Την ώρα που η κυβέρνηση, δια του αρμόδιου υπουργού, Γιάννη Βρούτση, παρουσιάζει με πανηγυρικό τόνο το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο, ως μια μόνιμη λύση που διασφαλίζει τη βιωσιμότητα του συστήματος ως το 2070, αποκαθιστά αδικίες και βελτιώνει τις παροχές σε χιλιάδες συνταξιούχους, κορυφαίοι ειδικοί στα θέματα της κοινωνικής ασφάλισης επικρίνουν έντονα τις νέες ρυθμίσεις, μιλώντας ακόμη και για μεγάλη «χαμένη ευκαιρία» για πραγματική μεταρρύθμιση.
Βέβαιο είναι ότι ούτε με το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο αντιμετωπίζεται το μείζον πρόβλημα της επιβάρυνσης της οικονομίας από δυσβάστακτη συνταξιοδοτική δαπάνη, που είναι η υψηλότερη στην Ευρώπη, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat (βλ. γράφημα), φθάνοντας το 17,5% του ΑΕΠ, έναντι μέσου όρου 12,5% στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Δαπάνες συντάξεων (ποσοστό % του ΑΕΠ)
«Η βιωσιμότητα είναι προϊόν υπερφορολόγησης»
Ο οικονομολόγος, αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Πλάτων Τήνιος (σε άρθρο του στην «Καθημερινή») αμφισβητεί ότι το σύστημα έγινε, στην πραγματικότητα, βιώσιμο ως το 2070, όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση, επικαλούμενη και τη σχετική αναλογιστική μελέτη, ενώ υπογραμμίζει ότι αυτό που εμφανίζεται ως «βιωσιμότητα» στην πραγματικότητα αποτελεί προϊόν υπερβολικής φορολόγησης της ιδιωτικής οικονομίας.
«Στη Γαλλία», γράφει ο Πλάτων Τήνιος, «η κυβέρνηση επιμένει σε επώδυνες αλλαγές, λέγοντας ότι δεν μπορούν οι συντάξεις να απορροφούν σήμερα 16% του ΑΕΠ και μάλιστα ενόψει της μακροβιότητας. Επιδεικνύει έναν πίνακα του ΟΟΣΑ, με την Ελλάδα στο υψηλότερο ποσοστό συντάξεων στην Ε.Ε. (18%)».
Και προσθέτει ο καθηγητής ότι:
- Η κυβέρνηση δεν δίνει στοιχεία για το ποσοστό συντάξεων στο ΑΕΠ. Δίνει όμως μια αναλογιστική μελέτη, που επιβεβαιώνει τη μελέτη του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή ότι το σύστημα είναι «βιώσιμο». Εκεί βασίζει τη χαλάρωση περιορισμών και την αύξηση των συντάξεων.
- Στο σημείο αυτό μπορούν να γίνουν τέσσερις ενστάσεις: Πρώτον, το ότι κάτι είναι βιώσιμο δεν σημαίνει ότι είναι και επιθυμητό. Η «βιωσιμότητα» –όταν επιδεινώνονται τα δημογραφικά στοιχεία– προκύπτει επειδή τα έσοδα κατά κεφαλήν αυξάνονται πολύ ταχύτερα. Δηλαδή οφείλεται σε αυτό που συνήθως κατακρίνουμε ως «υπερφορολόγηση». Πιο ουσιαστικά, η οικονομία θεωρείται ανεπηρέαστη από ασφαλιστικές παρενέργειες.
- Δεύτερον, η βιωσιμότητα αντανακλά ευνοϊκές συγκυρίες. Η Ελλάδα ανακάμπτει από βαθύτατη ύφεση· οι σημερινοί ρυθμοί ανάπτυξης δύσκολα θα διατηρηθούν. Ακόμη και αυτή η αναιμική ανάπτυξη παραμένει ευάλωτη.
- Τρίτον, η βιωσιμότητα είναι αποτέλεσμα της ενεργοποίησης «εργασιακών αποθεμάτων». Η μελέτη προβλέπει ότι θα δουλεύουν πολύ περισσότερο τρεις κατηγορίες: Μητέρες, νέοι και μεγαλύτεροι εργαζόμενοι. Και στις τρεις περιπτώσεις αυτό επιτυγχάνεται ως διά μαγείας –οι Ελληνίδες θα δουλεύουν όσο οι Δανές χωρίς δανικές υποδομές.
