Την προειδοποίηση ότι η καταναλωτική συμπεριφορά μεταβάλλεται ταχύτερα από τη δυνατότητα των εταιρειών να αντιδράσουν διατυπώνει η UΒS σε πρόσφατη μελέτη της σχετικά με το μέλλον των εταιρειών «γρήγορης μόδας» (fast fashion) που κυριαρχούν στο λιανεμπόριο παγκοσμίως, αναδεικνύοντας την πανδημία σε καταλύτη που επιταχύνει τις εξελίξεις.
Οι αναλυτές της UΒS σημειώνουν εμφατικά ότι οι εταιρείες fast fashion (όπως οι Zara, H&M Group, GAP κ.α.) κινδυνεύουν να δουν κάμψη των εσόδων τους μεταξύ 10% και 30% μέσα στα επόμενα πέντε έως δέκα έτη εάν δεν κάνουν τις απαιτούμενες προσαρμογές, παρομοιάζοντας την προοπτική αιφνίδιας επιδείνωσης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος για τις διεθνείς αλυσίδες fast fashion με την αντίστοιχη περιδίνηση στην οποία εισήλθαν οι εταιρείες ζαχαρούχων αναψυκτικών στο πρόσφατο παρελθόν, τα έσοδα των οποίων συρρικνώθηκαν κατά 25% μέσα σε μόλις μία διετία.
Χαρακτηριστικά είναι τα ευρήματα της έρευνας της UBS που έγινε το προηγούμενο διάστημα σε καταναλωτές στη Βρετανία, τη Γερμανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα με τα οποία περισσότεροι από τους μισούς ερωτηθέντες δήλωσαν ότι γνωρίζουν άτομα που έχουν ήδη μεταβάλει τις καταναλωτικές τους συνήθειες στην βάση περιβαλλοντικών ανησυχιών.
Περαιτέρω, παρά το γεγονός ότι το 58% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι είχε άγνοια σχετικά με το περιβαλλοντικό αποτύπωμα της βιομηχανίας της μόδας, το 25% αυτών σημειώνει ότι πλέον προτίθεται να μετριάσει τις αγορές του σε είδη fast fashion, με έναν στους τρεις να δηλώνει διατεθειμένος να αναζητήσει πιο βιώσιμα αλλά και ηθικά κατασκευασμένα ρούχα.
Την έρευνα της UBS επιβεβαιώνει αντίστοιχη ανάλυση της Moody’s Investors Service που είδε το φως της δημοσιότητας μόλις την περασμένη εβδομάδα, και η οποία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τόσο οι εταιρείες fast fashion όσο και τα brands που στηρίζονται στην εξαιρετικά χαμηλή τιμή (discount brands) θα συναντήσουν σημαντικές προκλήσεις τα επόμενα έτη σε ό,τι αφορά τον επιβαρυντικό τους ρόλο σε μία σειρά από ζητήματα, τόσο περιβαλλοντικού όσο και κοινωνικού ενδιαφέροντος.
Ρούχα σε χωματερές
Και στις δύο περιπτώσεις μάλιστα, οι αναλυτές σημειώνουν ότι η αποσπασματική αντιμετώπιση των εν λόγω προκλήσεων -π.χ. η διάθεση συλλογών με χαρακτηριστικά αειφόρου παραγωγής, ή η αναζήτησή νέων υλικών- δεν λύνει το πρόβλημα, δεδομένου ότι η νέα γενιά καταναλωτών απορρίπτει ολοένα και περισσότερο την ιδέα των τόσο «αναλώσιμων» ρούχων στο σύνολο της.
Το πλέον επιβαρυντικό, εξάλλου, στοιχείο για τις αλυσίδες fast fashion που γιγαντώθηκαν τις τρεις προηγούμενες δεκαετίες συνιστά το ίδιο στοιχείο που τις εκτόξευσε στην κορυφή αρχικά, ήτοι ο τεράστιος όγκος διαθέσιμων ρούχων, σε πολύ ανταγωνιστικές τιμές και η αέναη ανανέωση των συλλογών των καταστημάτων τους που με την σειρά της εθίζει τον πελάτη στην άμεση ικανοποίηση μίας εφήμερης καταναλωτικής ανάγκης.
Έναν χρόνο μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, κι ενώ έγινε πιο διάφανη από ποτέ η εφοδιαστική αλυσίδα της βιομηχανίας της μόδας στην πιο δυσμενή εκδοχή της -ακυρωμένες παραγγελίες παραγωγής ρούχων αξίας δισεκατομμυρίων ευρώ σε χώρες φθηνού κόστους της νοτιοανατολικής Ασίας, τόνοι αδιάθετων ρούχων σε ανεξέλεγκτες χωματερές και απλήρωτοι εργάτες χωρίς καμία εργασιακή προοπτική- έχει γίνει πλέον πασιφανές ότι μπορούμε να ζήσουμε και με λιγότερα ρούχα και παπούτσια.
Επείγουσα ανάγκη για νέο μοντέλο
Στο περιβάλλον αυτό, οι αναλυτές της UBS εκτιμούν ότι απαιτείται η εκ βάθρων ανανέωση του επιχειρηματικού μοντέλου των εταιρειών fast fashion ώστε να ανταποκριθούν στις ραγδαία μεταβαλλόμενες συνθήκες. Αντί της γρήγορης παραγωγής, απαιτείται η επιβράδυνση του κύκλου παραγωγής, η μείωση του όγκου των παραγώμενων ειδών, η επιμήκυνση του κύκλου ζωής τους στην βάση της επιλογής καλύτερων υλικών παραγωγής, καθώς και η έμπρακτη δέσμευση στην ιδέα και πρακτική της κυκλικότητας.
Εν κατακλείδι, είναι ανάγκη να υπάρξει πραγματική μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος της βιομηχανίας της μόδας αλλά και ορατή βελτίωση των συνθηκών εργασίας κατά μήκος της εφοδιαστικής αλυσίδας, προειδοποιούν οι αναλυτές της UBS, εάν οι επιχειρήσεις fast fashion επιθυμούν να απαντήσουν με επιτυχία στις απαιτήσεις μίας νέας γενιάς, πιο συνειδητοιημένων καταναλωτών, της μετά covid-19 εποχής.