθηκε και κατά τη συνάντηση του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, με τον υπουργό Εσωτερικών των ΗΠΑ και επικεφαλής του Συμβουλίου Ενεργειακής Κυριαρχίας του Λευκού Οίκου, Νταγκ Μπέργκαμκ, όπου δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στη σημασία των έργων Great Sea Interconnector και GREGY.
Πώς οι διεθνείς διασυνδέσεις θα ρίξουν τις τιμές ρεύματος
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Aurora Energy Research, οι διασυνοριακές ροές ηλεκτρικής ενέργειας από τα Δυτικά Βαλκάνια, τη Βουλγαρία και ενδεχομένως τη Βόρεια Αφρική μπορούν να επηρεάσουν καθοριστικά την πορεία των τιμών στην ελληνική αγορά.
Με την προσθήκη 2 GW νέας ηλιακής και αιολικής ισχύος έως το 2030, οι εισαγωγές προς την Ελλάδα θα μπορούσαν να αυξηθούν κατά 1 TWh, οδηγώντας σε μείωση των ειδικών τιμών των φωτοβολταϊκών έως 3% και περιορίζοντας την εξάρτηση από τις ακριβές μονάδες φυσικού αερίου.
Ακόμη πιο σημαντικά είναι τα οφέλη σε περίπτωση ταχύτερης ανάπτυξης των ΑΠΕ σε γειτονικές χώρες. Αν, για παράδειγμα, η Βουλγαρία κινηθεί ταχύτερα, οι εισαγωγές ενέργειας προς την Ελλάδα θα μπορούσαν να αυξηθούν έως και 5 TWh έως το 2030, οδηγώντας σε μείωση των τιμών των φωτοβολταϊκών κατά 5,5% και των αιολικών κατά 2,5%.
Μάλιστα, όπως σημειώνει ο Σταύρος Σκαρλής, Senior Research Associate της Aurora, «οι διασυνδέσεις ξεπερνούν τη γεωπολιτική και αποτελούν καταλύτη μετασχηματισμού της αγοράς ενέργειας. Καθώς οι περιφερειακές αγορές εξελίσσονται και η εγκατεστημένη ισχύς των διασυνδέσεων αυξάνεται, η Ελλάδα αναδεικνύεται σε περιφερειακό κόμβο. Οι διασυνοριακές ροές από τα Δυτικά Βαλκάνια, τη Βουλγαρία και ενδεχομένως τη Βόρεια Αφρική θα μπορούσαν να αναδιαμορφώσουν σημαντικά την ανάπτυξη των ΑΠΕ και τις αντίστοιχες ειδικές τιμές».
Επενδύσεις 25 δισ. ευρώ για εκσυγχρονισμό των ελληνικών δικτύων
Ωστόσο, για να μπορέσει η Ελλάδα να αξιοποιήσει πλήρως αυτές τις διεθνείς ροές, απαιτούνται και εκτεταμένες επενδύσεις στο εσωτερικό δίκτυο.
Σύμφωνα με μελέτη της Eurelectric, η χώρα μας θα χρειαστεί 25 δισ. ευρώ έως το 2050 (δηλαδή περίπου 1 δισ. ευρώ ετησίως) για να ενισχύσει και να εκσυγχρονίσει τα δίκτυά της, ώστε να αντέχουν τη μαζική διείσδυση ΑΠΕ και τις αυξημένες ενεργειακές ροές.
Όπως αναφέρει η μελέτη, περί τα 200 εκατ. ευρώ ετησίως θα χρειαστούν για την ενίσχυση του δικτύου διανομής, ώστε να ανταπεξέλθει στην αύξηση της κατανάλωσης που θα φέρει ο εξηλεκτρισμός νέων χρήσεων (μεταφορές, ψύξη, θέρμανση).