- Τέταρτον, η έξαρση των δημογραφικών αναμένεται μεταξύ 2030 και 2040· μετά το 2050 υπάρχει βελτίωση. Δημοσιονομικά η «βιωσιμότητα ως το 2070» ενδιαφέρει λιγότερο από τη ροή των επιβαρύνσεων γύρω στο 2035 – που ατυχώς συμπίπτει με διόγκωση των αναγκών εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους.
«Αντί διόρθωσης λαθών, μεγαλύτερα λάθη»
Ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Μιλτιάδης Νεκτάριος, σε άρθρο του (στο «Πρώτο Θέμα») για το νέο ασφαλιστικό τονίζει ότι η «νέα ασφαλιστική παρέμβαση αποτελεί μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία για τη χώρα. Πρέπει να περιμένουμε πάλι την επόμενη κυβέρνηση ή την επόμενη κρίση».
Όπως εξηγεί,
- «Η σημερινή κυβέρνηση προτείνει μια σειρά ρυθμίσεων που στόχο έχουν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των πρόσφατων αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας και θα οδηγήσουν σε ήσσονος σημασίας αυξήσεις των συντάξεων για ορισμένες ομάδες συνταξιούχων.
- Ταυτόχρονα, μεταβάλλει το καθεστώς των ασφαλιστέων αποδοχών των ελευθέρων επαγγελματιών και των αγροτών, και αντί για το ετήσιο καθαρό εισόδημα των εν λόγω ασφαλισμένων δημιουργεί τεχνητές κλίμακες ασφαλιστικών εισφορών που μπορούν να επιλέξουν ελεύθερα οι ίδιοι. Με τις πρωτοφανείς αυτές ρυθμίσεις η Πολιτεία αναγνωρίζει και επίσημα την εισφοροδιαφυγή και τη φοροαποφυγή και βιάζεται να ακυρώσει τον εξορθολογισμό που έχει ήδη επιτευχθεί.
- Αντί της διόρθωσης των λαθών της προηγούμενης κυβέρνησης, διαπράττονται μεγαλύτερα λάθη, όπως η ανακοίνωση ότι δεν θα επιδιωχθεί πλέον η είσπραξη των ασφαλιστικών εισφορών από τις οικονομικές υπηρεσίες του κράτους (προφανώς θα «ενισχυθεί» η αστεία υφιστάμενη διαδικασία των επιτόπιων ελέγχων των εργοδοτών). Επίσης, δεν μειώνονται οι ασφαλιστικές εισφορές για συντάξεις, αλλά οι ασφαλιστικές εισφορές για την ανεργία.
- Τέλος, δεν γίνεται καμία αναφορά στη δημιουργία συμπληρωματικού κεφαλαιοποιητικού συστήματος».
Ευνοείται η αυτοαπασχόληση αντί της μισθωτής εργασίας
Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή άσκησε επίσης κριτική στο νέο σύστημα υπολογισμού των εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών, σημειώνοντας ότι δίνει κίνητρα για αύξηση της αυτοαπασχόλησης, αντί να ενισχύει τη μισθωτή εργασία:
- «Η πιο σημαντική αλλαγή που εισάγει το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο», τονίζεται στην έκθεση του Γραφείου για το δ’ τρίμηνο 2019, «είναι η αποσύνδεση των εισφορών από το εισόδημα για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αγρότες, με τη θέσπιση έξι κατηγοριών εισφορών από τις οποίες μπορεί να επιλέξει ελεύθερα ο ασφαλισμένος.
- Πρόκειται ουσιαστικά για επαναφορά του καθεστώτος που τροποποίησε η ασφαλιστική μεταρρύθμιση του νόμου 4387/2016, στα πλαίσια εξορθολογισμού του συστήματος και ίσης μεταχείρισης των ασφαλισμένων, αυτοαπασχολούμενων ή μισθωτών.
- Η ακύρωση αυτής της μεταρρύθμισης επανεισάγει την ευνοϊκότερη μεταχείριση των ελεύθερων επαγγελματιών σε σχέση με τους υπόλοιπους εργαζόμενους, μια από τις βασικές αιτίες των ιδιαίτερα υψηλών ποσοστών αυτοαπασχόλησης (χωρίς προσωπικό) που καταγράφει διαχρονικά η χώρα μας (22% έναντι 9% στην Ευρωζώνη) με αρνητικές επιπτώσεις στη συνολική παραγωγικότητα και στα δημόσια έσοδα».