Η Άνγκελα Μέρκελ διέβη τον Ρουβίκωνα: την ώρα που βρίσκεται σε εξέλιξη μια πρωτοφανής στη μεταπολεμική περίοδο οικονομική κρίση στην Ευρώπη, η Γερμανίδα καγκελάριος ξεπέρασε δύο γερμανικά πολιτικά ταμπού για να διασωθεί η οικονομία και, κατ' επέκταση, η ευρωπαϊκή ενοποίηση. Δήλωσε χθες, από κοινού με τον Γάλλο πρόεδρο Μακρόν, ότι αποδέχεται την έκδοση κοινού χρέους μέσα από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό για να δημιουργηθεί ένα Ταμείο Ανάκαμψης από την κρίση του κορονοϊού, αλλά και ότι τα 500 δισ. ευρώ αυτού του νέου ταμείου θα δοθούν στις ασθενέστερες οικονομίες ως δωρεάν χρήμα (επιδοτήσεις) και όχι ως δάνεια, όπως επέμενε ως τώρα το μπλοκ του Βορρά.
Η υποχώρηση της Γερμανίδας καγκελαρίου αυτή την κρίσιμη ώρα, καθώς αναμένεται να συζητήσουν οι Ευρωπαίοι ηγέτες στη βάση προτάσεων της Κομισιόν για την ίδρυση του Ταμείου Ανάκαμψης μετά την κρίση του κορονοϊού, ήταν μια πολιτικά επιβεβλημένη κίνηση για την Γερμανία, ώστε να αποφευχθεί μια επικίνδυνη οικονομική κρίση με διαλυτικές συνέπειες για την Ευρώπη. Στην πολιτική διαχείριση της νέας κρίσης, μέχρι χθες, η Γερμανία είχε να «εισφέρει» μόνο τον πρωταγωνιστικό της ρόλο στην απόρριψη των corona bonds που είχαν προτείνει οι χώρες του Νότου, με επικεφαλής την Γαλλία, αλλά και την «τοξική» για την ευρωζώνη, πρόσφατη απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, που δημιούργησε νέα εμπόδια στη δράση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την υποστήριξη του ευρώ, ακριβώς την ώρα που η ΕΚΤ ήταν και πάλι το «μοναδικό παιχνίδι στην πόλη», όσον αφορά την άμεση απάντηση της ευρωζώνης στη νέα κρίση.
Δύο είναι τα μεγάλα βήματα που κάνει η Γερμανίδα καγκελάριος για μην εκτραπεί η συζήτηση για την απάντηση στην κρίση σε μια παραλυτική για την Ευρώπη διαμάχη Βορρά - Νότου:
- Δέχεται μια εκδοχή κοινής έκδοσης χρέους, το οποίο δεν θα αποπληρωθεί από όλους ανάλογα με τα ποσά που θα αντλήσουν από τον ευρωπαϊκό, πολυετή προϋπολογισμό, αλλά κατά κύριο λόγο από τις πλουσιότερες χώρες, που είναι και οι «αιμοδότες» του προϋπολογισμού, με πρώτη την Γερμανία. Για να γίνει δυνατή η άντληση 500 δισ. ευρώ από την αγορά ομολόγων με τη «σημαία» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Γερμανία δέχεται να αυξηθεί το όριο των πληρωμών της στον κοινοτικό προϋπολογισμό, ώστε να υπάρξουν οι απαραίτητες πρόσθετες εγγυήσεις για τα δάνεια. Πρόκειται, βέβαια, για ένα θεωρητικό όριο πληρωμών (πραγματικά χρήματα θα εκταμιευθούν μόνο αν αυτό απαιτηθεί), αλλά και πάλι η αλλαγή στάσης του Βερολίνου είναι εντυπωσιακή, αν θυμηθεί κανείς πώς «σέρνονταν» μέχρι πρόσφατα οι διαπραγματεύσεις για τον πολυετή προϋπολογισμό, ακριβώς επειδή οι χώρες - καθαροί πληρωτές, όπως η Γερμανία (που πληρώνουν στον προϋπολογισμό περισσότερα από όσα λαμβάνουν), αρνούνταν πεισματικά να αυξήσουν τις εισφορές τους για να καλυφθεί το κενό που άφησε το Brexit.
