Το 50% των εσόδων του ΤΑΙΠΕΔ από προκαταβολές για τις συμβάσεις παραχώρησης που υπογράφει, όπως στην περίπτωση της Εγνατίας Οδού ή της Αττικής Οδού, να διατίθεται για χρηματοδότηση νέων έργων και να μην χρησιμοποιείται για την αποπληρωμή του δημοσίου χρέους όπως συμβαίνει σήμερα. Τη συγκεκριμένη πρόταση επαναφέρει η διοίκηση του ΣΤΕΑΤ, του εργοληπτικού συνδέσμου που εκπροσωπεί τις μεγαλύτερες τεχνικές εταιρείες της χώρας, σε επιστολή προς το υπουργείο Υποδομών με αφορμή την εκτίναξη του κόστους υλικών στις κατασκευές.
Έτσι, για παράδειγμα, από το 1,5 δισ. ευρώ που θα πληρώσει ως προκαταβολή η κοινοπραξία ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ – Egis Projects για την σύμβαση παραχώρησης της Εγνατίας Οδού τα 750 εκατ. ευρώ να χρηματοδοτήσουν νέα έργα υποδομής, κατά την πρόταση του ΣΤΕΑΤ. Με βάση το σημερινό καθεστώς ολόκληρο το ποσό πάει για να κλείσει η μαύρη τρύπα του δημοσίου χρέους.
Στην επιστολή του ΣΤΕΑΤ επισημαίνεται πως «στην αρχή της Οικονομικής Κρίσης, επιβλήθηκαν μέτρα που είχαν στόχο την επιβολή εξυγίανσης της οικονομίας, σε μία χώρα η οποία είχε σχετική ευθύνη για τα οικονομικά της. Η αποπληρωμή του χρέους σε αυτό το πλαίσιο συμφωνήθηκε να γίνεται κάθε χρόνο με την κάλυψη του ενός εικοστού της διαφοράς του χρέους με το 60% του ΑΕΠ. Ο κανόνας αυτός ισχύει και σήμερα μη λαμβάνοντας υπόψη τις πραγματικές εξελίξεις στην οικονομία».
Κατά τον ΣΤΕΑΤ, σήμερα, «δέκα χρόνια μετά, με μία Παγκόσμια Υγειονομική Κρίση, που έχει σοβαρότατες επιπτώσεις στην οικονομία, χωρίς καμία απολύτως ευθύνη της χώρας και στην διάρκεια μίας απρόβλεπτης κρίσης λόγω πολέμου, είναι απολύτως απαραίτητη η επανεξέταση και τροποποίηση των κανόνων που προβλέφθηκαν δέκα χρόνια πριν, υπό άλλες συνθήκες».
Ο σύνδεσμος προτρέπει την κυβέρνηση να προχωρήσει σε διαπραγματεύσεις για τροποποίηση των δεσμεύσεων, λαμβάνοντας υπόψη τις νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν σε παγκόσμια κλίμακα για τις οποίες η χώρα δεν έχει ευθύνη. Στα πλαίσια αυτά προτείνεται «σοβαρό ποσοστό και συγκεκριμένα πάνω από το ήμισυ των χρημάτων που καταβάλλονται για την ανάληψη έργου Παραχώρησης (Upfront - fee), να καταβάλλεται για την χρηματοδότηση έργων (απευθείας ή με Πληρωμές Διαθεσιμότητας) και το υπόλοιπο να καταβάλλεται για την αποπληρωμή του χρέους».
Οι ισχυροί εργολάβοι θεωρούν πως «η αντιμετώπιση της μείωσης του χρέους πρέπει να γίνεται από πόρους που προκύπτουν από την αύξηση της παραγωγής που ενισχύεται ουσιαστικά από την εκτέλεση έργων, πολύ περισσότερο μετά από τις αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις που προκλήθηκαν απρόβλεπτα και χωρίς ευθύνη της χώρας».
Στον ΣΤΕΑΤ θεωρούν πως η μεγάλη αύξηση του κόστους κατασκευής των έργων οδηγεί και στην ανάγκη αναθεώρησης της κατανομής κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης «ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι νέες δημιουργούμενες απαιτήσεις και ανάγκες, η μεγάλη σημασία συνέχισης και περαίωσης σοβαρών έργων και η απαίτηση μεγιστοποίησης της χρήσης των διατιθέμενων πόρων χωρίς την διάθεση σε τομείς που δεν είναι σίγουρη η έγκαιρη απορρόφησή τους. Είναι απαραίτητη η ενίσχυση των πόρων που διατίθενται και ανήκουν σε έργα του υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών, με σιγουριά απορρόφησης, διεύρυνση αντικειμένων και διασφάλιση ολοκλήρωσης έργων που διαφορετικά κάτω από τις νέες συνθήκες κινδυνεύουν».