Την ζωτική σημασία των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης ως αποταμιευτικών – επενδυτικών οχημάτων για τον σύγχρονο εργαζόμενο και τον συμπληρωματικό τους ρόλο στην κοινωνική ασφάλιση επισημαίνει σε συνέντευξή του στο Business Daily ο πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΕΛ.Ε.Τ.Ε.Α.) και πρόεδρος του ΤΕΑ-ΥΠΟΙΚ, Χρήστος Νούνης.
Ο κ. Νούνης υπογραμμίζει τις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει το ασφαλιστικό σύστημα και κατ’ επέκταση οι εργαζόμενοι που με τα χαμηλά ποσοστά αναπλήρωσης και την δημογραφική πίεση κινδυνεύουν να βρεθούν με πολύ χαμηλές συντάξεις. Πρέπει να ξεχάσουμε τον μύθο ότι το κράτος εξασφαλίζει τη σύνταξη, τονίζει.
Όπως αναφέρει τα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης αποτελούν πολύτιμο εργαλείουγια την δημιουργία ενός αποταμιευτικού κουμπαρά που ο εργαζόμενος θα έχει πάντα μαζί του: ακόμα και αν αλλάξει εταιρεία, ακόμα και αν σταματήσει να δουλεύει, ακόμα και αν ο εργοδότης του σταματήσει να λειτουργεί ότι εισφορά έχει συγκεντρωθεί θα είναι πάντα στον ατομικό λογαριασμό του εργαζόμενου.
Επιπλέον η αποταμίευση μέσω των ΤΕΑ συνοδεύεται από φορολογικό κίνητρο τόσο για τους εργαζόμενους όσος και τις επιχειρήσεις καθώς οι εισφορές εκπίπτουν του φορολογητέου εισοδήματος.
Μέχρι τώρα μεγάλες εταιρείες αξιοποιούν το θεσμό ωστόσο το game changer για το θεσμό θα είναι τα πολυεργοδοτικά ΤΕΑ που είναι προ των πυλών. Με αυτά και μικρές εταιρίες θα μπορούν να εντάσσονται στα ΤΕΑ μεγάλων εταιριών προσφέροντας στους εργαζομένους τους τα μεγάλα πλεονεκτήματα του θεσμού.

Ο κ. Χρήστος Νούνης, Πρόεδρος, Ελληνική Ένωση Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΕΛ.Ε.Τ.Ε.Α.) και Πρόεδρος, του ΤΕΑ-ΥΠΟΙΚ.
Ο ρόλος των επαγγελματικών ταμείων: διασφάλιση συνταξιοδοτικής επάρκειας
Ο βασικός σκοπός των επαγγελματικών ταμείων, όπως επισημαίνει ο κ. Νούνης, είναι να εξασφαλίσουν στους εργαζόμενους τη δυνατότητα να διατηρήσουν το επίπεδο ζωής τους μετά τη συνταξιοδότηση.
«Καθ’ όλη τη διάρκεια του εργασιακού βίου, τα ταμεία λαμβάνουν εισφορές από εργαζόμενους και εργοδότες στον ατομικό λογαριασμό κάθε ασφαλισμένου, με στόχο όταν αυτός αποχωρήσει από την εργασία να μπορεί να διατηρήσει το εισόδημά του και το επίπεδο διαβίωσης που είχε ως εργαζόμενος», εξηγεί.
Πρόκειται ουσιαστικά για έναν μηχανισμό αποταμίευσης και επένδυσης που συμπληρώνει το εισόδημα της κύριας σύνταξης από το κράτος. «Ο στόχος είναι η συνταξιοδοτική επάρκεια, να έχουμε ένα συμπληρωματικό εισόδημα πέρα από τον πρώτο πυλώνα της κοινωνικής ασφάλισης», σημειώνει ο πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης.
