Αν η απόσυρση του Oruc Reis στο λιμάνι της Αττάλειας ήταν μια μεγάλη υποχώρηση του Ταγίπ Ερντογάν, για να αποφύγει η Τουρκία της ευρωπαϊκές κυρώσεις, χθες ο Τούρκος πρόεδρος έκανε άλλη μία μεγάλη υποχώρηση: ξέχασε τις ανορθόδοξες οικονομικές θεωρίες του και επέτρεψε στην κεντρική τράπεζα της χώρας να αυξήσει αιφνιδιαστικά κατά δύο μονάδες το βασικό της επιτόκιο.
Ο Ερντογάν πρεσβεύει με επιμονή μια εντελώς ανορθόδοξη οικονομική/νομισματική θεωρία που βρίσκεται πιο κοντά σε ισλαμικές δοξασίες παρά στη σύγχρονη οικονομική επιστήμη, η οποία έχει αποδείξει προ πολλού ότι με την αύξηση των επιτοκίων μειώνεται ο πληθωρισμός. Αντίθετα, ο Τούρκος πρόεδρος ισχυρίζεται ότι η αύξηση των επιτοκίων αυξάνει τον πληθωρισμό, επειδή οι επιχειρήσεις μεταφέρουν στις τιμές το αυξημένο κόστος δανεισμού τους.
Το παραληρηματικό οικοδόμημα της οικονομικής σκέψης του Ερντογάν συμπληρώνεται με θεωρίες συνωμοσίας, σύμφωνα με τις οποίες την αύξηση των επιτοκίων επιδιώκουν με σκοτεινές μεθοδεύσεις οι εχθροί του μεγαλείου της Τουρκίας για να «πνίξουν» την οικονομική της ανάπτυξη και να σταματήσουν την ανάδυσή της ως παγκόσμιας δύναμης.
Σαν να έχουν περάσει δεκαετίες από τότε (5 Ιουλίου 2019) που ο Ερντογάν καρατομούσε το διοικητή της κεντρικής τράπεζας, επειδή προσανατολιζόταν σε αύξηση επιτοκίων για να προστατεύσει τη λίρα και να συγκρατήσει τον πληθωρισμό, σαν μην έγιναν ποτέ οι κατηγορηματικές του δηλώσεις περί μη αύξησης των επιτοκίων, στις αρχές αυτού του καλοκαιριού, ο Τούρκος πρόεδρος υποχρεώθηκε να συμβιβασθεί με το αναπόφευκτο της αύξησης των επιτοκίων από το 8,25% στο 10,25%. Και να «καταπιεί» τις δοξασίες του, για να υπηρετήσει μια πιο ρεαλιστική πολιτική: με τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας να έχουν εξαντληθεί, δεν υπήρχε άλλη επιλογή, πέραν της αύξησης των επιτοκίων, για να σταματήσει η «αιμορραγία» της λίρας και να αποφευχθεί, τουλάχιστον προσωρινά, μια συναλλαγματική κρίση -οι ξένοι αναλυτές – «εχθροί της Τουρκίας» επιμένουν ότι ακόμη και αυτή η αύξηση δεν αλλάζει το παιχνίδι, αφού το βασικό επιτόκιο εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλότερο από τον πληθωρισμό.
Βέβαια, το γεγονός ότι ο Ερντογάν προσγειώνεται ανώμαλα σε μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση της οικονομικής και νομισματικής πολιτικής δεν σημαίνει ότι η νέα κατεύθυνση που παίρνει η κεντρική τράπεζα δεν κρύβει υψηλά κόστη και κινδύνους για τον Τούρκο πρόεδρο. Η τουρκική οικονομία παραμένει βυθισμένη στην ύφεση, που θα βαθύνει ακόμη περισσότερο με την αύξηση του κόστους δανεισμού και το κλείσιμο της στρόφιγγας των δανείων από τις τράπεζες, ενώ ταυτόχρονα ο πληθωρισμός παραμένει πολύ υψηλός, «στραγγίζοντας» το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών. Πολλές επιχειρήσεις και νοικοκυριά θα δυσκολευθούν να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους, βλέποντας να διαψεύδεται η δέσμευση του Ερντογάν για μόνιμα χαμηλά επιτόκια.
Ο Τούρκος πρόεδρος μαθαίνει με επώδυνο τρόπο το ίδιο μάθημα που έχουν διδαχθεί πολλοί πολιτικοί ανά τον κόσμο, ανάμεσά τους και οι Έλληνες με την κρίση του 2010: όταν ακολουθείς μια μη βιώσιμη οικονομική πολιτική, αργά ή γρήγορα καταλήγεις σε αδιέξοδο. Και ίσως αποδειχθεί ότι είναι πια πολύ αργά για να διορθώσει τα λάθη του, ακόμη και αν έχει αποφασίσει να το κάνει.