Η Ελλάδα είναι εδώ και χρόνια αντιμέτωπη με ένα ένα από τα μεγαλύτερα ασφαλιστικά κενά στην Ευρώπη, το οποίο αγγίζει και το φάσμα της σύνταξης.
Στην εποχή της δημογραφικής κρίσης που διανύει η χώρα, το το συνταξιοδοτικό κενό αναδεικνύεται ως μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι πολίτες, με πολλούς να ψάχνουν τη λύση στην ιδιωτική ασφάλιση.
Με το ελληνικό σύστημα να βασίζεται κυρίως στον πρώτο πυλώνα, δηλαδή στο δημόσιο συνταξιοδοτικό σύστημα, η επάρκεια του εισοδήματος κατά τη συνταξιοδότηση αποτελεί ένα κρίσιμο στοίχημα για τα επόμενα χρόνια.
Υπάρχει όμως και μια τρίτη λύση, τα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης, τα οποία λειτουργούν συμπληρωματικά στην κοινωνική ασφάλιση, ως ένα αποταμιευτικό – επενδυτικό όχημα για τον σύγχρονο εργαζόμενο.
Τα εν λόγω ταμεία εξασφαλίζουν στους εργαζόμενους τη δυνατότητα να διατηρήσουν το επίπεδο ζωής τους μετά τη συνταξιοδότηση, καθώς τους επιτρέπουν να δημιουργήσουν έναν ασφαλιστικό «κουμπαρά», ο οποίος δεν χάνεται αν ο εργαζόμενος αλλάξει εταιρεία ή σταματήσει να δουλεύει.
Παράλληλα, οι εισφορές εκπίπτουν του φορολογητέου εισοδήματος, προσφέροντας φορολογικό κίνητρο τόσο για τους εργαζόμενους όσος και τις επιχειρήσεις.
Ο θεσμός αξιοποιείται ήδη από μεγάλες εταιρείες, κλάδους ή επαγγελματικούς φορείς, όπως υπουργεία, το Οικονομικό Επιμελητήριο ή ο Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών, όμως η μεγάλη αλλαγή στον τρόπο που ασφαλιζόμαστε και λαμβάνουμε τη σύνταξή μας θα έρθει όταν θεσμοθετηθούν τα πολυεργοδοτικά Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης.
Όπως εξηγεί στο Business Daily ο Χρήστος Νούνης, πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΕΛ.Ε.Τ.Ε.Α.) και πρόεδρος του ΤΕΑ-ΥΠΟΙΚ, τα πολυεργοδοτικά ΤΕΑ θα επιτρέψουν ακόμη και σε μικρές εταιρείες και στους εργαζόμενούς τους να επωφεληθούν από τον θεσμό, με το να ενταχθούν στα υφιστάμενα ΤΕΑ μεγάλων εταιρειών.
Πώς τα ΤΕΑ απαντούν στο συνταξιοδοτικό κενό
Όπως τόνισε ο κ. Νούνης, τα ΤΕΑ αφορούν ουσιαστικά σε έναν μηχανισμό αποταμίευσης και επένδυσης που συμπληρώνει το εισόδημα της κύριας σύνταξης από το κράτος και λειτουργεί πολύ πιο αποδοτικά από την απλή αποταμίευση.
Σε ατομικό επίπεδο, τα χρήματα που μαζεύει κάποιος συνήθως αυξάνονται με αργούς ρυθμούς, αφολυ «κάθονται» σε έναν λογαριασμό. Αντιθέτως, τα επαγγελματικά ταμεία επενδύουν συστηματικά τα χρήματα με διαφοροποίηση και αμυντικό προσανατολισμό, παράγοντας υπεραξία.
Τα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης λειτουργούν με επαγγελματική διαχείριση επενδύσεων και αυστηρή επίβλεψη: Κάθε ταμείο διαθέτει Επενδυτική Επιτροπή, τα δύο τρίτα της οποίας πρέπει να είναι πιστοποιημένα μέλη από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. «Η διαδικασία εποπτεύεται στενά και η επιτροπή ελέγχει αν όλα βαίνουν ορθώς, κάτι που εξασφαλίζει διαφάνεια και τήρηση της επενδυτικής πολιτικής», εξήγησε ο κ. Νούνης.
Σήμερα, το 95% των συντάξεων χορηγείται από το κράτος και μόλις το 4% προέρχεται από ιδιωτικές ασφαλιστικές και το 1% από ταμεία. Σύμφωνα με τον ίδιο, τα ποσοστά αυτά είναι πολύ δυσανάλογα και οδηγούν σε έναν υπερτροφικό πρώτο πυλώνα κοινωνικής ασφάλισης και ένα μη βιώσιμο συνταξιοδοτικό μοντέλο εν γένει.
Ο κ. Νούνης τονίζει πως κάποτε οι εργαζόμενοι είχαν ποσοστό αναπλήρωσης κοντά στο 100%, σήμερα όμως το ποσοστό αυτό έχει πέσει στο 54% και μέχρι το 2050 προβλέπεται να μειωθεί ακόμη περισσότερο, στο 42%.
