«Ο νέος προϋπολογισμός θα πρέπει να είναι αξιόπιστος»: αυτό ήταν το κεντρικό μήνυμα που εξέπεμψε προς την κυβέρνηση, κατά την τελευταία του επίσκεψη στην Αθήνα ο απερχόμενος επίτροπος Οικονομικών, Πιερ Μοσκοβισί. Δεν είναι καθόλου βέβαιο, όμως, ότι οι αποδέκτες έλαβαν το μήνυμα.
Ο πρώτος προϋπολογισμός της νέας κυβέρνησης βασίζεται σε μια αισιόδοξη υπόθεση: ότι, σε συνθήκες παγκόσμιας οικονομικής αβεβαιότητας και επιβράδυνσης της ανάπτυξης στα τρία μεγάλα οικονομικά μπλοκ του πλανήτη, η Ελλάδα θα επιτύχει ένα πρωτοφανές από την έναρξη της κρίσης, τουλάχιστον, αναπτυξιακό άλμα. Ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα εκτιναχθεί από 2% περίπου, το 2019, σε 2,8% το 2020.
Πράγματι, αν αυτό το αναπτυξιακό άλμα γίνει πραγματικότητα, όλα τα «τουβλάκια» της οικονομικής πολιτικής θα πέσουν στις σωστές θέσεις. Φοροελαφρύνσεις και μέτρα τόνωσης της ανάπτυξης θα τεθούν σε πλήρη εφαρμογή, χωρίς να απειληθεί ο στόχος για πλεόνασμα 3,5% στο τέλος του χρόνου, για να πάμε αισίως στη διαπραγμάτευση για μείωση του δημοσιονομικού στόχου της διετίας 2020 - 2021.
Δεν υπάρχει Έλληνας πολίτης που να μην εύχεται να επιβεβαιωθεί το καλό οικονομικό σενάριο της κυβέρνησης. Υπάρχουν, όμως, δύο μεγάλα «αλλά»:
1. Το πρώτο σχετίζεται με το δείκτη αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής. Όταν η Κομισιόν, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και ο ΟΟΣΑ «βλέπουν» την ανάπτυξη του 2018 να ανεβαίνει ως το 2,2%, η φιλόδοξη πρόβλεψη για το 2,8% δεν φαίνεται πειστική. Στις αρχές Νοεμβρίου, η Κομισιόν θα επικαιροποιήσει τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη στην Ελλάδα το 2020. Αν δεν φέρει τον «πήχη» αρκετά υψηλότερα, τουλάχιστον στο 2,5%, θα τεθεί υπό αμφισβήτηση η αξιοπιστία του προϋπολογισμού συνολικότερα. Ανεξάρτητα από την τελική έκβαση αυτής της συζήτησης (το κλίμα στην Ευρώπη δεν φαίνεται να συνάδει αυτό τον καιρό με σκληρές συγκρούσεις για διορθώσεις σε προϋπολογισμούς κρατών της ευρωζώνης, όπως φάνηκε και στην περίπτωση της Ιταλίας), μια αμφισβήτηση της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής θα στείλει τα λάθος μηνύματα στις αγορές και στους ενδιαφερόμενους για επενδύσεις. Ένας λιγότερο φιλόδοξος στόχος για την ανάπτυξη, αντίθετα, παρότι θα προϋπέθετε κάποιες δύσκολες διορθώσεις σε δημοσιονομικό επίπεδο (πχ: μείωση φοροελαφρύνσεων και λοιπών τονωτικών μέτρων), θα διευκόλυνε την αποδοχή της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης από τους διεθνείς οργανισμούς, τις αγορές και την επιχειρηματική κοινότητα.
2. Το δεύτερο μεγάλο «αλλά» αφορά την πιθανή πρακτική επίπτωση των μεγάλων φιλοδοξιών της κυβέρνησης για την ανάπτυξη του 2020. Ας το πούμε απλούστερα: υπάρχει αρκετά μεγάλο περιθώριο πολλά να πάνε στραβά και να μην γίνει πραγματικότητα το προσδοκώμενο αναπτυξιακό άλμα. Εξωτερικοί παράγοντες (εμπορικός πόλεμος, επιβράδυνση, παρενέργειες του Brexit, προβλήματα στον τουρισμό στην μετά Thomas Cook εποχή), αλλά και εσωτερικοί, με κυριότερο ίσως το αν θα καταφέρουν οι τράπεζες να απεγκλωβισθούν από τα «κόκκινα» δάνεια για να χρηματοδοτήσουν και πάλι την οικονομία, μπορεί να επηρεάσουν τις εξελίξεις σε κατεύθυνση αντίθετη από τις κυβερνητικές προβλέψεις και προσδοκίες. Φυσικά, σε ύφεση δεν θα βυθισθεί η οικονομία, αλλά το 2,8% του αναπτυξιακού ρυθμού καθόλου δεν αποκλείεται να πέσει τελικά στο επίπεδο του 2% ή λίγο υψηλότερα. Αν επιβεβαιωθούν κάποια από τα κακά σενάρια, θα πρέπει η κυβέρνηση να προχωρήσει σε δύσκολες, διορθωτικές αλλαγές στη δημοσιονομική πολιτική, που όχι μόνο δεν θα είναι ευχάριστες σε πολιτικό επίπεδο, αλλά θα δημιουργήσουν, με τη σειρά τους, πρόσθετες οικονομικές παρενέργειες.
Το συμπέρασμα είναι ότι η αισιοδοξία για την ανάπτυξη είναι θεμιτή και δεν θα μπορούσε κανείς να περιμένει κάτι πολύ διαφορετικό από μια κυβέρνηση που έχει κάνει έμβλημα της πολιτικής της την επιτάχυνση της ανάπτυξης. Επειδή, όμως, κατ' επανάληψη στο παρελθόν η υπερβολική αισιοδοξία όσων χαράζουν την οικονομική πολιτική έχει διαψευσθεί, με αρκετά σοβαρές επιπτώσεις, θα ήταν σίγουρα καλύτερο ο πρώτος προϋπολογισμός της κυβέρνησης Μητσοτάκη να παρέμενε πιο «προσγειωμένος» στην πραγματικότητα. Μακάρι αυτό το δύσκολο στοίχημα να κερδηθεί, για το καλό όλων!