Γιατί όχι απλή αποταμίευση;
Ένα συχνό ερώτημα αφορά τη διαφορά ανάμεσα στην απλή αποταμίευση και τη συμμετοχή σε ένα επαγγελματικό ταμείο. Ο κ. Νούνης είναι σαφής: «Είναι δύσκολο σε ατομικό επίπεδο να δεσμευτούμε να βάζουμε συστηματικά, κάθε μήνα, χρήματα στην άκρη. Ακόμη κι αν το κάνουμε, τα κεφάλαια αυτά συνήθως μένουν ανεκμετάλλευτα».
Αντίθετα, τα επαγγελματικά ταμεία λειτουργούν με επαγγελματική διαχείριση επενδύσεων. Τα κεφάλαια επενδύονται διεθνώς από πιστοποιημένους διαχειριστές που εποπτεύονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
«Το πλεονέκτημα είναι ότι τα χρήματα δεν “κάθονται” σε έναν λογαριασμό, αλλά επενδύονται συστηματικά, με διαφοροποίηση και αμυντικό προσανατολισμό. Έτσι παράγουν υπεραξίες στο χρόνο», εξηγεί.
Επενδύσεις με διεθνή προσανατολισμό
Τα επαγγελματικά ταμεία δεν επενδύουν μόνο στην ελληνική αγορά. «Οι επενδύσεις γίνονται σε παγκόσμιο επίπεδο — Ευρώπη, Αμερική και άλλες αγορές — ώστε να μειώνεται ο κίνδυνος και να ενισχύονται οι αποδόσεις», σημειώνει.
Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτός ο διεθνής χαρακτήρας συμβάλλει στην επίτευξη σταθερών αποδόσεων μακροπρόθεσμα, ανεξάρτητα από τις διακυμάνσεις της εγχώριας οικονομίας.
Αυστηρό εποπτικό πλαίσιο και επαγγελματισμός
Η διαχείριση των κεφαλαίων των ταμείων δεν αφήνεται στην τύχη. «Υπάρχει ένα πολύ αυστηρό νομικό πλαίσιο που ορίζει σε τι βαθμό και ποσοστό μπορεί να επενδύει ένα ταμείο, πόσα σε μετοχές, πόσα σε ομόλογα, και σε ποιον εκδότη», εξηγεί.
Κάθε ταμείο διαθέτει Επενδυτική Επιτροπή, τα δύο τρίτα της οποίας πρέπει να είναι πιστοποιημένα μέλη από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. «Η διαδικασία εποπτεύεται στενά από την αρχή ως το τέλος, κάτι που εξασφαλίζει διαφάνεια και τήρηση της επενδυτικής πολιτικής», προσθέτει.
Ο στόχος των ταμείων είναι σταθερή και βιώσιμη απόδοση. «Αν ένα ταμείο επιτυγχάνει απόδοση της τάξης του 3%-4% ετησίως, τότε μέσα σε 16 χρόνια το κεφάλαιο ουσιαστικά διπλασιάζεται», επισημαίνει χαρακτηριστικά.
Οι αποδόσεις στην Ελλάδα και η ευρωπαϊκή εμπειρία
Παρά τις δυσκολίες της τελευταίας δεκαετίας, τα ελληνικά επαγγελματικά ταμεία έχουν παρουσιάσει αξιοσημείωτες επιδόσεις.
«Από το 2011 έως το 2024, οι αποδόσεις τους ανέρχονται κατά μέσο όρο στο 4,2% ετησίως, έναντι 3,8% των ευρωπαϊκών ταμείων την περίοδο 2004–2009», υπογραμμίζει.
Το αποτέλεσμα αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία αν ληφθεί υπόψη ότι μεγάλο μέρος της περιόδου αυτής συνέπεσε με την ελληνική οικονομική κρίση. «Η ανάπτυξη του δεύτερου πυλώνα επιταχύνθηκε ουσιαστικά από το 2017 και μετά, όταν δημιουργήθηκε η πλειονότητα των σημερινών ταμείων», αναφέρει.
Προοπτικές: προς μεγαλύτερα, συλλογικά ταμεία
Κοιτώντας προς το μέλλον, ο κ. o κ. Νούνης επισημαίνει την ανάγκη περαιτέρω ανάπτυξης του θεσμού:
«Το επόμενο βήμα είναι να προχωρήσουμε σε πολυεργοδοτικά ταμεία, χωρίς επαγγελματικό δεσμό, όπου πολλοί εργοδότες και εργαζόμενοι θα μπορούν να συμπράττουν. Με αυτόν τον τρόπο θα επιτυγχάνονται οικονομίες κλίμακας και καλύτερη απόδοση των κεφαλαίων».
