Σημαντική τόνωση στον κρατικό προϋπολογισμό θα προσφέρει η αποκλίμακωση της ανεργίας με αύξηση της απασχόλησης, ενώ σε συνδυασμό με την ισχυρή οικονομική ανάκαμψη των τελευταίων τριμήνων, διευρύνονται οι δυνατότητες για περαιτέρω αύξηση του κατώτατου μισθού στη χώρα μέσα στο 2022, όπως εκτιμούν οι αναλυτές της Alpha Bank.
Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για την απασχόληση και την ανεργία από την ΕΛΣΤΑΤ, οι συνθήκες στην αγορά εργασίας στη χώρα μας συνεχίζουν να βελτιώνονται με ταχύ ρυθμό, με την απασχόληση να καταγράφει σημαντική αύξηση σε ετήσια βάση, καθώς οι δυσμενείς επιπτώσεις της πανδημίας έχουν αμβλυνθεί σε μεγάλο βαθμό. Ειδικότερα, το ποσοστό της ανεργίας διαμορφώθηκε, τον Δεκέμβριο του 2021, σε 12,8% (εποχικά προσαρμοσμένες εκτιμήσεις), σε σημαντικά χαμηλότερο επίπεδο από το αντίστοιχο ποσοστό του Δεκεμβρίου του 2020 (15,5%) αλλά και του προηγούμενου μήνα (13,4%). Το ποσοστό της ανεργίας κατέγραψε, τον Δεκέμβριο του 2021, στην Ελλάδα, την τρίτη μεγαλύτερη μείωση σε ετήσια βάση μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών (2,7 ποσοστιαίες μονάδες) μετά τη Λιθουανία και την Ισπανία, αν και παραμένει σε υψηλότερο επίπεδο από τον μέσο όρο της ΕΕ (6,4%) και είναι το δεύτερο υψηλότερο μετά την Ισπανία (13%).
Το ποσοστό της ανεργίας (γράφημα 1), τον Δεκέμβριο του 2021 συνέχισε την πτωτική του πορεία, επιστρέφοντας περίπου στα επίπεδα του Ιουλίου του 2010 (12,9%). Ειδικότερα, από τον Απρίλιο του 2021 και μετά, καταγράφεται ραγδαία πτώση του ποσοστού της ανεργίας κατά 4,5 ποσοστιαίες μονάδες. Όπως παρατηρείται στο γράφημα, η πτώση της ανεργίας, την περίοδο Απριλίου-Δεκεμβρίου 2021, είναι πιο απότομη, με την κλίση της καμπύλης να είναι εντονότερη σε σχέση με την πτωτική πορεία της ανεργίας, το διάστημα πριν το ξέσπασμα της πανδημίας, γεγονός που οφείλεται στους υψηλούς ετήσιους ρυθμούς αύξησης της απασχόλησης που σημειώθηκαν το ίδιο διάστημα. Συγκεκριμένα, η απασχόληση καταγράφει αύξηση σε ετήσια βάση, για όγδοο διαδοχικό μήνα (4,9% τον Δεκέμβριο), η οποία είναι μεγαλύτερη από τις αντίστοιχες αυξήσεις της απασχόλησης που ακολούθησαν την έξοδο της ελληνικής οικονομίας από την παρατεταμένη οικονομική κρίση και τις μεγάλες απώλειες που κατεγράφησαν στην απασχόληση, την περίοδο 2010-2013. Επιπλέον, η απασχόληση, για το σύνολο του 2021, στην Ελλάδα, ανήλθε σε 3,921 εκατομμύρια άτομα, αποτελώντας την υψηλότερη επίδοση της τελευταίας δεκαετίας, προσεγγίζοντας τα επίπεδα του 2011 (3,979 εκατομμύρια).
Κατά την περίοδο που ακολούθησε το ξέσπασμα της πανδημίας - και χαρακτηρίστηκε από την επιβολή των δύο πρώτων lockdowns - η ανεργία αυξήθηκε ελαφρώς και παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα, από τον Μάιο του 2020 έως και τον Απρίλιο του 2021, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη τιμή της, τον Ιούνιο του 2020 (17,7%). Η εξέλιξη αυτή ήταν αποτέλεσμα της στασιμότητας της οικονομικής δραστηριότητας και της επιβολής περιοριστικών μέτρων και αντανακλάται, σε μεγάλο βαθμό, στις μεγάλες απώλειες της απασχόλησης που κατεγράφησαν, από τον Απρίλιο του 2020, μέχρι τον Απρίλιο του 2021 (με μόνη εξαίρεση τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 2020). Ωστόσο, η άνοδος της ανεργίας που καταγράφηκε ήταν συγκρατημένη, απόρροια των μέτρων στήριξης που έθεσε σε εφαρμογή η Ελληνική Κυβέρνηση τόσο προς τις επιχειρήσεις (επιστρεπτέα προκαταβολή, αναβολές πληρωμών κ.λπ.) υπό την προϋπόθεση της διατήρησης των θέσεων εργασίας από την πλευρά των πληττόμενων επιχειρήσεων, όσο και προς τα νοικοκυριά (στήριξη εισοδημάτων μέσω παροχής της αποζημίωσης ειδικού σκοπού προς τους εργαζόμενους που τέθηκαν σε αναστολή σύμβασης εργασίας).
Η σημαντική αποκλιμάκωση του ποσοστού της ανεργίας, σε συνδυασμό με την αύξηση της απασχόλησης σε ετήσια βάση, αναμένεται να έχουν θετική επίπτωση στα δημόσια χρηματοοικονομικά, καθώς αφενός περιορίζονται οι κρατικές δαπάνες για επιδόματα ανεργίας και αυξάνονται τα έσοδα από ασφαλιστικές εισφορές και αφετέρου διευρύνεται η φορολογική βάση, γεγονός που διευκολύνει την εφαρμογή πολιτικής μειωμένων φορολογικών συντελεστών και ασφαλιστικών εισφορών και ως εκ τούτου συμπιέζει το μη μισθολογικό κόστος εργασίας σε χαμηλά επίπεδα.
Η καταγεγραμμένη πτώση του ποσοστού ανεργίας με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, σε συνδυασμό με την ισχυρή οικονομική ανάκαμψη των τελευταίων τριμήνων, διευρύνουν τις δυνατότητες για περαιτέρω αύξηση του κατώτατου μισθού στη χώρα μέσα στο 2022. Σύμφωνα μάλιστα με ανακοινώσεις της κυβέρνησης, προσδοκάται μία νέα σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού, μέσα στο έτος, η οποία δεν αναμένεται, ωστόσο, να οδηγήσει σε άνοδο του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος και, ως εκ τούτου, να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην παρατηρούμενη δυναμική δημιουργίας νέων θέσεων απασχόλησης. Συγκεκριμένα, η αύξηση των κατώτατων αποδοχών αναμένεται να συνδυαστεί - τουλάχιστον το 2022 - με αύξηση της παραγωγικότητας εργασίας κατά 5%, σύμφωνα με τις τελευταίες διαθέσιμες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ως αποτέλεσμα των επενδύσεων που προβλέπεται να πραγματοποιηθούν μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, καθώς και της αύξησης του ποσοστού πληρότητας των διαθέσιμων καταλυμάτων της χώρας.
Στο Γράφημα 2, απεικονίζεται ο κατώτατος μισθός και η παραγωγικότητα της εργασίας σε τρέχουσες τιμές, καθώς επίσης και ο ετησιοποιημένος κατώτατος μισθός ως ποσοστό της παραγωγικότητας της εργασίας. Κατά την περίοδο 2004-2011, οι ρυθμοί ανάπτυξης του ΑΕΠ οδήγησαν σε συνεχόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού, με την σωρευτική αύξησή του, την περίοδο αυτή, να φτάνει στο 36,2%. Παράλληλα, την περίοδο 2004-2008, ο λόγος του παραγόμενου προϊόντος ανά εργαζόμενο (παραγωγικότητα της εργασίας) κατέγραφε επίσης σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης, με τον υψηλότερο να καταγράφεται το 2006 (7,4%).
Η απότομη μείωση του κατώτατου μισθού, το 2012, ως αποτέλεσμα της πολιτικής εσωτερικής υποτίμησης, με σκοπό την ενδυνάμωση της ανταγωνιστικότητας της χώρας αλλά και της ενίσχυσης των ευέλικτων μορφών εργασίας, συνέβαλαν σταδιακά σε αύξηση της απασχόλησης.
Οι διακυμάνσεις που σημείωσε ο ετησιοποιημένος κατώτατος μισθός ως ποσοστό της παραγωγικότητας της εργασίας (σκούρα κόκκινη γραμμή, Γράφημα 2), την περίοδο 2012-2018, προήλθαν, ως επί το πλείστον, από τις μεταβολές του παρονομαστή, δηλαδή από την ασθενική παραγωγικότητα της εργασίας, ενώ, το 2019, αυξήθηκε και ο αριθμητής, ο οποίος έχει παραμείνει οριακά σταθερός, από τότε μέχρι και το 2021.
Συγκεκριμένα, από την 1η Φεβρουαρίου 2019, αυξήθηκε ο νόμιμος κατώτατος μισθός και το ημερομίσθιο, ενώ, ταυτόχρονα, καταργήθηκαν οι αντίστοιχες υποκατώτατες αποδοχές για τους νέους εργαζομένους κάτω των 25 ετών. Κατά το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης και την καταγεγραμμένη ύφεση του 2020, η παραγωγικότητα της εργασίας κατέγραψε πτώση της τάξης του 8,7%, με τον κατώτατο μισθό, όμως, να αυξάνεται μόνο οριακά σε σχέση με το 2019. Ο συνδυασμός αυτός, με τη σειρά του, οδήγησε σε μία αύξηση του ετησιοποιημένου κατώτατου μισθού ως ποσοστό της παραγωγικότητας της εργασίας σε σχέση με το 2019, δεδομένης της αύξησης του αριθμητή και της πτώσης του παρονομαστή.