Στα 100 εκατ. ευρώ θα χρειαστεί να κινηθούν οι επενδύσεις ώστε το δίκτυο να μπορεί να «υποδεχτεί» περισσότερες ΑΠΕ. Επίσης, επιπλέον 250 εκατ. ευρώ είναι απαραίτητα σε ετήσια βάση για επενδύσεις ανανέωσης εξοπλισμού, ενώ 150 εκατ. ευρώ για «στοχευμένες» παρεμβάσεις, ώστε να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα των δικτύων σε ακραία καιρικά φαινόμενα.
Σε διεθνές επίπεδο, οι επενδύσεις σε ενεργειακά δίκτυα αυξάνονται θεαματικά, καθώς από τα 488 δισ. δολάρια ετησίως σήμερα αναμένεται να ξεπεράσουν τα 600 δισ. έως το 2030, με σαφή στροφή σε καθαρές τεχνολογίες και ψηφιοποίηση.
GSI: Η διασύνδεση Ελλάδας - Κύπρου - Ισραήλ
Η ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας-Κύπρου (Great Sea Interconnector) είναι ένα στρατηγικής σημασίας έργο που αφορά μια πολυτερματική υποθαλάσσια διασύνδεση που συνδέει τα ηλεκτρικά δίκτυα της Ελλάδας (Κρήτης), της Κύπρου και του Ισραήλ με την Ευρώπη.
Το έργο περιλαμβάνει την κατασκευή καλωδίων υψηλής τάσης (HVDC) μήκους περίπου 890 χλμ., με βάθος μέχρι 3.000 μέτρα, και σταθμών μετατροπής. Η ολοκλήρωση αυτής της διασύνδεσης θα τερματίσει την ενεργειακή απομόνωση της Κύπρου, ενισχύοντας την ενεργειακή ασφάλεια της περιοχής και διευκολύνοντας την εισαγωγή Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ).
Ωστόσο, το έργο βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι, καθώς καθυστερήσεις στη χρηματοδότηση από την πλευρά της ΡΑΕΚ και οι πρόσφατες πολιτικές εντάσεις μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας όχι μόνο έχουν επιβραδύνει την πρόοδό του, αλλά το απειλούν με μόνιμο «πάγωμα».
Και μπορεί το μέλλον του έργου αυτού να παραμένει αβέβαιο, ωστόσο όπως έχει αναφέρει πρόσφατα και ο Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, το έργο αυτό δεν είναι πρώτης προτεραιότητας για την Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλα που έχουν άμεσο αντίκτυπο στο κόστος ηλεκτρισμού των ελληνικών νοικοκυριών και στην ενεργειακή ασφάλεια, αναφερόμενος, μεταξύ άλλων, και στη διασύνδεση με την Αίγυπτο.
GREGY: Το «πράσινο καλώδιο» Ελλάδας - Αιγύπτου
Ένα από τα πιο εμβληματικά έργα είναι η υποθαλάσσια διασύνδεση Ελλάδας - Αιγύπτου, γνωστή ως GREGY. Το έργο, αξίας 4,2 δισ. ευρώ, θα μεταφέρει 100% πράσινη ενέργεια από μονάδες ΑΠΕ της Αιγύπτου προς την Ελλάδα, μέσω ενός υποθαλάσσιου καλωδίου μεγάλης μεταφορικής ικανότητας.
Το GREGY αναμένεται να αποτελέσει καταλύτη για την αποκλιμάκωση του ενεργειακού κόστους στα ελληνικά νοικοκυριά, ενώ παράλληλα θα επιτρέψει σε βιομηχανίες και παρόχους να εξασφαλίσουν μακροχρόνιες συμφωνίες προμήθειας (PPAs) με σταθερές και ανταγωνιστικές τιμές, ενισχύοντας τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Σε βάθος χρόνου, μπορεί να μειώσει την εξάρτηση της χώρας από το φυσικό αέριο, σταθεροποιώντας την αγορά και περιορίζοντας τις διακυμάνσεις που προκαλούν οι διεθνείς κρίσεις.
