Οι διαταραχές που προκάλεσε η πανδημία του COVID-19 και η γεωπολιτική και μακροοικονομική αβεβαιότητα, παρέχουν μια ευκαιρία στα ανώτατα στελέχη των οικονομικών διευθύνσεων, να επανεξετάσουν τον ρόλο του τμήματός τους και τον τρόπο σύνταξης και παρουσίασης των εταιρικών αναφορών, αναφέρει η έκτη ετήσια παγκόσμια έρευνα του Τμήματος Χρηματοοικονομικών Λογιστικών Συμβουλευτικών Υπηρεσιών (FAAS) της ΕΥ, με τίτλο «How can corporate reporting connect your business to its true value?».
Συγκεκριμένα, στην έρευνα της EY συμμετείχαν περισσότεροι από 1.000 CFOs από 26 χώρες, οι οποίοι προβλέπουν ότι οι οικονομικές διευθύνσεις θα είναι πολύ διαφορετικές στο μέλλον, κάνοντας σημαντική στροφή προς ένα πιο έξυπνο λειτουργικό μοντέλο. Το 53% των ερωτηθέντων, πιστεύουν ότι περισσότερες από τις μισές διεργασίες που σχετίζονται με τις χρηματοοικονομικές και εταιρικές αναφορές, θα διεκπεραιώνονται από την Τεχνητή Νοημοσύνη μέσα στα επόμενα τρία χρόνια. Συγχρόνως, το 54% πιστεύουν πως είναι πιθανό η οικονομική διεύθυνση να βασίζεται σε συστήματα blockchain.
Ωστόσο, για να αξιοποιηθούν πλήρως οι νέες, ευφυείς τεχνολογίες στην προετοιμασία εταιρικών αναφορών, οι ερωτηθέντες θεωρούν βασική προϋπόθεση την οικοδόμηση εμπιστοσύνης. Ως εκ τούτου, περισσότεροι από τα δύο τρίτα (68%) των στελεχών που συμμετείχαν στην έρευνα, τονίζουν ότι η διακυβέρνηση, τα συστήματα ελέγχου και το πλαίσιο ηθικής γύρω από τη χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης, χρήζουν περαιτέρω ανάπτυξης και βελτίωσης.
Ελλείψει τέτοιων πλαισίων, η πλειοψηφία των CFOs (63%) ανησυχούν για τους ενδεχόμενους ρυθμιστικούς κινδύνους και κινδύνους ασφαλείας, που συνδέονται με τη χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης στις χρηματοοικονομικές λειτουργίες και τις εταιρικές αναφορές. Ταυτόχρονα, πολλοί από τους συμμετέχοντες δεν έχουν πλήρη εμπιστοσύνη στις επιδόσεις αυτών των συστημάτων, με το 47% να αναφέρουν ότι η ποιότητα και η εγκυρότητα των χρηματοοικονομικών δεδομένων που εξάγονται από την Τεχνητή Νοημοσύνη, δεν μπορεί να είναι ίδια με τα δεδομένα των παραδοσιακών χρηματοοικονομικών συστημάτων.
Τοποθετώντας την οικονομική διεύθυνση στο επίκεντρο των εταιρικών αναφορών σχετικά με τη δημιουργία βιώσιμης μακροπρόθεσμης αξίας
Σε μια εποχή όπου επενδυτές και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη αναμένουν από τις επιχειρήσεις να υιοθετήσουν μια πιο μακροπρόθεσμη προοπτική και να εστιάσουν στη δημιουργία μακροπρόθεσμης αξίας, η έρευνα δείχνει ότι η πλειονότητα των CFOs (72%) πράγματι ενστερνίζονται αυτή τη νέα τάση. Περισσότεροι από δύο στους τρεις (69%) ερωτηθέντες, δηλώνουν ότι οι CFOs και τα ανώτατα χρηματοοικονομικά στελέχη θεωρούνται, από τα ενδιαφερόμενα μέρη, ως οι κύριοι υπεύθυνοι για τη μακροπρόθεσμη αξία στις επιχειρήσεις τους.
Τα δύο τρίτα (66%) των στελεχών που συμμετείχαν στην έρευνα υποστηρίζουν ότι η ζήτηση για οικονομικές αναλύσεις και προγνώσεις που εστιάζουν στο μέλλον, έχει αυξηθεί τους τελευταίους 12 μήνες. Οι ερωτηθέντες αναφέρουν ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη αναζητούν, επίσης, μη χρηματοοικονομικές πληροφορίες στις εταιρικές αναφορές, όπως δεδομένα για θέματα περιβάλλοντος, κοινωνίας και διακυβέρνησης (ESG). Αυτή η αυξανόμενη έμφαση σε υψηλής ποιότητας μη χρηματοοικονομική πληροφόρηση, επιβεβαιώνεται και από το 65% των ερωτηθέντων οι οποίοι πιστεύουν ότι υπάρχει σημαντική αξία για τις επιχειρήσεις τους, που δεν μετριέται ή δεν επικοινωνείται μέσω των παραδοσιακών δεικτών μέτρησης απόδοσης (KPIs), όπως, για παράδειγμα, η αξία της εμπορικής επωνυμίας (brand) και το ανθρώπινο δυναμικό.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας, ο κος Κώστας Σταθόπουλος, Εταίρος και Επικεφαλής του Τμήματος Χρηματοοικονομικών Λογιστικών Συμβουλευτικών Υπηρεσιών (FAAS) της ΕΥ Ελλάδος, παρατηρεί ότι: «Καθώς οι επενδυτές και τα ενδιαφερόμενα μέρη επιζητούν από τις επιχειρήσεις αναλυτικότερη ενημέρωση για μη χρηματοοικονομικά στοιχεία, οι οικονομικές διευθύνσεις θα πρέπει να ξανασκεφτούν τον ρόλο τους και τη συμβολή τους στο πώς επικοινωνείται η μακροπρόθεσμη αξία που δημιουργούν οι οργανισμοί τους. Την ίδια ώρα, η πανδημία φαίνεται να επιταχύνει τη διείσδυση των νέων τεχνολογιών στη λειτουργία των οικονομικών διευθύνσεων. Αυτό δημιουργεί νέες προκλήσεις, μεταξύ των οποίων και η ανάγκη εμπέδωσης εμπιστοσύνης στις νέες αυτές τεχνολογίες».