Η κατεύθυνση αυτή, όπως καταλήγει, θα ενισχύσει τη βιωσιμότητα και την αποτελεσματικότητα του δεύτερου πυλώνα ασφάλισης στην Ελλάδα.
Οι επαγγελματικές συντάξεις δεν αφορούν μόνο τις μεγάλες εταιρείες
Ένα από τα βασικά ερωτήματα γύρω από τα επαγγελματικά ταμεία είναι αν απευθύνονται μόνο σε μεγάλες επιχειρήσεις. Ο κ o κ. Νούνης ξεκαθαρίζει ότι, αν και στην πράξη ο θεσμός ξεκίνησε με τέτοιο προσανατολισμό, οι εξελίξεις των τελευταίων ετών ανοίγουν τον δρόμο και για μικρότερες επιχειρήσεις.
«Από το 2002, όταν θεσμοθετήθηκαν τα επαγγελματικά ταμεία με τον νόμο Ρέππα, έπρεπε ένα ταμείο να έχει κοινό οικονομικό και επαγγελματικό υπόβαθρο, δηλαδή να αφορά έναν κλάδο ή μία εταιρεία με τουλάχιστον 100 εργαζόμενους», εξηγεί. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η συμμετοχή να περιοριστεί κυρίως σε μεγάλες εταιρείες ή επαγγελματικούς φορείς, όπως το Υπουργείο Οικονομικών, το Οικονομικό Επιμελητήριο, οι γεωτεχνικοί και, πιο πρόσφατα, ο Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει, «μόνο το 1,9% των περίπου 300.000 ελληνικών επιχειρήσεων απασχολεί πάνω από 50 εργαζόμενους», κάτι που δείχνει γιατί ο θεσμός άργησε να εξαπλωθεί.
Ωστόσο, η εικόνα αλλάζει. «Με τον νέο νόμο του 2023 θεσμοθετήθηκε η δυνατότητα ίδρυσης πολυεργοδοτικών ταμείων, χωρίς επαγγελματικό δεσμό. Έτσι, διαφορετικές εταιρείες και εργαζόμενοι μπορούν να συμπράττουν σε κοινά ταμεία, πετυχαίνοντας οικονομίες κλίμακας και καλύτερη διαχείριση».
Η ανταπόκριση των μεγάλων επιχειρήσεων
Αν και ο θεσμός έχει πλέον ζωή άνω των 20 ετών, οι μεγάλες επιχειρήσεις ανταποκρίθηκαν σταδιακά. «Το 2018 δημιουργήσαμε την Ελληνική Ένωση Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης με δώδεκα αρχικά ταμεία, με στόχο να διαδοθεί ο θεσμός και η χρησιμότητά του», αναφέρει.
Η προσπάθεια απέδωσε καρπούς: «Μπήκαν στο θεσμό εμβληματικές εταιρείες από τους τραπεζικούς, ασφαλιστικούς και ναυτιλιακούς κλάδους, καθώς και μεγάλες πολυεθνικές». Παρ’ όλα αυτά, όπως αναγνωρίζει, «υπάρχουν ακόμη μεγάλοι κλάδοι, όπως η βιομηχανία και το λιανεμπόριο, που δεν έχουν ενταχθεί δυναμικά, κι αυτό είναι ένα στοίχημα για το μέλλον».
Γιατί καθυστέρησε η ανάπτυξη του θεσμού
Η περιορισμένη εξάπλωση των επαγγελματικών ταμείων στην Ελλάδα δεν οφείλεται μόνο στη δομή των επιχειρήσεων αλλά και σε θεσμικούς και κοινωνικούς λόγους.
