Με «ναρκοπέδιο» μοιάζει αυτήν την περίοδο η μεταφορά προϊόντων, πρώτων υλών και κυρίως τροφίμων, για τους εφοπλιστές. Σε καθημερινή βάση, οι δυσκολίες και τα εμπόδια που καλούνται να διαχειριστούν τα επιτελεία των ναυτιλιακών εταιρειών είναι πρωτόγνωρα. Μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας και κοινωνικής απόστασης έχουν δημιουργήσει το αδιαχώρητο σε εκατοντάδες λιμάνια, καθιστώντας την ομαλή ροή τροφίμων και σχετικών προϊόντων από προβληματική, μέχρι αδύνατη.
Ένα παράδειγμα είναι ο καφές: Στις Ονδούρες και τη Γουατεμάλα, απ’ όπου πραγματοποιείται μεγάλο μέρος των παγκόσμιων εξαγωγών καφέ, έχουν επιβληθεί μέτρα περιορισμού ανάλογα με την Ελλάδα. Αυτό μεταφράζεται σε περιορισμένο ωράριο λειτουργίας για τα λιμάνια, με αποτέλεσμα να επιβραδύνεται η ροή φορτίων και να συσσωρεύονται στις αποθήκες και ως εκ τούτου να καταγράφονται ελλείψεις στην αγορά.
Αντίστοιχα, σε περιοχές της Αφρικής, που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές τροφίμων για την συντήρηση του πληθυσμού, δεν υπάρχουν αρκετοί εργάτες για να ξεφορτώσουν τα φορτία, εκ των οποίων αρκετά μεταφέρονται με πλοία ελληνικών συμφερόντων. Πρόκειται για ένα ακόμα παράδειγμα του πόσο έχει επιδράσει η πανδημία στην παραγωγή και διανομή τροφίμων ανά την υφήλιο.
Άρρωστοι εργάτες σε εργοστάσια, ουρές από φορτηγά που περιμένουν έγκριση για να διασχίσουν σύνορα, απαγορεύσεις εξαγωγών και αγορές υπό καθεστώς πανικού από εκατομμύρια καταναλωτές, έχουν συμβάλλει στις εικόνες των άδειων ραφιών σε αρκετές χώρες, ακόμα κι αν στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν υπάρχει πραγματική έλλειψη προϊόντων, παρά μόνο έχει διαρραγεί η εφοδιαστική αλυσίδα.
Το πιο σημαντικό στην προκειμένη περίπτωση είναι η διασφάλιση της εφοδιαστικής αλυσίδας τροφίμων. Όπως αναφέρουν στελέχη της αγοράς, τα τρόφιμα φτάνουν στο τραπέζι μας, μέσω ενός αρκετά περίπλοκου δικτύου επαφών. Έτσι, ακόμα κι αν τα προβλήματα αφορούν λίγα λιμάνια, μπορεί να δημιουργηθεί μεγάλο ζήτημα. Για παράδειγμα, ένα μέρος του σιταριού που παράγεται στην Ευρώπη, εξάγεται στην Ινδία, όπου υφίσταται επεξεργασία και στη συνέχεια εξάγεται στην αγορά της Αμερικής. Τυχόν αναταράξεις στην πορεία, μπορούν να προκαλέσουν μεγάλες καθυστερήσεις στην τροφοδότηση της αγοράς, που είναι ο τελικός προορισμός, δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση οι ΗΠΑ.
Όπως μάλιστα προειδοποιούν επί εβδομάδες, δεκάδες θεσμικοί φορείς της ναυτιλίας, από ενώσεις πλοιοκτητών και οργανώσεις λιμένων, μέχρι τον ίδιο τον Παγκόσμιο Οργανισμό Ναυτιλίας, που είναι τμήμα του ΟΗΕ, υπάρχει άμεσος κίνδυνος για σημαντική επιδείνωση της τροφοδότησης της παγκόσμιας αγοράς, εφόσον επεκταθούν τα τωρινά προβλήματα, που παρατηρούνται σε διάφορα λιμάνια. Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι είναι λίγες οι χώρες εκείνες, οι οποίες εξάγουν το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας παραγωγής σιτηρών και ρυζιού.
Αντίστοιχα, η σόγια της Νοτίου Αμερικής, συνεισφέρει στην σίτιση μεγάλου μέρους των ζώων της κτηνοτροφίας παγκοσμίως, ενώ αντίστοιχα, το μεγαλύτερο μέρος των προμηθειών κακάο εξάγονται από ένα μικρό τμήμα της Δυτικής Αφρικής. Ακόμα και οι ίδιες οι ΗΠΑ δεν είναι “άτρωτες”, παρότι αποτελούν έναν από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς τροφών παγκοσμίως. Αυτό γιατί εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές κρασιού, μπαχαρικών, τυριού και φρούτων και λαχανικών εκτός εποχής, όπως π.χ. το αβοκάντο, το οποίο έχει ζήτηση όλο τον χρόνο.
Μπορεί τα αρχικά προβλήματα στην Κίνα και εσχάτως στην Βραζιλία (έναν από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς σόγιας, κρέατος, σιδηρομεταλλεύματος και άλλων πρώτων υλών) να έχουν εξομαλυνθεί, ωστόσο με τον ιό να συνεχίζει την εξάπλωσή του, έχουν αρχίσει να «ξεφυτρώνουν» ζητήματα σε άλλες περιοχές του κόσμου. Για παράδειγμα, οι εξαγωγείς τροφίμων υποχρεώνονται να περιμένουν περισσότερο χρόνο, προκειμένου να έρθουν στην χώρα τους φορτία, ώστε να υπάρχουν διαθέσιμα κοντέινερ και πλοία για να φορτώσουν τα προϊόντα τους. Αυτό ισχύει κατά κόρον πλέον στην Ευρώπη, όπου παρατηρούνται ελλείψεις σε κοντέινερ για να φορτωθούν προϊόντα.
Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει στη Νιγηρία της Αφρικής, όπου το λιμάνι του Λάγος και άλλα λιμάνια έχουν «ξεχειλίσει» από κοντέινερ, επειδή οι εργάτες, οι οποίοι υπό φυσιολογικές συνθήκες θα τα ξεφόρτωναν, δεν μπορούν να προσεγγίσουν τα λιμάνια, λόγω του ότι έχουν σταματήσει να λειτουργούν τα μέσα μαζικής μεταφοράς, λόγω των μέτρων περιορισμού της κίνησης. Όπως σημειώνουν άνθρωποι του ναυτιλιακού κλάδου, οι δυσχέρειες αυτές στις θαλάσσιες συγκοινωνίες θα συνεχίσουν να υφίστανται, δημιουργώντας – έστω και προσωρινά, ελλείψεις στην αγορά.