Στη μεγάλη πρόοδο που έχουν σημειώσει οι ελληνικές τράπεζες ως προς τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs), καθώς και στον ρόλο που θα διαδραματίσουν στην προσπάθεια ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, αναφέρθηκε ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας Παύλος Μυλωνάς, στο πλαίσιο της ομιλίας του στο συνέδριο του Economist.
Υπογράμμισε ακόμη ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε μία σπάνια οικονομική συγκυρία, η οποία παρουσιάζεται μόνο κάθε 20 χρόνια και για να μην χαθεί η ευκαιρία αυτή, θα πρέπει να αξιοποιηθούν με σύνεση οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης.
Ο κ. Μυλωνάς τόνισε ότι μετά τις τιτλοποιήσεις, τα παλαιά NPEs θα υποχωρήσουν κάτω από τα 12 δισ. ευρώ συνολικά, με το ποσοστό τους να διαμορφώνεται περίπου στο 8%, γεγονός που επιβεβαιώνει τη μεγάλη πρόοδο. Παράλληλα επισήμανε ότι οι δανειολήπτες με δυσκολίες πληρωμής που σχετίζονται με τον covid-19, θα αντιστοιχούν σε ποσοστό λιγότερο από το 20% των δανείων που εισήλθαν σε καθεστώς αναστολής πληρωμών.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής υπογράμμισε γενικότερα ότι ο ρόλος των τραπεζών θα είναι πολύ σημαντικός στην προοπτική ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, αλλά παράλληλα ανέφερε ότι θα πρέπει να αλλάξει η επιχειρηματική δομή της οικονομίας, να δημιουργηθούν πιο δυναμικές, ανταγωνιστικές και βιώσιμες επιχειρήσεις. Οι τράπεζες, συμπλήρωσε ο κ. Μυλωνάς, θα έχουν τη σημαντική ευθύνη να κατευθύνουν κεφάλαια προς τους πιο παραγωγικούς τομείς και ταυτόχρονα να δώσουν τις κατάλληλες συμβουλές στους πελάτες τους.
Επίσης θα πρέπει να εντοπίσουν και να στηρίξουν τις πιο βιώσιμες και δυναμικές μικρές επιχειρήσεις, έτσι ώστε αυτές να επενδύσουν στην παραγωγικότητα και να οδηγήσουν σε ισχυρότερη ανάπτυξη.
Το ερώτημα είναι πώς η πιστωτική επέκταση μπορεί να αξιοποιηθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για να χρηματοδοτήσει μία βιώσιμη και μακροχρόνια ανάπτυξη της οικονομίας. Ένας παράγοντας που θα συμβάλλει στην επίτευξη του στόχου αυτού είναι οι επενδύσεις. Όπως επισήμανε ο κ. Μυλωνάς, οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου στην Ελλάδα διαμορφώνονται μόλις στο 11% του ΑΕΠ και για να επιτευχθεί μακροπρόθεσμα μία βιώσιμη ανάπτυξη θα πρέπει σχεδόν να διπλασιαστούν. Αυτό σημαίνει μία μέση ετήσια αύξηση της τάξης των 15 δισ. ευρώ για τα επόμενα 5 χρόνια.
Από τη στιγμή που η ελληνική οικονομία είναι «τραπεζοκεντρική», υπογράμμισε στη συνέχεια, οι τράπεζες θα παρέχουν το μεγαλύτερο μέρος των απαιτούμενων χρηματοδοτήσεων, σε συνδυασμό με το Ταμείο Ανάκαμψης. Ωστόσο, προειδοποίησε ότι δεν θα μπορέσουν να επιτύχουν στην προσπάθειά τους, εάν δεν εφαρμοστούν τα κατάλληλα μέτρα. Πολιτικές για παράδειγμα που θα οδηγούν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις να συμμορφωθούν με τους «κανόνες του παιχνιδιού», ή πολιτικές όπως η προώθηση του ψηφιακού μετασχηματισμού σε συνδυασμό με τη μεγαλύτερη διαφάνεια στις συναλλαγές, θα λειτουργήσουν υποστηρικτικά.
Παράλληλα, η εφαρμογή μέτρων που θα παρέχουν κίνητρα συγχώνευσης στις μικρές επιχειρήσεις, όπως η απευθείας πρόσβαση στους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, μπορούν να αποτελέσουν το προσδοκώμενο κέρδος που θα κινητοποιήσει τις μικρές επιχειρήσεις να εκσυγχρονιστούν, να γίνουν παραγωγικότερες και πιο συνεπείς φορολογικά. Είναι θετικό, κατέληξε ο κ. Μυλωνάς, ότι πολλές από αυτές τις πολιτικές αποτελούν ήδη μέρος του κυβερνητικού μεταρρυθμιστικού προγράμματος.