Την ανάγκη να διατηρηθεί η δημοσιονομική επαγρύπνηση αλλά και πειθαρχία τονίζει το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο σε έκθεσή του, υπογραμμίζοντας ότι αποτελεί έναν από τους παράγοντες που θα πρέπει να εστιάσει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης.
Όπως τονίζει «δημοσιονομική επαγρύπνηση και πειθαρχία απαιτείται, όχι μόνο λόγω των νέων κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, αλλά και λόγω της υποχρέωσης της χώρας μας στις επόμενες δεκαετίες να αποπληρώσει τα δάνεια που έλαβε από φορείς της ΕΕ στη διάρκεια της κρίσης χρέους της προηγούμενης δεκαετίας, κάτι που φυσιολογικά θα απαιτήσει συστηματικά πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα». Προσθέτει ακόμη, αναφερόμενο στις προκλήσεις για την οικονομία ότι «η αυξανόμενη γεωπολιτική και οικονομική αστάθεια παγκόσμια, πιθανώς να δημιουργήσει νέες δημοσιονομικές ανάγκες και αυτό απαιτεί προνοητική πολιτική και αποθέματα δημοσιονομικής ευχέρειας».
Οι κίνδυνοι για την οικονομία
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στην έκθεση το αμέσως επόμενο διάστημα, η ελληνική οικονομία είναι πιθανό να δοκιμαστεί από διάφορους, κυρίως εξωγενείς, κινδύνους οι οποίοι μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:
- Γεωπολιτικές εντάσεις λόγω των συγκρούσεων σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή.
- Στασιμότητα ή και επιβράδυνση ευρωπαϊκών οικονομιών και κυρίως της γερμανικής.
- Επιβράδυνση της μείωσης των επιτοκίων της ΕΚΤ.
- Πιθανές επιβολές δασμών από τη νέα κυβέρνηση Τραμπ.
Σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα οι προκλήσεις αφορούν:
- Χαμηλή εθνική αποταμίευση και επίμονα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
- Ιδιωτικές πάγιες επενδύσεις.
- Υψηλές πληρωμές τόκων.
Η εικόνα της ανάπτυξης
Στην έκθεση τονίζεται ότι παρά το μη ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον, η ελληνική οικονομία αποδεικνύεται ανθεκτική και καταγράφει θετικές επιδόσεις σε διάφορους τομείς. Το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,3% σε ετήσια βάση το β΄ τρίμηνο του έτους, υπερδιπλάσια αύξηση σε σχέση με τον αντίστοιχο ρυθμό της ευρωζώνης (0,9%). Ως αποτέλεσμα, η συνολική αύξηση για το α΄ εξάμηνο διαμορφώθηκε στο 2,2%.
Αυτή η θετική επίδοση οφείλεται κυρίως στην άνοδο της ιδιωτικής κατανάλωσης, η οποία σημείωσε αύξηση 2,2% κατά το α΄ εξάμηνο και στους πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, με θετική επίδραση στον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου. Θετική είναι και η εξέλιξη της απασχόλησης, η οποία αυξήθηκε κατά 1,6% το Σεπτέμβριο του 2024 σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο. Αντίστοιχα, το ποσοστό ανεργίας υποχώρησε στο 9,3%, το οποίο είναι το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 15 ετών.
Από την άλλη πλευρά, ο μέσος μισθός σε όρους αγοραστικής δύναμης παραμένει χαμηλός σε σχέση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης, και η αύξησή του αποτελεί μία πρόκληση για την ελληνική οικονομία την επόμενη περίοδο. Στο πεδίο του πληθωρισμού, η κατάσταση είναι βελτιωμένη με σταδιακή αλλά περιορισμένη αποκλιμάκωση.
Ο πληθωρισμός τον Οκτώβριο του 2024 διαμορφώθηκε στο 3,1%, ενώ ο αντίστοιχος ρυθμός στην ευρωζώνη ήταν 2%. Σημείο που χρήζει προσοχής είναι ότι ο πληθωρισμός στην Ελλάδα φαίνεται να αποκτά πιο ενδογενή χαρακτηριστικά, επηρεαζόμενος λιγότερο από τις τιμές εισαγόμενων προϊόντων και κυρίως της ενέργειας. Αυτός είναι ο λόγος που ο δομικός πληθωρισμός στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο 4,3% τον Οκτώβριο, σημαντικά υψηλότερα από τον γενικό πληθωρισμό.
Στον εξωτερικό τομέα, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παραμένει επίμονο. Κατά το οκτάμηνο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2024, το έλλειμμα επιδεινώθηκε κατά σχεδόν 1 δισ. ευρώ σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο, φτάνοντας τα 7,35 δισ. ευρώ. Η επιδείνωση αυτή οφείλεται κυρίως στο ισοζύγιο αγαθών, το οποίο επιδεινώθηκε κατά σχεδόν 2 δισ. ευρώ. Η επιδείνωση του ισοζυγίου αγαθών προήλθε, τόσο από τη μείωση των εξαγωγών κατά 803 εκατ. ευρώ, όσο και από την αύξηση των εισαγωγών κατά 1.026 εκατ. ευρώ.