Ήδη έχει υπογραφεί Μνημόνιο Κατανόησης μεταξύ των διαχειριστών Ελλάδας και Αιγύπτου, ανοίγοντας τον δρόμο για την προκήρυξη των μελετών βυθού και την είσοδο του έργου στην επόμενη φάση.
Το έργο υποστηρίζεται από τις κυβερνήσεις Ελλάδας και Αιγύπτου αλλά και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθώς εντάσσεται στα Έργα Κοινού και Αμοιβαίου Ενδιαφέροντος (PCI/PMI) και στο πρόγραμμα Global Gateway, που αφορά κρίσιμες στρατηγικές υποδομές της ΕΕ.
GRITA 2: Η νέα ενεργειακή «γέφυρα» Ελλάδας–Ιταλίας
Η νέα ηλεκτρική διασύνδεση συνεχούς ρεύματος (DC) μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας αποτελεί έργο στρατηγικής σημασίας, καθώς θα ενισχύσει την ενεργειακή ασφάλεια των δύο χωρών, θα υποστηρίξει την επίτευξη των στόχων απανθρακοποίησης και θα αναβαθμίσει τη θέση τους ως ενεργειακών κόμβων στη Μεσόγειο. Ο ενεργειακός αυτός διάδρομος θα αυξήσει το περιθώριο ανταλλαγών ηλεκτρικής ενέργειας, θα βελτιώσει την αποδοτικότητα της ενοποιημένης ευρωπαϊκής αγοράς και θα προσφέρει απτά οφέλη στους καταναλωτές.
Το έργο προβλέπει νέα υποβρύχια και χερσαία διασύνδεση ισχύος 1.000 MW και συνολικού μήκους περίπου 300 χιλιομέτρων, εκ των οποίων τα 240 χιλιόμετρα θα είναι υποβρύχια, σε βάθος έως 1.000 μέτρων. Θα λειτουργεί συμπληρωματικά προς την υφιστάμενη διασύνδεση των 500 MW που τέθηκε σε λειτουργία το 2002. Ο ΑΔΜΗΕ και η ιταλική Terna αναμένεται να επενδύσουν συνολικά περίπου 1,9 δισ. ευρώ.
Η πορεία υλοποίησης του έργου προχωρά με συγκεκριμένα βήματα. Τον Οκτώβριο έχει προγραμματιστεί συνάντηση του ΑΔΜΗΕ με την Terna στην Ιταλία, με αντικείμενο την τεχνική ωρίμανση της διασύνδεσης και την έναρξη των ερευνών βυθού. Η θεματολογία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη μεθοδολογία καθορισμού σημείων προσαιγιάλωσης, τις οδεύσεις στα χερσαία τμήματα, τη χωροθέτηση των σταθμών μετατροπής στις ακτές των δύο χωρών και τον επιμερισμό του κόστους.
Στις 12 Μαΐου 2025, οι δύο διαχειριστές υπέγραψαν τριετές Μνημόνιο Συνεργασίας για το έργο GRITA 2, που καθορίζει το πλαίσιο σχεδιασμού και ανάπτυξης της νέας διασύνδεσης. Το Μνημόνιο θεσπίζει κοινή διοικητική δομή για τον στρατηγικό σχεδιασμό και τον συντονισμό των δραστηριοτήτων, ενώ προβλέπει και κοινές διαδικασίες για τις διαγωνιστικές διαδικασίες προμήθειας καλωδίων και σταθμών μετατροπής καθώς και για την κατασκευή των υποδομών.
Κομβικό ζήτημα αποτελεί η μεθοδολογία επιμερισμού του κόστους, με την αρχική προσέγγιση να προβλέπει αναλογία 50-50. Ωστόσο, η τελική κατανομή θα βασιστεί στην αντίστοιχη κατανομή ωφελειών, λαμβάνοντας υπόψη παραμέτρους όπως το μήκος του καλωδίου σε κάθε ΑΟΖ και το είδος των υποδομών. Η τεκμηρίωση θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα ακριβής, καθώς θα ενσωματωθεί στις προτάσεις που θα υποβληθούν στις Ρυθμιστικές Αρχές Ελλάδας και Ιταλίας για έγκριση, ώστε να αποφευχθούν καθυστερήσεις στην αδειοδοτική διαδικασία.
