Στην εξέλιξη του προγράμματος διάθεσης των self tests αναφέρθηκε κατά την ενημέρωση για την πορεία της πανδημίας ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας, Βασίλης Κοντοζαμάνης. Ειδικότερα από την Δευτέρα 26 Απριλίου, η υποχρέωση διαγνωστικού ελέγχου σε εβδομαδιαία βάση απευθύνεται σε όλους τους εργαζόμενους των δημοσίων υπηρεσιών, οι οποίοι παρέχουν εργασία με φυσική παρουσία εντός ή εκτός των εγκαταστάσεων της υπηρεσίας τους.
Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται και οι κληρικοί, ιεροψάλτες και προσωπικό των ναών. Ειδικά για την εβδομάδα 26 Απριλίου έως 5 Μαίου, θα διατεθούν σε συγκεκριμένες κατηγορίες 2 self test. Στην εκπαιδευτική κοινότητα η διάθεση των self test θα ξεκινήσει ξανά την Πέμπτη του Πάσχα. Σημείωσε ότι η μεταβατική χρονική περίοδος υποχρεωτικής εφαρμογής του μέτρου αυτοδιαγνωστικού ελέγχου στους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα παρατείνεται μέχρι 2 Μαίου.
Όπως είπε ο κ. Κοντοζαμάνης, απο τις 10 Μαϊου, σταδιακά θα αυξάνεται το προσωπικό του δημοσίου, που θα παρέχει εργασία με φυσική παρουσία, ενώ οι υπάλληλοι που ανήκουν στις ομάδες αυξημένου κινδύνου θα συνεχίζουν να εργάζονται με τηλεργασία ή να απουσιάζουν με ειδική άδεια εργασίας. Η εξυπηρέτηση του κοινού συνεχίζει να γίνεται κατόπιν προγραμματισμένου ραντεβού.
Ο κ. Κοντζαμάνης εξήγησε ότι το ECDC εξέδωσε τεχνική αναφορά, όπου οι χώρες μέλη της ΕΕ μπορούν να διακριθούν σε διαφορετικά σενάρια χρήσης των self tests με αντίστοιχες συνέπειες όσον αφορά τόσο στην επιτήρηση όσο και στις παρεμβάσεις αντιμετώπισης της πανδημίας. Τα κριτήρια αφορούν, το κατά πόσον τα αποτελέσματα των self tests δηλώνονται στο σύνολό τους στις αρμόδιες αρχές υγείας της χώρας, το κατά πόσον ο αριθμός των διενεργηθέντων ελέγχων είναι γνωστός ώστε να είναι δυνατός ο υπολογισμός της πραγματικής θετικότητας και τέλος το κατά πόσον τα άτομα με θετικό αποτέλεσμα, προτρέπονται από την Πολιτεία να προσέρχονται για επιβαιβέωση με τη χρήση κάποιας εργαστηριακής μεθόδου.
Η χώρα μας, όπως είπε ο κ. Κοντοζαμάνης, πληροί και τα τρία αυτά κριτήρια και κατατάσσεται στο σενάριο ένα και το ECDC θεωρεί εφικτό τον υπολογισμό δεικτών τόσο για τη συχνότητα εμφάνισης κρουσμάτων όσο και για τη συχνότητα διενέργειας ελέγχων και για το ποσοστό θετικότητας. Επισημαίνει ωστόσο ότι πιθανή υποδήλωση των αποτελεσμάτων των self tests θα μπορούσε να επηρεάσει το ποσοστό θετικότητας και συστήνει στις χώρες την παρακολούθηση των self tests που διανέμονται.
Σε σχετική ερώτηση του ΕΟΔΥ για τη δήλωση του αριθμού των tests που διενεργούνται σε εβδομαδιαία βάση το ECDC προέτρεψε να δηλώνεται ο αριθμός των tests που εισάγονται στην εφαρμογή του self testing, εφόσον θεωρείται ότι εκφράζει τον πραγματικό αριθμό των διενεργηθέντων test και εφόσον έχουμε την δυνατότητα να γνωρίζουμε τον αριθμό των επιβεβαιώσεων ώστε να μην διπλομετρώνται οι έλεγχοι.
Είπε ότι ο αριθμός των ελέγχων που δηλώνονται στην πλατφόρμα υπολείπεται κατά τον αριθμό των χειρόγραφων δηλώσεων οπότε η δήλωση των test στο ECDC θα οδηγούσε σε υπερεκτίμηση της θετικότητας και όχι υποεκτίμηση της. Για τους παραπάνω λόγους δηλώθηκαν τα self tests που έχουν διενεργηθεί, έτσι ώστε να επιτευχθεί η ορθότερη αποτύπωση του ποσοστού θετικότητας. Επανέλαβε ότι τα self tests είναι ένα εργαλείο που έρχεται να συμπληρώσει τα εργαλεία που ήδη χρησιμοποιούνται.