- Δέχεται ότι τα κεφάλαια που θα δοθούν στις ασθενέστερες οικονομίες μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης δεν θα είναι κατά κύριο λόγο δάνεια, όπως υποστήριζε ως τώρα το μπλοκ του Βορρά, αλλά επιχορηγήσεις, δηλαδή δωρεάν χρήμα που δεν «φουσκώνει» το χρέος. Οι ηγέτες του Νότου, όπως βεβαίως και οι επενδυτές της αγοράς ομολόγων, φοβούνταν ότι, εάν η Ευρώπη δανειζόταν για να προσφέρει δάνεια στις ασθενέστερες οικονομίες, το τελικό αποτέλεσμα θα ήταν οικονομικά «τοξικό» και πολιτικά διαλυτικό. Υπερχρεωμένες οικονομίες, όπως η ιταλική και η ελληνική, θα έβγαιναν από την κρίση με ακόμη μεγαλύτερα φορτία χρέους και θα κινδύνευαν να εγκαταλειφθούν από την αγορά ομολόγων, με συνέπεια να οδηγηθεί η Ευρώπη σε μια νέα κρίση χρέους που θα δοκίμαζε και πάλι τη συνοχή της και τη σταθερότητα του ευρώ. Με αυτή την απόφαση της Γερμανίας, η Ευρώπη κάνει ένα μικρό αλλά σημαντικό βήμα στην κατεύθυνση της μεταβίβασης πόρων από τις ισχυρότερες στις ασθενέστερες οικονομίες, κάτι που αποτελούσε μόνιμο ταμπού για τους Γερμανούς. Βέβαια, θα πρέπει να τονισθεί ότι μέσα από τον κοινοτικό προϋπολογισμό μπορούν να χρηματοδοτηθούν προγράμματα επενδύσεων και όχι τα ελλείμματα εθνικών προϋπολογισμών, κάτι που σημαίνει ότι ο Βορράς δεν παραδίδει στο Νότο μια λευκή επιταγή. Έστω κι έτσι, όμως, το γεγονός ότι οι πόροι του νέου Ταμείου δεν θα αποτελέσουν νέο δανεισμό για τις χώρες που θα τους λάβουν προσφέρει μια μεγάλη ανακούφιση στις οικονομίες με περιορισμένους πόρους και υψηλό δανεισμό και βοηθά στην αποτροπή μεγάλων ανισορροπιών στην ευρωπαϊκή οικονομία, οι οποίες δημιουργούνται από το γεγονός ότι οι πλουσιότερες χώρες έχουν τη δυνατότητα να δαπανούν τεράστια ποσά για τη στήριξη των οικονομιών τους. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, λοιπόν, ότι οι δηλώσεις της Μέρκελ προκάλεσαν αμέσως ευφορία στην ιταλική αγορά ομολόγων, με αποτέλεσμα να συμπιεσθεί κατά 20 μονάδες βάσης περίπου η απόδοσή τους.
Η «βουτιά» απόδοσης των ιταλικών 10ετών ομολόγων μετά τις δηλώσεις Μέρκελ
Τα προβλήματα δεν τελείωσαν
Η στροφή της Γερμανίδας καγκελαρίου δεν οδηγεί, βεβαίως, σε μια αυτόματη συμφωνία για το Ταμείο Ανάκαμψης. «Σκληροπυρηνικές» χώρες του Βορρά, όπως η Ολλανδία και η Αυστρία, εξακολουθούν να αποκρούουν την ιδέα των επιδοτήσεων και ζητούν να δίνονται κυρίως δάνεια από το Ταμείο Ανάκαμψης. Πολιτικοί παρατηρητές εκτιμούν, πάντως, ότι η συμφωνία του γαλλογερμανικού άξονα και η «αλλαγή στρατοπέδου» σε αυτό το θέμα από το Βερολίνο δεν θα αφήσουν πολλά περιθώρια στους «σκληρούς» να επιμείνουν στην άρνησή τους.