Τέλος, το έργο έχει ήδη ενταχθεί στο Δεκαετές Πρόγραμμα Ανάπτυξης Δικτύων (TYNDP) 2024 των Ευρωπαϊκών Διαχειριστών Συστημάτων Μεταφοράς και έχει προταθεί από κοινού για ένταξη στον δεύτερο κατάλογο Έργων Κοινού και Αμοιβαίου Ενδιαφέροντος (PCI/PMI) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γεγονός που ενισχύει τη σημασία του για την περιφερειακή ενεργειακή ολοκλήρωση.
Διασύνδεση Ελλάδας - Βουλγαρίας
Το έργο αφορά στη δεύτερη διασυνδετική γραμμή μεταξύ των ηλεκτρικών συστημάτων της Ελλάδας και της Βουλγαρίας, με εναέρια Γραμμή Μεταφοράς 400 kV μεταξύ του Κέντρου Υπερυψηλής Τάσης Νέας Σάντας και του Υποσταθμού Maritsa East, που τέθηκε σε λειτουργία το 2023.
Η γραμμή, ονομαστικής μεταφορικής ικανότητας 2.000 MVA, έχει συνολικό μήκος 151 χλμ., από τα οποία 30 χλμ. περίπου ανήκουν στην Ελληνική Επικράτεια και τα 121 χλμ. στη Βουλγαρική Επικράτεια.
Η νέα διασυνδετική γραμμή 400 kV Ελλάδας - Βουλγαρίας αποτελεί σημαντικό έργο πανευρωπαϊκού ενδιαφέροντος. Από την αρχή του σχεδιασμού του εντάχθηκε στο Δεκαετές Πρόγραμμα Ανάπτυξης του ENTSO-E, καθώς και στον κατάλογο Έργων Κοινού Ενδιαφέροντος (PCI) της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εφόσον η Βουλγαρία κινηθεί ταχύτερα από το βασικό σενάριο της Aurora, οι εισαγωγές ενέργειας θα μπορούσαν να αυξηθούν κατά 5 TWh έως το 2030, συμβάλλοντας στη μείωση των τιμών στην ελληνική αγορά.
Πέραν της τιμολογιακής επίδρασης, η γραμμή αυτή αυξάνει την ευστάθεια και την ανθεκτικότητα του ελληνικού συστήματος, προσφέροντας εναλλακτικά «κανάλια» ροής ενέργειας σε περιόδους αιχμής ή διαταραχών.
Διασύνδεση Ελλάδας- Σαουδικής Αραβίας
Η Saudi Greek Interconnection είναι ένα σημαντικό έργο που αφορά την ηλεκτρική διασύνδεση μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ελλάδας, με στόχο τη δημιουργία ενός ενεργειακού διαδρόμου μεταφοράς καθαρής ενέργειας από τη Μέση Ανατολή προς την Ευρώπη και αντίστροφα.
Το έργο αποτελεί στρατηγική συνεργασία μεταξύ του ΑΔΜΗΕ (Ανεξάρτητος Διαχειριστής Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας Ελλάδας) και της Saudi National Grid, με μετοχικό σχήμα 50%-50% σε κοινή εταιρεία ειδικού σκοπού που συστάθηκε για την εκπόνηση μελετών σκοπιμότητας και σχεδιασμού για την υλοποίηση της διασύνδεσης.
Η συμφωνία αυτής της συνεργασίας υπογράφηκε υψηλού επιπέδου το καλοκαίρι του 2022 κατά την επίσκεψη του Σαουδάραβα Πρίγκιπα Mohammed bin Salman στην Ελλάδα, ενώ η επίσημη σύσταση της εταιρείας και η συμφωνία μετόχων πραγματοποιήθηκαν τον Σεπτέμβριο 2023 στην Αθήνα.
