Παρά τις πρόσφατες εξαγγελίες της κυβέρνησης για βιομηχανικές επιστροφές ύψους 25% στο πλαίσιο του 12ετούς εξοπλιστικού προγράμματος, σοβαρά κενά εντοπίζονται τόσο στο νομικό όσο και στο οργανωτικό σκέλος της διαδικασίας.
Η απουσία σαφούς θεσμικού πλαισίου αλλά και η έλλειψη συντονισμένου κρατικού μηχανισμού για την ενίσχυση της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας εγείρουν ανησυχίες για την αξιοποίηση αυτής της ιστορικής ευκαιρίας.
Όπως επισημάνθηκε από τον πρόεδρο του Συνδέσμου Ελλήνων Κατασκευαστών Αμυντικού Υλικού (ΣΕΚΠΥ), Τάσο Ροζολή, στο πλαίσιο της διεθνής αμυντικής έκθεσης DEFEA, σε εκδήλωση με δημοσιογράφους, η Ελλάδα έχει μπροστά της μια σπάνια δυνατότητα να ενισχύσει τη βιομηχανική της βάση μέσω στρατηγικών συμπράξεων.
Ωστόσο, η απουσία ενός κεντρικού φορέα διαχείρισης οδηγεί σε καθυστερήσεις και ασάφεια, ακόμη και σε περιπτώσεις όπου διατίθενται σημαντικά κονδύλια – όπως τα 25-28 δισ. ευρώ από το εθνικό και ευρωπαϊκό σκέλος των προγραμμάτων.
Ένα ακόμη εμπόδιο είναι η έλλειψη συντονισμού μεταξύ αρμόδιων υπουργείων και στρατιωτικών αρχών, γεγονός που καθιστά δυσλειτουργική τη διαδικασία λήψης στρατηγικών αποφάσεων. «Είναι απαραίτητο η υπηρεσία που διαπραγματεύεται με τους διεθνείς αμυντικούς κολοσσούς να στελεχωθεί με νομικούς και τεχνοκράτες με γνώση διεθνών συμβάσεων και της αμυντικής αγοράς», τόνισε ο κ. Ροζολής, σημειώνοντας πως η συμμετοχή της ελληνικής βιομηχανίας παραμένει αβέβαιη χωρίς το κατάλληλο θεσμικό υπόβαθρο.
Παραδείγματα από χώρες όπως η Νορβηγία, η Φινλανδία και η Ινδία, που εξασφάλισαν ουσιαστική εγχώρια συμμετοχή στα εξοπλιστικά τους προγράμματα, υποδεικνύουν τη σημασία ύπαρξης θεσμικής κατοχύρωσης και στρατηγικού σχεδιασμού. «Χρειαζόμαστε ένα λειτουργικό νομικό πλαίσιο και οργανωμένη κρατική υποστήριξη, ώστε οι ελληνικές εταιρείες να επωφεληθούν ουσιαστικά», δήλωσε ο πρόεδρος του ΣΕΚΠΥ.
Ο κ. Ροζολής υπογράμμισε την ανάγκη ίδρυσης ειδικού φορέα - Γενικής Γραμματείας - που θα διαχειρίζεται τις βιομηχανικές συμπράξεις και θα διασφαλίζει την ενεργή συμμετοχή της ελληνικής βιομηχανίας. Ένας τέτοιος μηχανισμός, όπως σημείωσε, θα συμβάλει τόσο στην εθνική ασφάλεια όσο και στη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Αναφερόμενος στη συνάντηση που είχε ο ΣΕΚΠΥ με τον πρωθυπουργό, ο πρόεδρός του ανέφερε πως τέθηκαν όλα τα παραπάνω ζητήματα, χωρίς ωστόσο να υπάρξει κάποια συγκεκριμένη δέσμευση από την πλευρά της κυβέρνησης.
Ο ίδιος στάθηκε και στο πρόγραμμα των μαχητικών F-35, επισημαίνοντας πως, ενώ η Ελλάδα θα μπορούσε να συμμετάσχει σε παραγωγικό επίπεδο, τελικά περιορίζεται απλώς στη συμμετοχή ως πελάτης, χωρίς να έχει ακόμη διασφαλίσει κανένα συγκεκριμένο βιομηχανικό αντάλλαγμα. «Η Φινλανδία πήρε το σκέλος προσγείωσης, η Νορβηγία τους αντιπλοϊκούς πυραύλους, η Ολλανδία το logistics, η Ιταλία τη stealth βαφή. Κι εμείς ακόμη δεν έχουμε ορίσει τι θέλουμε», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Όπως εξήγησε, η ελληνική αμυντική βιομηχανία δεν ζητά προνομιακή μεταχείριση, αλλά σαφείς κατευθύνσεις. «Δεν είμαστε κρατικοδίαιτοι, θέλουμε το κράτος να πει “δώστε δουλειά σε αυτή την εταιρεία”. Θέλουμε έναν μπούσουλα», είπε χαρακτηριστικά. Προειδοποίησε, μάλιστα, ότι αν δεν ξεκαθαρίσει σύντομα το περιεχόμενο του Μακροπρόθεσμου Προγραμματισμού Αμυντικών Εξοπλισμών (ΜΠΑΕ) 2025-2036, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος το περίφημο 25% να μείνει απλώς μια εξαγγελία χωρίς ουσία.
«Με σωστό σχεδιασμό, αυτό το ποσοστό μπορεί να φτάσει ακόμη και στο 40% στην περίπτωση ενός πολεμικού πλοίου που θα κατασκευαστεί στην Ελλάδα. Ποιος, όμως, θα το διαχειριστεί;», αναρωτήθηκε ο πρόεδρος του ΣΕΚΠΥ. «Μέχρι το 2011 είχαμε ένα εξαιρετικό θεσμικό εργαλείο για την Εγχώρια Προστιθέμενη Αξία (ΕΠΑ). Πρέπει να γίνει κάτι ανάλογο σήμερα, αλλιώς όλη αυτή η προσπάθεια δεν θα έχει κανένα νόημα».