Οι μακροοικονομικές εκτιμήσεις
Οι μακροοικονομικές προβλέψεις για την ελληνική οικονομία υπόκεινται σε αβεβαιότητες, ενώ σε μεσοπρόθεσμο διάστημα υπάρχουν σημαντικές προκλήσεις. Στους σημαντικότερους κινδύνους συγκαταλέγονται οι γεωπολιτικές εντάσεις λόγω των πολεμικών συρράξεων στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή. Επιπλέον, η οικονομική επιβράδυνση ή στασιμότητα, που καταγράφουν οικονομίες της Ευρώπης, αποτελεί σημαντική αβεβαιότητα για την εξέλιξη των μακροοικονομικών δεικτών στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, η γερμανική οικονομία έχει εισέλθει σε ύφεση καταγράφοντας, για πέμπτο διαδοχικό τρίμηνο, πτώση του πραγματικού της ΑΕΠ σε ετήσια βάση. Σε επίπεδο ευρωζώνης, η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ το γ΄ τρίμηνο του 2024 είναι υποτονική, διαμορφούμενη στο 0,9% σε ετήσια βάση. Επιπλέον, αυξημένη αβεβαιότητα προκαλεί η διαμόρφωση της νομισματικής πολιτικής από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα το επόμενο διάστημα, αλλά και οι πιθανές επιβολές δασμών από τη νέα κυβέρνηση Τραμπ σε ευρωπαϊκά προϊόντα.
Διαχρονικές μακροοικονομικές ανισορροπίες παραμένουν σημαντικές προκλήσεις για την ελληνική οικονομία. Στους προεξέχοντες παράγοντες συγκαταλέγεται το δημογραφικό ζήτημα, του οποίου οι συνέπειες στην οικονομική ανάπτυξη εκτιμάται ότι θα αρχίσουν να φαίνονται συντομότερα απ’ ό,τι αναμενόταν. Επιπλέον, η χαμηλή εθνική αποταμίευση και τα επίμονα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αποτελούν σημαντικές προκλήσεις. Το μέγεθος και κυρίως η ποιότητα των παγίων επενδύσεων μεσοπρόθεσμα, καθώς και το υψηλό δημόσιο χρέος, με τη δημοσιονομική επιβάρυνση που προκαλεί λόγω των σχετικά υψηλών πληρωμών τόκων ως ποσοστό του ΑΕΠ, είναι επίσης κρίσιμα ζητήματα.
Τα δημοσιονομικά δεδομένα
Στο δημοσιονομικό σκέλος, η εκτέλεση του προϋπολογισμού κινείται εντός στόχων. Το ταμειακό πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά την ίδια περίοδο (3,54% του ΑΕΠ) ξεπερνά κατά πολύ το στόχο (2,5% του ΑΕΠ), όπως τέθηκε από την εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2025 για το έτος 2024. Η επίτευξη του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 2,5% του ΑΕΠ, που έχει τεθεί από την εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2025 για το έτος 2024 θεωρείται εφικτή, ενώ δεν αποκλείεται πιθανή υπέρβαση.
Αναφορικά με το δημόσιο χρέος, αυτό κατέγραψε περαιτέρω μείωση κατά 9,9 ποσοστιαίες μονάδες το 2024 και ο λόγος του ως προς το ΑΕΠ, αναμένεται να διαμορφωθεί στο 154%.
Η πτώση αυτή προήλθε λόγω της αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ, της επίτευξης πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος και του πληθωρισμού. Σημειώνεται ότι, μετά από περισσότερο από μια δεκαετία, η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας έχει επιστρέψει σε επενδυτική βαθμίδα (τέλος του 2023) από μεγάλους οίκους αξιολόγησης (DBRS Morningstar, Standard & Poor’s, Fitch, R & I, Scope).
Για το 2025 προβλέπεται περαιτέρω μείωση του ελλείμματος στο ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης (0,6% του ΑΕΠ) και συνέχιση επίτευξης πρωτογενών πλεονασμάτων (2,4% του ΑΕΠ). O δημοσιονομικός προσανατολισμός εκτιμάται συσταλτικός και βελτιωμένος το 2024 σε σύγκριση με το 2023 (0,5% του ΑΕΠ). Για το 2025, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός αναμένεται επεκτατικός (0,6% του ΑΕΠ) εξαιτίας των αυξημένων δαπανών για επενδύσεις μέσω του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Η ετήσια ονομαστική αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων καθαρών πρωτογενών δαπανών εκτιμάται 2,7% για το 2024 και 3,6% για το 2025, σε πλήρη συμμόρφωση με ότι ορίζει το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης. Τέλος, διασφαλίζεται η τήρηση της τιμής αναφοράς του 3% του ΑΕΠ για το δημοσιονομικό έλλειμμα, καθώς και η εύλογη και συνεχής μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ.