Την επιθετικότερη προώθηση των φυτικών τυροκομικών προϊότων της, στις μεγάλες αγορές των ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και την επέκταση σε νέες αγορές, σχεδιάζει η Arivia, υπό την ομπρέλα πλέον της πολυεθνικής Upfield.
Η εγχώρια εταιρία, με παραγωγικές εγκαταστάσεις στη Δράμα, ήδη έχει αξιοσημείωτη παρουσία στις δυο παραπάνω αγορές, ωστόσο, μετά την εξαγορά της και την ένταξή της στην Upfield, μια από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως εταιρίες παραγωγής φυτικών προϊόντων οι δυνατότητες επέκτασης των φυρικών προϊόντων Arivia πολλαπλασιάζονται. Μέσω του δικτύου της Upfiled τα φυτικά τυριά της Arivia αποκτούν πρόσβαση σε αγορές χωρών που μέχρι σήμερα η εταιρεία δεν είχε πρόσβαση ή περιορισμένη εμπορική παρουσία
Σημειώνεται ότι το 2020 η Upfield πέτυχε την εξαγορά της εγχώριας εταιρίας αντί 500 εκατ. ευρώ σε ένα από τα ακριβότερα deal που πραγματοποιήθηκαν το 2020 στη χώρα μας.
Με τις εξαγωγές της να αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 70% του τζίρου της, και παρουσία σε 60 χώρες, βασική προτεραιότητα της Arivia αποτελεί η ενίσχυση της παρουσίας των προϊόντων της στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο με προσθήκη νέων σημείων διάθεσης και ανάπτυξη ιδίων εμπορικών σημάτων (own brands). Γι αυτό και ο όμιλος στα πλαίσια της ενίσχυσης, προώθησης και επέκτασης του σήματος Violife συνέχισε τη στοχευμένη παγκόσμια διαφημιστική εκστρατεία που έχει ξεκινήσει από το 2018, εντάσσοντας στο δυναμικό του έμπειρη ομάδα στελεχών αλλά και δεσμεύοντας σημαντικά κονδύλια για την προώθηση του σήματος Violife πρωτίστως στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Η Arivia έχει κερδίσει το διεθνές ενδιαφέρον καθώς παράγει τυρί με βάση κυρίως το λάδι καρύδας, ενώ στο χαρτοφυλάκιό της περιλαμβάνονται περισσότεροι από 500 κωδικοί προϊόντων. Η παραγωγική μονάδα της στη Δράμα απασχολεί περισσότερους από 300 εργαζομένους, έχοντας παραγωγική δυνατότητα 2.500 τόνους κάθε μήνα.
Η ανάπτυξη στις ΗΠΑ
Η Arivia έχει επεκταθεί στην αγορά των ΗΠΑ από το 2018 μέσω της θυγατρικής της Arivia USA Inc. έχοντας συνάψει σημαντικές συνεργασίας με μεγάλες αλυσίδες λιανεμπορίου για τη διάθεση προϊόντων με την επωνυμία Violife.
Οι ΗΠΑ αποτελούν μια από τις σημαντικότερες αγορές παγκοσμίως με τον τζίρο των plant based τυριών να διαμορφώνεται στα 270 εκατ. δολάρια σημειώνοντας άνοδο 42,5% σε σχέση με το 2019 και την Arivia να σημειώνει πωλήσεις ύψους 59.067.356 δολαρίων (49.833.552 ευρώ) καταγράφοντας αύξηση 81,3% έναντι του 2019 που είχαν φτάσει τα 32.559.226 δολάρια (27.466.652 ευρώ).
Όπως αναφέρει στην έκθεση της η εταιρεία «μέσα από αυτή την εμπορική πρακτική αναπτύσσεται ποιοτικά το δίκτυο των πωλήσεων στις ΗΠΑ, που αποτελεί ήδη τη μεγαλύτερη αγορά παγκοσμίως και επιτυγχάνεται η διείσδυση σε νέους πελάτες και με σημαντική διεύρυνση των πωλήσεων με προϊόντα ίδιας επωνυμίας, καθιστώντας με αυτό τον τρόπο την ανάπτυξη βιώσιμη και διατηρήσιμη».
Παράλληλα, σε συνέχεια της εξαγοράς του ομίλου Arivia από τον όμιλο Upfield τον Ιανουάριο 2020, και δεδομένης της σημαντικής παρουσίας της νέας ιδιοκτήτριας στην αγορά των ΗΠΑ με ηγετικά brands (Flora, Country Cock) διερευνώνται επιλογές μεγιστοποίησης των συνεργειών σε εμπορικό και επιχειρησιακό επίπεδο με στόχο την περαιτέρω διείσδυση του Violife στην αγορά των ΗΠΑ, η οποία και αποτελεί τη ναυαρχίδα των αγορών φυτικών προϊόντων σε όλο το κόσμο.
