Στη στιγμή του δικού της "whatever it takes" φθάνει σε λίγη ώρα η Κριστίν Λαγκάρντ, καθώς οι αγορές και η οικονομία της ευρωζώνης περιμένουν από τη διάδοχο του Μάριο Ντράγκι να χρησιμοποιήσει σήμερα το νομισματικό «μπαζούκας» της Φρανκφούρτης για να σταματήσει τον πανικό, που έχει προκαλέσει η επιδημία του κοροναϊού, σε συνδυασμό σήμερα και με τα μέτρα που έλαβε μονομερώς ο Τραμπ για τις αεροπορικές συνδέσεις ΗΠΑ - Ευρώπης.
Ποιο μπορεί, όμως, να είναι το «μπαζούκας» μιας κεντρικής τράπεζας που φαίνεται να έχει εξαντλήσει τα όπλα συμβατικής και αντισυμβατικής πολιτικής (μηδενικά/αρνητικά επιτόκια, μαζικές αγορές ομολόγων/ποσοτική χαλάρωση) για να αντιμετωπίσει την αμέσως προηγούμενη μεγάλη κρίση στην ευρωζώνη, που ουσιαστικά τέθηκε υπό έλεγχο όταν ο Ντράγκι έκανε την περίφημη δήλωση ότι η ΕΚΤ θα κάνει «ό,τι χρειασθεί» για να σωθεί το ευρώ;
Σύμφωνα με αναλυτές και με τις περιορισμένες πληροφορίες που «διαρρέουν» από την Φρανκφούρτη, λίγες ώρες πριν τις επίσημες ανακοινώσεις της Λαγκάρντ, αυτή την φορά το πιο ισχυρό όπλο της ΕΚΤ μπορεί να είναι το πρόγραμμα TLTRO, σε συνδυασμό, όμως, και μια ακόμη μείωση του ήδη αρνητικού επιτοκίου αποδοχής καταθέσεων από τις εμπορικές τράπεζες και πιθανόν με μέτρα σημαντικών αλλαγών στην εποπτεία και στους λογιστικούς κανόνες για τις τράπεζες.
Ειδικότερα, αυτά τα δυσνόητα για τους περισσότερους στοιχεία της νομισματικής πολιτικής αποκωδικοποιούνται ως εξής:
- Η ΕΚΤ ήδη εφαρμόζει, χωρίς μεγάλη επιτυχία, ένα πρόγραμμα TLTRO, που της επιτρέπει να χορηγεί ρευστότητα στις τράπεζες για να την κατευθύνουν σε δάνεια σε επιχειρήσεις. Όταν οι τράπεζες καλύπτουν ένα στόχο που έχει καθορισθεί εκ των προτέρων για τις χορηγήσεις δανείων, παίρνουν μια μεγάλη επιβράβευση: το επιτόκιο δανεισμού τους από την ΕΚΤ γίνεται αρνητικό, ίσο με το επιτόκιο που οι ίδιες λαμβάνουν όταν «παρκάρουν» ρευστότητα στην ΕΚΤ, δηλαδή σήμερα -0,50%. Με απλούστερα λόγια, όταν οι τράπεζες δίνουν δάνεια, όπως έχουν συμφωνήσει με την ΕΚΤ, τότε η κεντρική τράπεζα τις πληρώνει για να δανείζουν.
- Οι πληροφορίες από την Φραγκφούρτη αναφέρουν ότι η ΕΚΤ σχεδιάζει, σύμφωνα και με τα αιτήματα που έχει υποβάλει η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Τραπεζών (EBF) ένα αναβαθμισμένο πρόγραμμα TLTRO, με στόχο να φθάσει πολύ περισσότερη ρευστότητα στις επιχειρήσεις που δοκιμάζονται από την επιδημία του κοροναϊού. Μάλιστα, αυτό θα συνδυασθεί με τη μείωση του επιτοκίου αποδοχής καταθέσεων στο -0,60%, κάτι που σημαίνει ότι η ΕΚΤ θα πληρώνει ακόμη περισσότερο τις τράπεζες όταν εκπληρώνουν τους στόχους τους για δάνεια.
- Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, όμως, το νέο TLTRO θα συνδυασθεί και με τη χαλάρωση των κριτηρίων για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, που επίσης έχει ζητήσει η EBF. Οι τράπεζες λένε ότι πρέπει, λόγω των έκτακτων συνθηκών, τα δάνεια επιχειρήσεων που είναι υγιείς αλλά δοκιμάζονται προσωρινά από τις πιέσεις που δημιουργεί η επιδημία να μπορούν να αναχρηματοδοτούνται από τις τράπεζες και να επεκτείνονται οι λήξεις τους, χωρίς να λογίζονται ως μη εξυπηρετούμενα για μια περίοδο ενδεχομένως και ως το τέλος του χρόνου, ώστε οι τράπεζες να μην «λαβώνονται» λογιστικά από αυτές τις διευκολύνσεις που θα κάνουν στις επιχειρήσεις. Αν αυτές οι αναχρηματοδοτήσεις/επιμηκύνσεις γίνουν με την αξιοποίηση της ρευστότητας από το TLTRO και οι τράπεζες πάρουν ένα πρόσθετο κίνητρο με τη μορφή του αρνητικού επιτοκίου χρηματοδότησης από την ΕΚΤ, αυτό το μορατόριουμ στα δάνεια θα είναι πολύ πιο αποτελεσματικό.
Η ΕΚΤ έχει στο οπλοστάσιό της άλλο ένα μέτρο που θα μπορούσε να βοηθήσει πολύ σε αυτή τη συγκυρία, το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης/αγοράς ομολόγων. Παρότι υπάρχουν αρκετές ενστάσεις από την Γερμανία, υπάρχει από καιρό η ιδέα να χρησιμοποιηθεί αυτό το πρόγραμμα σε μεγαλύτερο βαθμό για αγορές εταιρικών ομολόγων και, στην παρούσα συγκυρία όπου έχει μεγάλη σημασία η βελτίωση των χρηματοδοτικών συνθηκών για τις επιχειρήσεις, ίσως αυτή η ιδέα έχει έλθει η ώρα να δοκιμασθεί σε μεγαλύτερη κλίμακα, ώστε πραγματικά οι αγορές να εκλάβουν τις σημερινές παρεμβάσεις της ΕΚΤ σαν «χρήση μπαζούκας» και όχι σαν μια προσπάθεια να σβήσει μια φωτιά με... νεροπίστολα.
Άλλωστε, αυτός είναι και ο μεγαλύτερος κίνδυνος σήμερα για τους κεντρικούς τραπεζίτες: να περάσουν τα μέτρα τους κάτω από τον πήχη των προσδοκιών των αγορών και, αντί να συμβάλλουν στη σταθεροποίηση της κατάστασης, να τροφοδοτήσουν περισσότερο την ανησυχία. Το απόγευμα θα γνωρίζουμε αν η Κριστίν Λαγκάρντ μπορεί να πετύχει το στόχο της, όπως ακριβώς τα είχε καταφέρει και ο (Σούπερ) Μάριο Ντράγκι.