Οι επιπτώσεις στη δυνατότητα αποπληρωμής δανειακών υποχρεώσεων από τις ανατιμήσεις στην ενέργεια και γενικότερα στα βασικά καταναλωτικά προϊόντα που πιέζουν τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς βρίσκονται ανάμεσα στις βασικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες στη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων.
Ειδικότερα, το ερώτημα που βρίσκεται στο επίκεντρο είναι κατά πόσο οι εξελίξεις στο μέτωπο της ακρίβειας, σε συνδυασμό με τη σταδιακή απόσυρση των μέτρων στήριξης των δανειοληπτών από την πανδημία, θα αποτελέσει εμπόδιο για την συνέχιση της μεγάλης αποκλιμάκωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων που παρατηρήθηκε στην διάρκεια της τελευταίας διετίας.
Όπως ανέφερε την περασμένη εβδομάδα σε τραπεζικό φόρουμ η Φωτεινή Ιωάννου, γενική διευθύντρια Διαχείρισης Απαιτήσεων Εταιρικής και Λιανικής Τραπεζικής της Εθνικής Τράπεζας, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) στο τέλος του τρέχοντος έτους θα έχουν υποχωρήσει στα 15 δισ. ευρώ περίπου από τα 115 - 120 δισ. ευρώ που βρέθηκαν στην κορύφωση της κρίσης το 2015, ως αποτέλεσμα μη οργανικών ενεργειών που έγιναν (πωλήσεις, τιτλοποιήσεις κυρίως τα τελευταία τρία χρόνια και με τη συμβολή του «Ηρακλή») αλλά και οργανικών ενέργειων, όπως οι ρυθμίσεις.
Η επόμενη ημέρα στον τομέα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, είπε η κυρία Ιωάννου, θα εξαρτηθεί από 4 παράμετρους. Η πρώτη παράμετρος σχετίζεται με τη γεωπολιτική κρίση, και ζητήματα όπως η αύξηση του πληθωρισμού, η αύξηση του κόστους ενέργειας, οι πιθανές επιπτώσεις που μπορεί να υπάρχουν στην ανάπτυξη και πως αυτά θα πλήξουν ενδεχομένως το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και αν αυτό θα οδηγήσει σε μια νέα γενιά κόκκινων δανείων. Όπως εκτίμησε η κυρία Ιωάννου, δεν υπάρχει καμία ανησυχητική πρώιμη ένδειξη αλλά οι τράπεζες παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις.
Η δεύτερη παράμετρος αφορά στο τέλος των προγραμμάτων στήριξης. Μέσω του «Γέφυρα 1» έχουν λάβει στήριξη 82.000ς δανειολήπτες με δάνεια 6 δισ. ευρώ και μέσω του «Γέφυρα 2», 13.000 δανειολήπτες με συνολικά 5,4 δισ. ευρώ δάνεια. Και στο τομέα αυτό ανέφερε δεν υπάρχει καμία πρώιμη ένδειξη προς το παρόν που να μας κάνει να πιστεύουμε ότι θα έχουμε νέες ροές ΜΕΔ αλλά χρειάζεται στενή παρακολούθηση.
Η τρίτη παράμετρος σχετίζεται με την πλήρη έναρξη του νέου πτωχευτικού. Στον εξωδικαστικό μηχανισμό υπάρχουν 48.000 ενεργές αιτήσεις (42.000 αιτήσεις από ιδιώτες με συνολικές οφειλές σε τράπεζες και Δημόσιο σχεδόν 16 δισ. ευρώ). Αιτήσεις που πρέπει να επεξεργαστούν και να βρεθούν λύσεις. Υπάρχει ο φορέας ανάκτησης ακινήτων που πρέπει να δούμε πως και ποτέ θα λειτουργήσει. Μια σειρά από αλλαγές δηλαδή που θα φέρει ο νέος πτωχευτικός και μένει να διαπιστωθεί πως θα επηρεάσει το τοπίο, είπε. Η πιο ενδιαφέρουσα παράμετρος είναι η δευτερογενής αγορά των ΜΕΔ, οι συσχετισμοί της αγοράς και οι ευκαιρίες που δημιουργούνται από αυτή την αγορά για το τραπεζικό σύστημα.
Στο ίδιο μήκος κύματος με τις αναφορές της κυρίας Ιωάννου, σύμφωνα με συγκλίνουσες εκτιμήσεις από αρμόδια τμήματα τραπεζών, δεν υπάρχουν πρώιμες ανησυχητικές ενδείξεις για τη δημιουργίας μιας νέας γενιάς κόκκινων δανείων, τέτοιου μεγέθους που να δημιουργήσει ξανά πρόβλημα στο τραπεζικό σύστημα.
Σύμφωνα μάλιστα με τα πρώτα στοιχεία οι εισπράξεις το πρώτο δίμηνο του έτους, πάνε καλύτερα από τον αντίστοιχο πρώτο δίμηνο του 2021. Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, οι νέοι δανειολήπτες στον τομέα της στεγαστικής πίστης στην χώρα μας στη πλειονότητα τους, παρά τις όποιες δυσκολίες αντιμετωπίζουν ορισμένοι, αποπληρώνουν κανονικά τις δόσεις των δανείων τους και είναι απόλυτα συνεργάσιμοι με το τραπεζικό σύστημα.
Οι τράπεζες στρέφουν την προσοχή τους σε δανειολήπτες στεγαστικών δανείων που έχουν προχωρήσει σε ρυθμίσεις των δανείων τους και αντιμετωπίζουν ξανά προβλήματα αποπληρωμής, εξαιτίας της συμπίεσης των οικονομικών τους. Όπως όμως επισημαίνουν παρακολουθούν στενά την πορεία αυτών των δανείων, δεν υποτιμούν το πρόβλημα, ούτε εφησυχάζουν αλλά μέχρι σήμερα τουλάχιστον, όπως προαναφέρθηκε, δεν φαίνεται να δημιουργείται νέα γενιά κόκκινων δανείων, σε αριθμό δανειοληπτών που να δημιουργεί συστημικό πρόβλημα.
Γίνεται μάλιστα λόγος για νέα κόκκινα δάνεια, αρκετά χαμηλότερα από αρχικές εκτιμήσεις που είχαν δει το φως της δημοσιότητα πριν μερικούς μήνες και έκαναν λόγο για περίπου 10 δισ. ευρώ νέα κόκκινα δάνεια, που στη συνέχεια μειώθηκαν στα 5 δισ. ευρώ. Οι τελευταίες εκτιμήσεις τώρα κάνουν λόγο για πολύ μικρότερα ποσά νέων κόκκινων δανείων, που θα κυμαίνονται περίπου στο 1 δισ. ευρώ.
Σε κάθε περίπτωση, όπως έχουν επισημάνει οι διοικήσεις των τραπεζών αλλά και η Τράπεζα της Ελλάδος, η προσπάθεια μείωσης την ΜΕΔ συνεχίζεται καθώς παρά την τεράστια μείωση τους σε μονοψήφια ποσοστά ως προς το σύνολο των δανείων στο τέλος του 2022, παραμένει υψηλός σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (2,3% σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών). Επομένως, είναι αναγκαίο οι τράπεζες να υλοποιήσουν άμεσα τις στρατηγικές τους για περαιτέρω μείωση, διασφαλίζοντας ταυτοχρόνως ότι είναι σε θέση να απορροφήσουν πλήρως το κόστος της υλοποίησης των εν λόγω στρατηγικών, όπως έχει τονίσει η ΤτΕ.