Σε τροχιά δυναμικής και βιώσιμης ανάπτυξης επανέρχεται το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, με την ισχυρή πιστωτική επέκταση και το ευνοϊκό επιτοκιακό περιβάλλον να δίνουν ώθηση στην λειτουργική κερδοφορία. Το 2022 οι τράπεζες πέτυχαν ρεκόρ κερδοφορίας, έχοντας ωστόσο αρκετά μη επαναλαμβανόμενα κέρδη, ενώ ακόμα καλύτερη θα είναι η εικόνα των αποτελεσμάτων στο πρώτο τρίμηνο του 2023 με θεαματική βελτίωση της εικόνας των επαναλαμβανόμενων εσόδων.
Η είσοδος των τραπεζών σε περίοδο ενάρετου κύκλου έρχεται μετά από μια μακρά περίοδο κρίσης κατά την περίοδο 2010 – 2016, η οποία έφερε τις τράπεζες αντιμέτωπες με την καταστροφή, ενώ ακολούθησε μια επώδυνη περίοδος εξυγίανσης των τραπεζικών ισολογισμών, από τον τεράστιο όγκο μη εξυπηρετούμενων δανείων, κατά το διάστημα 2018 – 2021. Για την εξυγίανση των τραπεζών καθοριστική ήταν η συμβολή του σχεδίου Ηρακλής.
Το 2022 αποτέλεσε έτος επιστροφής των τραπεζών στην κερδοφορία και επωφελούμενες από την ισχυρή ανάπτυξη της οικονομίας πέτυχαν τη σημαντική αύξηση των χορηγήσεων, κατά βάση σε υγιείς επιχειρήσεις, την ενίσχυση της καταθετικής τους βάσης ενώ παράλληλα διαχειρίστηκαν συντηρητικά τις επενδύσεις τους κατά βάση σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, η κερδοφορία των εγχώριων τραπεζών στο εννεάμηνο του 2022, μετά από φόρους, ανήλθε στα 2,9 δισ. ευρώ έναντι ζημιών 4,6 δισ. ευρώ το 2021. Στο αποτέλεσμα αυτό σημαντική ήταν η συμβολή της μείωσης των προβλέψεων μετά τη δραστική μείωση των NPEs.
«Τρέχει» η χρηματοδότηση επιχειρήσεων
Το 2022 ο ετήσιος ρυθμός ανόδου της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων ανήλθε στο 8,3% έναντι 5,7% το 2021 με τη μέση μηνιαία καθαρή ροή χρηματοδότησης επιχειρήσεων σχεδόν να τριπλασιάζεται και να ανέρχεται σε 570 εκατ. ευρώ έναντι 206 εκατ. το 2021.
Σημειώνεται ότι τον περασμένο Ιανουάριο ο ετήσιος ρυθμός χρηματοδότησης ξεπέρασε τον ρυθμό αύξησης των καταθέσεων ενώ παρά τις δυσκολίες που δημιουργεί η αύξηση του κόστους του χρήματος, η πιστωτική επέκταση θα παραμείνει εύρωστη το 2023 αλλά και τα επόμενα χρόνια με καθοριστική τη συμβολή των χρηματοδοτικών εργαλείων στο πλαίσιο των προγραμμάτων του ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης.
Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη θα υπάρξει μια επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης σε σχέση με το 2022 ωστόσο ο ρυθμός αύξησης των πιστώσεων θα παραμείνει ισχυρός κυρίως λόγω των σημαντικών επενδύσεων που υλοποιούνται.
Το «στοίχημα» της επαναλαμβανόμενης κερδοφορίας
Μετά την εξυγίανση των ισολογισμών η μεγάλη πρόκληση για τον κλάδο ήταν η επίτευξη βιώσιμης και επαναλαμβανόμενης κερδοφορίας, κάτι όχι εύκολο δεδομένης της χαμηλής παραγωγής νέων δανείων τα προηγούμενα χρόνια. Σημειώνεται ότι την επίτευξη ισχυρής επαναλαμβανόμενης κερδοφορίας ζητούν και οι εποπτικές αρχές προκειμένου να δώσουν το πράσινο φως στις εγχώριες τράπεζες για τη διανομή μερισμάτων. Μάλιστα το 2022 η αυξημένη συμβολή μη επαναλαμβανόμενων κερδών αποτέλεσε το βασικό λόγο για τη μη συγκατάθεση του επόπτη για την καταβολή μερίσματος από την Eurobank και την Εθνική Τράπεζα.