Το σοβαρότερο ερώτημα, όμως, που μένει αναπάντητο προς το παρόν είναι αν το σχέδιο των 500 δισ. ευρώ θα αποδειχθεί επαρκές για να αντιμετωπισθεί επαρκώς αυτή η πρωτοφανής κρίση. Η Κριστίν Λαγκάρντ, εκ μέρους της ΕΚΤ, χαιρέτισε χθες με αρκετό ενθουσιασμό τις δηλώσεις Μέρκελ - Μακρόν, αλλά δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής ότι σε προηγούμενες συνόδους των Ευρωπαίων ηγετών είχε προειδοποιήσει πως για την αποτροπή μιας μεγάλης ύφεσης θα χρειασθούν δημοσιονομικά «πυρομαχικά» της τάξεως των 1,5 τρισ. ευρώ. Πάντως, σε αυτές τις περιπτώσεις η σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία διδάσκει ότι το σημαντικό είναι να γίνεται η αρχή. Στην πορεία, αν τα 500 δισ. αποδειχθούν ανεπαρκή, θα υπάρχει ένας έτοιμος μηχανισμός, το Ταμείο Ανάκαμψης, για να αυξηθούν τα χορηγούμενα ποσά.
Κέρδη και προκλήσεις για την Ελλάδα
Η κατεύθυνση που παίρνει η συζήτηση για το Ταμείο Ανάκαμψης δικαιώνει, αναμφίβολα, τις θέσεις που είχε εκφράσει η ελληνική κυβέρνηση και τις εθνικές μας επιδιώξεις. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε επιμείνει, μιλώντας στην προηγούμενη σύνοδο των ηγετών, στην ανάγκη να δοθούν τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης όχι ως δάνεια, αλλά ως επιχορηγήσεις, τονίζοντας ότι «δεν πρέπει να επιτρέψουμε περαιτέρω αύξηση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ» και επισημαίνοντας ότι μια στρατηγική η οποία δεν θα επιβαρύνει το δημόσιο χρέος κάθε χώρας, θα ήταν πράξη προς το συμφέρον όλων των χωρών κι όχι μόνο πράξη αλληλεγγύης.
Το γεγονός ότι η Ελλάδα θα έχει πλέον πρόσβαση σε ευρωπαϊκά κεφάλαια για μεγάλες επενδύσεις μετά την κρίση, χωρίς να επιβαρυνθεί με νέο χρέος, δεν σημαίνει, πάντως, ότι πρόκειται για μια εύκολη διαδικασία που θα καταλήξει σε μια... πλημμύρα κοινοτικών πόρων στην ελληνική οικονομία. Τα κεφάλαια θα προέλθουν από τον κοινοτικό προϋπολογισμό, προφανώς με κάποιους κανόνες και ασφαλιστικές δικλίδες για την αποφυγή σπατάλης, και αυτό φέρνει την Ελλάδα μπροστά σε μια γνωστή από το παρελθόν πρόκληση: θα μπορέσει ο ελληνικός κρατικός μηχανισμός να σχεδιάσει τα κατάλληλα επενδυτικά προγράμματα, που θα απελευθερώσουν πόρους για τη χώρα και θα τους οδηγήσουν σε παραγωγικές επενδύσεις; Η πρόκληση δεν είναι μικρή και η κυβέρνηση καλείται να σηκώσει τα μανίκια για να μην μείνει αναξιοποίητη άλλη μια μεγάλη ευρωπαϊκή ευκαιρία.