«Η Ελλάδα είχε για χρόνια έναν υπερτροφικό πρώτο πυλώνα κοινωνικής ασφάλισης», εξηγεί. «Μέχρι το 2009, το ποσοστό αναπλήρωσης ήταν κοντά στο 100%, σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως σε ΔΕΚΟ και τράπεζες, ξεπερνούσε ακόμη και το 120%. Δηλαδή, ο συνταξιούχος έπαιρνε μεγαλύτερη σύνταξη από τον τελευταίο του μισθό».
Με τέτοιες παροχές, δεν υπήρχε κίνητρο για τους εργαζομένους να συμμετάσχουν σε επαγγελματικά ή ιδιωτικά ταμεία. «Αφού το κράτος παρείχε γενναιόδωρες συντάξεις, δεν υπήρχε λόγος να αναζητήσει κανείς συμπληρωματική αποταμίευση», παραδέχεται.
Η νέα πραγματικότητα: χαμηλότερες συντάξεις και γήρανση πληθυσμού
Τα δεδομένα έχουν πλέον αλλάξει δραματικά. «Σήμερα το ποσοστό αναπλήρωσης έχει πέσει στο 54%», αναφέρει χαρακτηριστικά. Και προσθέτει με έμφαση: «Αλίμονο στις νέες γενιές το 2050 το ποσοστό αναπλήρωσης προβλέπεται να μειωθεί ακόμη περισσότερο, στο 42%».
Η Εθνική Αναλογιστική Αρχή, σημειώνει, δημοσιεύει κάθε χρόνο σχετικές μελέτες που επιβεβαιώνουν αυτή την τάση. «Η γήρανση του πληθυσμού και οι δημοσιονομικοί περιορισμοί πιέζουν το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Είναι προφανές ότι οι συντάξεις δεν επαρκούν, το ένα από τα δύο ευρώ των συντάξεων το καλύπτει το κράτος», υπογραμμίζει.
Η ανάγκη για συμπληρωματική αποταμίευση
Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά. «Η συνταξιοδοτική δαπάνη στην Ελλάδα ανέρχεται στα 32 δισ. ευρώ ετησίως, περίπου το 10% του ΑΕΠ. Από αυτά, τα 9 δισ. προέρχονται απευθείας από το κράτος», εξηγεί.
Η βιωσιμότητα του συστήματος δεν μπορεί να βασίζεται επ’ άπειρον σε δημόσια χρηματοδότηση. «Μια χώρα που πέρασε από πτώχευση και έχει σοβαρούς δημοσιονομικούς περιορισμούς δεν μπορεί να συνεχίσει να καλύπτει τέτοια ποσοστά. Πρέπει να ενισχυθεί ο δεύτερος και ο τρίτος πυλώνας ασφάλισης», υπογραμμίζει.
Πέρα από τον “κουμπαρά”: γιατί αξίζει το επαγγελματικό ταμείο
Η συζήτηση επιστρέφει στον δεύτερο πυλώνα. «Το επαγγελματικό ταμείο είναι ΝΠΙΔ μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Το περίσσευμα επιστρέφει στους ασφαλισμένους», τονίζει. Η περιουσία του ταμείου διαχειρίζεται ξεχωριστά από τα λειτουργικά έξοδα· οι εισφορές και οι υπεραξίες πιστώνονται στον ατομικό λογαριασμό.
Το κρίσιμο πλεονέκτημα έρχεται σε περίπτωση δυσκολιών: «Αν ένα ταμείο σταματήσει να λειτουργεί, ορίζεται εκκαθαριστής και τα χρήματα που βρίσκονται στον ατομικό λογαριασμό αποδίδονται ακέραια στον εργαζόμενο».
«Στον πρώτο πυλώνα ζήσαμε περικοπές χωρίς επαρκή αιτιολόγηση, στον τρίτο πυλώνα είδαμε κλεισίματα ασφαλιστικών. Κι έχουμε και τραύματα από το χρηματιστήριο και το PSI στα ομόλογα».
Φορολογικά κίνητρα και διαφάνεια στην πράξη
Η εμπιστοσύνη, λέει, κερδίζεται με την καθημερινή εμπειρία. «Όσοι μπαίνουν στο ταμείο, το καταλαβαίνουν με το πρώτο εκκαθαριστικό: οι εισφορές εκπίπτουν από το φορολογητέο εισόδημα και υπάρχει τακτική ενημέρωση για το χαρτοφυλάκιο».