Ήδη, στο πλαίσιο διεύρυνσης των συνεργειών μεταξύ της Arivia και της Upfield, μετά από απόφαση που ελήφθη σε χρόνο μεταγενέστερο του τέλος χρήσης, εντός το 2021, από τον μήνα Απρίλιο 2021 και έπειτα, οι λειτουργίες της θυγατρικής εταιρείας Arivia USA διεκπεραιώνονται μέσω της Upfield USA.
Η πορεία της Arivia το 2020
Η Arivia συνεχίζει και το 2021 να βρίσκεται σε πορεία ανάπτυξης, με την εταιρεία να αναφέρει στην οικονομική της έκθεση πως ο όμιλος και η εταιρεία έχουν αυξήσει τον κύκλο εργασιών και την κερδοφορία στο πρώτο εξάμηνο του έτους. Σημειώνεται ότι ο περιορισμός της εμπορικής και παραγωγικής δραστηριότητας σε διάφορες χώρες στην Ευρώπη και στην Αμερική επηρέασε μεγάλο μέρος του υφιστάμενου πελατολογίου του ομίλου, δημιουργώντας ιδιαίτερες συνθήκες στην αγορά, χωρίς ωστόσο να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στον κύκλο εργασιών και στην κερδοφορία.
Η ελληνική εταιρεία παραγωγής plant based προϊόντων είδε τις πωλήσεις τις το 2020 να διαμορφώνονται σε 104,18 εκατ. ευρώ και να αυξάνονται κατά 47,59% σε σχέση με τα 70,58 εκατ. ευρώ που ήταν το 2019. Τα ενοποιημένα μικτά κέρδη ανήλθαν σε 60,86 εκατ. ευρώ σημειώνοντας αύξηση κατά 57%, ενώ το μικτό περιθώριο κέρδους ανήλθε σε 58,42% από 54,95% για το 2019.
Τα ΕΒΙΤDΑ ανήλθαν σε 39,15 εκατ., παρουσιάζοντας αύξηση κατά 73,76% από πέρυσι, ενώ τα κέρδη μετά από φόρους άγγιξαν τα 28 εκατ. ευρώ, ενισχυμένα σε ποσοστό 91,78% από το 2019. Το ΔΣ προτίθεται να προτείνει προς την Τακτική Γενική Συνέλευση των μετόχων τη διανομή μερίσματος ποσού 13 εκατ. ευρώ από τα κέρδη της χρήσης 2020.
Η υλοποίηση του επενδυτικού πλάνου της εταιρείας θα συνεχιστεί προκειμένου να υποστηριχθεί η αναπτυξιακή της πορεία. Στο πλαίσιο αυτό η εταιρεία παρουσίασε στις αρχές Αυγούστου και το πρώτο της εναλλακτικό βουτύρου στη Βρετανία με την ονομασία Vioblock. Όπως ανέφερε η Μπιάνκα Χάρις UKI Marketing Manager της Violife «η κυκλοφορία του Vioblock αποτελεί μια ιστορική στιγμή για την Violife καθώς θέλουμε να επεκτείνουμε την γκάμα των προϊόντων στα εναλλακτικά γαλακτοκομικά».
Παράλληλα, τα προϊόντα Violife μέσω του δικτύου της Upfield έχουν βρεθεί πλέον και στην αναπτυσσόμενη αγορά της Μ. Ανατολής διευρύνοντας το αποτύπωμά τους, καθώς στις αρχές Ιουλίου έκαναν την είσοδό τους και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Σημειώνετε πως η Arivia κατέγραψε πωλήσεις που πλησίασαν τα 3 εκατ. ευρώ σε Αφρική και Ασία ενώ τον Ιούλιο όπως είχε αναφέρει ο γενικός διευθυντής της Upfield για τις περιοχές Μέσης Ανατολής και Βορείου Αφρικής Reiner Weerman «η ζήτηση για plant based προϊόντα στη Μέση Ανατολή έχει αυξηθεί μετά την πανδημία του κορονοϊού καθώς οι καταναλωτές ανησυχούν περισσότερο για την υγεία τους αλλά και τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο των γαλακτοκομικών προϊόντων».
Υπενθυμίζουμε πως η Upfield, μητρική της Arivia έχει επεκτείνει τις δραστηριότητες της με νέα μονάδα παραγωγής στον Καναδά με στόχο να αυξήσει την παραγωγή φυτικών τυριών ώστε να καλυφθούν οι αυξημένες ανάγκες σε ΗΠΑ και Νότια Αμερική.