Η αδυναμία αυτή, αναφορικά με την ποιότητα της κερδοφορίας, φαίνεται ότι θεραπεύεται: το 2023 θα αποτελέσει τρίτο έτος ισχυρής πιστωτικής επέκτασης με τα νέα δάνεια να διοχετεύονται κατά κύριο λόγο σε υγιείς μεγάλες επιχειρήσεις αλλά και άλλες μικρότερου μεγέθους. Επιπλέον η άνοδος των επιτοκίων βελτιώνει δραστικά τις συνθήκες για τις τράπεζες δίνοντας ώθηση στα επιτοκιακά έσοδα που αποτελούν τη βασικότερη πηγή εσόδων των τραπεζών.
Σύμφωνα με στελέχη τραπεζών πέντε είναι τα σημεία που κάνουν τη διαφορά και που επιτρέπουν τη βελτίωση της ποιότητας της κερδοφορίας του κλάδου:
- Το πολύ καλό οικονομικό περιβάλλον: η ελληνική οικονομία «τρέχει» και θα συνεχίσει να «τρέχει» με ρυθμό ανάπτυξης σημαντικά υψηλότερο του μέσου ευρωπαϊκού. Έτσι η πιστωτική επέκταση θα συνεχιστεί ενώ σταδιακά θα αυξηθούν οι χορηγήσεις και προς νοικοκυριά.
- Οι προμήθειες που προέρχονται από δάνεια, επενδυτικά – ασφαλιστικά προϊόντα και ευρύτερα από διαχείριση κεφαλαίων ξεκινούν από χαμηλή βάση και τα περιθώρια αύξησης είναι μεγάλα.
- Η Δραστική μείωση προβλέψεων. Το κόστος απομειώσεων θα κινηθεί σε πολύ χαμηλά επίπεδα μετά τη δραστική μείωση των NPEs τα προηγούμενα χρόνια. Οι τράπεζες δεν ανησυχούν ιδιαίτερα και για τη δημιουργία νέων NPEs, καθώς ο κύριος όγκος των χορηγήσεων έχει διοχετευθεί σε μεγάλες επιχειρήσεις.
- Σε ό,τι αφορά το λειτουργικό κόστος ήδη οι εγχώριες τράπεζες έχουν προχωρήσει σε δραστικό μετασχηματισμό με μείωση καταστημάτων – εργαζομένων περίπου κατά -50% σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα. Ο ψηφιακός μετασχηματισμός θα συνεχιστεί με ένταση και τα επόμενα χρόνια οδηγώντας σε περαιτέρω μείωση του κόστους και αύξηση αποδοτικότητας.
- Τέλος, θεαματικά βελτιωμένη είναι η κατάσταση των εγχώριων τραπεζών σε όρους ρευστότητας και κεφαλαίων με τον αναβαλλόμενο φόρο ωστόσο να παραμένει σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα.
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, υπάρχουν εστίες που δημιουργούν πίεση στην κερδοφορία. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος «μειωτική επίδραση στην κερδοφορία ασκούν οι δαπάνες για τόκους, οι οποίες αυξάνονται καθώς οι τράπεζες εκδίδουν ομόλογα εν μέσω αυξημένου κόστους δανεισμού διεθνώς, για την κάλυψη των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL). Αντίστοιχα μειωτική επίδραση θα ασκήσει τυχόν αύξηση του κόστους του πιστωτικού κινδύνου σε ένα περιβάλλον επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας. Έτσι, η συγκράτηση του κόστους δανεισμού τους παραμένει μία σημαντική πρόκληση για τις ελληνικές τράπεζες, στην οποία θα συμβάλει θετικά ενδεχόμενη αναβάθμιση των πιστοληπτικών αξιολογήσεών τους».