«Στο site του ταμείου μπορείς να δεις την “μερίδα” σου, τι έχεις εισφέρει και τι έχει αποδώσει, σαν να βλέπεις τον τραπεζικό σου λογαριασμό, ζωντανά», εξηγεί.
Σοβαρό είναι το φορολογικό όφελος: «Ισχύουν κίνητρα και για τις εταιρείες: οι εργοδοτικές εισφορές εκπίπτουν ως δαπάνη».
Τι γίνεται αν “σβήσει” ο εργοδότης;
Η ανησυχία για την τύχη των κεφαλαίων, αν ένας εργοδότης πάψει να υπάρχει, είναι εύλογη. «Ο εργαζόμενος δεν επηρεάζεται. Αν το ταμείο διαλυθεί, ο ασφαλισμένος συνεχίζει μόνος του, ή γίνεται εκκαθάριση και παίρνει ό,τι έχει στον ατομικό του λογαριασμό. Ο εργοδότης δεν μπορεί να πάρει πίσω εισφορές», διευκρινίζει.
Παράλληλα, περιγράφει αυστηρούς μηχανισμούς συμμόρφωσης: «Το καταστατικό έχει ισχύ νόμου. Ο επόπτης, πλέον η Τράπεζα της Ελλάδος, ελέγχει την τακτική καταβολή εισφορών. Αν ο εργοδότης καθυστερήσει, το ίδιο το ταμείο μπορεί να το καταγγείλει στον επόπτη».
Πόσο “βάζουν” εργαζόμενοι και εργοδότες; Παραδείγματα και όρια
Στα πολυεργοδοτικά ή εταιρικά σχήματα με συμμετοχή εργοδότη, η πρακτική «παίζει» γύρω από αναλογίες 1:2 ή 1:3 (1% ο εργαζόμενος, 2%–3% ο εργοδότης). «Υπάρχουν κλίμακες: αν ο εργαζόμενος ανεβάσει λίγο τη συμμετοχή του, ο εργοδότης μπορεί να πολλαπλασιάζει (x3, x4) τη δική του», αναφέρει.
Στα ταμεία χωρίς εργοδότη, το καταστατικό θέτει εύρος σταθερών ποσών (π.χ. 10–1.000€/μήνα) ή ποσοστιαία όρια βάσει νόμου. «Ο τελευταίος νόμος βάζει “οροφή”: έως 20% του καθαρού εισοδήματος για μισθωτούς. Για ελεύθερους επαγγελματίες, μέχρι 20.000€ τον χρόνο», διευκρινίζει.
«Σήμερα δεν υπάρχει υποχρεωτικό ποσοτικό “πλαφόν” πέρα από τα προβλεπόμενα του καταστατικού και του νόμου για τους μισθωτούς ενώ για τους επαγγελματίες, το όριο είναι ονομαστικό (20.000€/έτος), όχι ποσοστό».
Πολυεργοδοτικά ταμεία: το «κλειδί» για ΜμΕ
Η νέα αρχιτεκτονική υπόσχεται να λύσει τον κατακερματισμό. «Τα πολυεργοδοτικά χωρίς επαγγελματικό δεσμό επιτρέπουν σε μεγάλους φορείς που ήδη έχουν ΤΕΑ να “στεγάσουν” άλλες εταιρείες: από μια εισηγμένη μέχρι μια μικρή με 20 εργαζόμενους», εξηγεί.
«Ο “ομπρέλα” φορέας δίνει τον νομικό μανδύα, ενώ κάθε συμμετέχων μπορεί να έχει ξεχωριστό επενδυτικό προφίλ και διαχειριστή. Έτσι πετυχαίνουμε οικονομίες κλίμακας και καλύτερο έλεγχο κόστους, χωρίς κάθε επιχείρηση να περνάει τη βάσανο ίδρυσης δικού της ταμείου».