«Game changer» για την ασφάλιση και τις ΜμΕ τα πολυεργοδοτικά ταμεία
Όπως προαναφέρθηκε, τα πολυεργοδοτικά ταμεία θα επιτρέψουν και σε επιχειρήσεις με λιγότερους από 100 εργαζόμενους να συμμετάσχουν, είτε δημιουργώντας ένα συλλογικό ταμείο με άλλες επιχειρήσεις, είτε με το να εισαχθούν σε ένα υφιστάμενο ταμείο μεγαλύτερης εταιρείας.
«Με τα πολυεργοδοτικά, μια μικρή επιχείρηση με 20 εργαζομένους θα μπορεί να “στεγαστεί” στο ταμείο μιας μεγαλύτερης, κάτι που ωφελεί όλα τα μέρη, πετυχαίνοντας οικονομίες κλίμακας και καλύτερο έλεγχο κόστους» εξηγεί.
Επιπλέον, ακριβώς επειδή οι εισφορές στο ΤΕΑ είναι αφορολόγητες, οι επιχειρήσεις πληρώνουν λιγότερα για την ασφάλεια των εργαζομένων τους, χωρίς όμως να τους στερούν κάτι. Αντιθέτως, τα χρήματα αυτά ακολουθούν πάντα τον εργαζόμενο, αφού ακόμη και αν ένας εργοδότης πάψει να υπάρχει και το ταμείο διαλυθεί, ο ασφαλισμένος συνεχίζει μόνος του ή γίνεται εκκαθάριση και παίρνει ακέραια τα χρήματα που βρίσκονται στον ατομικό του λογαριασμό.
Το συνταξιοδοτικό κενό της Ελλάδας
Αυτήν τη στιγμή υπάρχουν 2,51 εκατομμύρια συνταξιούχοι στη χώρα, περίπου 20.000 περισσότεροι από ό,τι πέρυσι, την ίδια στιγμή που το εργατικό δυναμικό σε καμία περίπτωση δεν αυξάνεται με αντίστοιχους ρυθμούς.
Οι μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν μετά την κρίση χρέους έχουν θέσει το ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα σε σταθερή βάση, αλλά το αδύναμο σημείο παραμένει η δημογραφική προοπτική. Σύμφωνα με την τρίτη έκδοση της έκθεσης «Global Pension Report» της Allianz, η βιωσιμότητα του ελληνικού συστήματος βαθμολογείται με 2,9/3,5.
Ωστόσο, ο δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων αναμένεται να αυξηθεί από 38% σε 65% μέσα στα επόμενα 25 χρόνια, κατατάσσοντας την Ελλάδα στις χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά εξάρτησης στην περιοχή. Ενδεικτικά, στην Ιαπωνία, η οποία αντιμετωπίζει επίσης το πρόβλημα γήρανσης του πληθυσμού, το 35% των ανδρών άνω των 65 ετών συνεχίζουν να εργάζονται, ποσοστό που στην Ελλάδα αγγίζει μόλις το 7%.
Πέρα από το ότι οι Έλληνες δεν επενδύουν σε ιδιωτική ασφάλιση και ιδίως σε ιδιωτικά συνταξιοδοτικά προγράμματα, η αποταμιευτική τους δυνατότητα είναι επίσης πολύ χαμηλή, αφού τα ελληνικά νοικοκυριά καταγράφουν αρνητικά ποσοστά αποταμίευσης και ουσιαστικά ξοδεύουν περισσότερα από αυτά που κερδίζουν.
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, κατά το πρώτο τρίμηνο του 2025 το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών στην Ελλάδα μειώθηκε κατά -3,6%, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη μείωση στην ΕΕ.
Σε ετήσιο επίπεδο, το 2024 η Ελλάδα επίσης βρισκόταν στη δυσμενέστερη θέση με αρνητικό ποσοστό αποταμίευσης, γεγονός που επιβεβαιώνουν και τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με τα οποία η αρνητική αποταμίευση των νοικοκυριών διευρύνθηκε περαιτέρω το προηγούμενο έτος, φτάνοντας το -1,9% του ΑΕΠ από -0,9% το 2023.
Το συνταξιοδοτικό κενό γίνεται ακόμη πιο σαφές μέσα από τα στοιχεία που μοιράστηκε η Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος (ΕΑΕΕ) με το BD, σύμφωνα με τα οποία ένας 65χρονος Δανός βγαίνοντας στη σύνταξη έχει αποταμιεύσεις που αντιστοιχούν σε 28 μήνες, ο μέσος πολίτης του ΟΟΣΑ έχει αποταμιεύσεις 8 μηνών, ενώ ο Έλληνας, ο οποίος βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στο κράτος για τη σύνταξή του, έχει αποταμιεύσεις μόλις 5 ημερών.