Η Saudi Greek Interconnection αναμένεται να επιτρέψει τη μεταφορά μεγάλων ποσοτήτων πράσινης ενέργειας προς την Ευρώπη, ενισχύοντας ταυτόχρονα την ενεργειακή ασφάλεια και τις δυνατότητες χρήσης ανανεώσιμων πηγών και για τις δύο χώρες. Το έργο έχει ως στόχο να ενταχθεί στα Έργα Αμοιβαίου Ενδιαφέροντος (PCI) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπογραμμίζοντας τη σημασία του για την ενεργειακή μετάβαση της Ευρώπης.
Παράλληλα, το project σχετίζεται και με την ανάπτυξη συνεργασιών στον τομέα του υδρογόνου, με την Ελλάδα να μπορεί να λειτουργήσει ως πύλη για τη μεταφορά της σαουδαραβικής παραγωγής προς τις ευρωπαϊκές αγορές, σύμφωνα με το σχέδιο «South East Europe Hydrogen Corridor».
Μετ’ εμποδίων οι επενδύσεις στην Ελλάδα
Ο Αντιπρόεδρος και Γενικός Διευθυντής Τεχνολογίας, Ανάπτυξης Συστήματος και Στρατηγικής του ΑΔΜΗΕ, Ιωάννης Μάργαρης, μιλώντας στο 1ο ενεργειακό συνέδριο του Ελληνογαλλικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, ανέδειξε τις επιχειρησιακές δυνατότητες του Διαχειριστή στην υλοποίηση μεγάλων έργων εντός και εκτός Ελλάδας, αλλά και τα σημαντικά εμπόδια που επιβραδύνουν την ανάπτυξη των ηλεκτρικών δικτύων.
Ο κ. Μάργαρης τόνισε ότι, παρότι η Ελλάδα και η ΕΕ έχουν χαράξει φιλόδοξους στόχους μέσω του ΕΣΕΚ και των ευρωπαϊκών στρατηγικών, παραμένουν άλυτα βασικά ζητήματα όπως οι καθυστερήσεις στις αδειοδοτήσεις, τα χρηματοδοτικά κενά και η έλλειψη τεχνικού και ανθρώπινου δυναμικού.
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στην αντίσταση τοπικών κοινωνιών στα έργα υποδομής, υπογραμμίζοντας την ανάγκη διαλόγου και ενημέρωσης ώστε να γίνει κατανοητός ο κοινωφελής χαρακτήρας τους.
Παράλληλα, επεσήμανε τη σημασία ενός σταθερού και αποδοτικού ρυθμιστικού μοντέλου που θα εξασφαλίζει έσοδα και κίνητρα στους Διαχειριστές, προκειμένου να επιτευχθεί η απαιτούμενη ανάπτυξη των δικτύων. Παράλληλα, αναφέρθηκε στις ελλείψεις σε υλικά και εξοπλισμό λόγω αυξημένης ζήτησης και ανεπαρκούς προγραμματισμού προμηθειών.
Όσον αφορά τις διεθνείς διασυνδέσεις, επισήμανε τις ιδιαιτερότητες της γεωγραφικής θέσης της Ελλάδας και την ανάγκη ύπαρξης εθνικού σχεδίου και ευρωπαϊκής πολιτικής στήριξης για την υλοποίηση έργων στρατηγικής σημασίας.
«Ο ΑΔΜΗΕ έχει τη δυνατότητα να αναπτύξει δίκτυα και να προωθήσει νέα projects», είπε χαρακτηριστικά, φέρνοντας ως παραδείγματα τις διασυνδέσεις με Ιταλία, Κύπρο και Ισραήλ, ενώ υπογράμμισε την ανάγκη για ένα συνεκτικό σχέδιο που θα περιλαμβάνει και νέες διασυνδέσεις, ιδίως στα Βαλκάνια.