Τι λείπει για να ξεκινήσει; Η κανονιστική “λεπτομέρεια”
Η μετάβαση βρίσκεται ένα βήμα πριν την εκκίνηση. «Περιμένουμε σχετική πράξη της Τράπεζας της Ελλάδος που θα εξειδικεύσει τα διαδικαστικά. Μετά, η διαδικασία μπορεί να ξεκινήσει», αναφέρει.
Παρά ταύτα, ο θεσμός παραμένει υπο-ανεπτυγμένος: «Στον ΟΟΣΑ είμαστε τελευταίοι: το ενεργητικό των ΤΕΑ είναι περίπου 1% του ΑΕΠ (ακόμη χαμηλότερα αν εξαιρέσουμε οιονεί-ΤΕΑ των πρώην υποχρεωτικών επικουρικών). Είμαστε ουραγοί».
Μισθολογική πολιτική: παροχή που “γράφει” στον εργαζόμενο
Τα ΤΕΑ μπορούν να λειτουργήσουν ως εργαλείο μισθολογικής πολιτικής. «Ο εργαζόμενος κερδίζει φορολογικά, βλέπει ανά πάσα στιγμή τον ατομικό του λογαριασμό, ξέρει ότι τα χρήματα είναι δικά του και τα παίρνει όταν έρθει η ώρα — ακόμη κι αν το ταμείο κλείσει», σημειώνει ο κ. Νούνης.
Τι γίνεται όταν αλλάζεις δουλειά
«Αν απολυθεί ή αποχωρήσει, παίρνει όλα τα χρήματά του», τονίζει. «Μπορεί να τα μεταφέρει στο νέο ταμείο, να συνεχίσει μόνος του (αν το επιτρέπει το καταστατικό) ή να αποχωρήσει πλήρως».
Πού επενδύουν τα ΤΕΑ σήμερα
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που παραθέτει: «Περίπου 28% των επενδύσεων κατευθύνεται στην εγχώρια αγορά, με ~8% σε μετοχές, καθώς και σε αμοιβαία, έντοκα, εταιρικά και κρατικά ομόλογα. Το υπόλοιπο επενδύεται στο εξωτερικό».
Υπογραμμίζει ότι η τοποθέτηση στην ελληνική κεφαλαιαγορά είναι «πολύ σημαντική», ιδίως σε σύγκριση με τις πολυεθνικές ασφαλιστικές που «δεν κρατούν αντίστοιχα ποσοστά εντός Ελλάδας».
Η ενίσχυση των ΤΕΑ μπορεί να αυξήσει το βάθος του Χρηματιστηρίου Αθηνών: «Καθώς μεγαλώνει το οικοσύστημα, καλές εταιρείες, υποδομές όπως αεροδρόμια ή λιμάνια, βρίσκουν σταθερούς, μακροπρόθεσμους μετόχους».
Θίγει και το ζήτημα των στρατηγικών κλάδων: «Μεγάλο δανέζικο ταμείο άλλαξε καταστατικό ώστε να επενδύει και σε αμυντικές επενδύσεις. Γιατί να μην μπορούν και τα ελληνικά ΤΕΑ να στηρίξουν τέτοιου τύπου έργα, ώστε τα οφέλη να επιστρέφουν και στους Έλληνες εργαζόμενους;»
Αντίο στους ελληνικούς «μύθους»: ούτε κράτος, ούτε μόνο ακίνητα
«Πρέπει να ξεχάσουμε ότι “το κράτος εξασφαλίζει τη σύνταξη”», τονίζει. Και συμπληρώνει για το real estate: «Ο μύθος ότι “μόνο η γη δεν χάνει” φθίνει. Η υπερ-έμφαση σε μετρητά και ακίνητα στραγγαλίζει την παραγωγική επένδυση. Αν θέλουμε χώρα που μεγαλώνει την πίτα, πρέπει μέρος της αποταμίευσης να κατευθύνεται στην κεφαλαιαγορά και την πραγματική οικονομία. Είναι αλυσίδα: επενδύεις τώρα, αυξάνεται παραγωγικότητα, δουλειές, εισόδημα που επιστρέφει στον εργαζόμενο».