Η ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου χαρακτηρίζεται από μεγάλη συγκέντρωση σε λίγες κυρίαρχες εταιρείες: στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει το policy brief που δημοσιεύει το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦΙΜ) σε συνεργασία με το ευρωπαϊκό δίκτυο EPICENTER.
Συγκεκριμένα, στη μελέτη που υπογράφουν η Ηλιάνα Παπαχαραλάμπους (LLM, University College London, Visiting Researcher of the ACG Center of Excellence in Sustainability) και ο Χρήστος Μπέντσος (υποψήφιος διδάκτωρ, Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Τμήμα Ναυτιλιακών Σπουδών, LYMEC IMS) επισημαίνονται μεταξύ άλλων τα εξής:
«Στη λιανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας εντοπίζεται υψηλή συγκέντρωση, με λίγες κυρίαρχες εταιρείες να ελέγχουν σημαντικό μερίδιο της αγοράς. Ένας συμμετέχων αντιστοιχεί σε μερίδιο 55,6%, ενώ 5 από τους 18 συμμετέχοντες έχουν μερίδια άνω του 5%. Το µερίδιο των άλλων συµµετεχόντων είναι αθροιστικά 8,8%.
Στη λιανική αγορά φυσικού αερίου εντοπίζεται επίσης υψηλή συγκέντρωση. Η αγορά περιλαμβάνει 8 συμμετέχοντες - ο κυρίαρχος κατέχει το 34,4%, ενώ ο δεύτερος μεγαλύτερος συμμετέχων κατέχει το 30,4%. Υπάρχουν επίσης 4 συμμετέχοντες με ποσοστό μικρότερο του 5%.
Το φυσικό αέριο και οι ΑΠΕ κυριαρχούν στην παραγωγή ενέργειας, παρά το γεγονός ότι το μερίδιο του λιγνίτη αυξήθηκε το 2022 αποτυπώνοντας τις προσπάθειες βραχυπρόθεσμης αντικατάστασης του ρωσικού φυσικού αερίου μετά την εισβολή στην Ουκρανία.
Το 2022, η συμμετοχή του φυσικού αερίου στην παραγωγή ενέργειας μειώθηκε στο 33,5% από 40%, ενώ οι ΑΠΕ έφτασαν το 35%. Οι εισαγωγές το 2023 προσεγγίζουν το 20% αποτυπώνοντας τις ροές από φθηνότερες αγορές προς την ελληνική.
Σύμφωνα με τον Οργανισμό Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το διασυνοριακό εμπόριο και τα μέτρα ολοκλήρωσης της αγοράς έχουν ωφελήσει τους καταναλωτές κατά περίπου 34 ευρώ ετησίως».
Εν κατακλείδι, για την αντιμετώπιση του προβλήματος, στη μελέτη «διατυπώνονται συγκεκριμένες μεταρρυθμιστικές προτάσεις πολιτικής που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων παρεμβάσεις για τη βελτίωση της πρόσβασης των μικρότερων συμμετεχόντων στην αγορά, την αντιμετώπιση των βαθύτερων αιτιών της τρέχουσας κρίσης, όπως με την επιτάχυνση της μείωσης της ζήτησης φυσικού αερίου, την αξιοποίηση μηχανισμών που καθιστούν λιγότερο ευάλωτες τις τιμές του φυσικού αερίου και διασφαλίζουν τον εφοδιασμό ώστε να αντισταθμίσουν τη μείωση του ρωσικού φυσικού αερίου και την περαιτέρω προώθηση υποδομών για την αποθήκευση φυσικού αερίου».