Θα υπάρξει ένα «πρόσθετο μεσοδιάστημα» μεταξύ του σχεδιαζόμενου τερματισμού του προγράμματος αγορών ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας το καλοκαίρι και της πρώτης αύξησης των επιτοκίων της μετά από μία δεκαετία και πλέον, δήλωσε σήμερα η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, μιλώντας σε συνέδριο στη Φρανκφούρτη.
Επαναλαμβάνοντας το μήνυμα που έστειλε την προηγούμενη εβδομάδα, η Λαγκάρντ είπε ότι οι αυξήσεις του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ θα είναι σταδιακές και θα γίνουν μετά από κάποιο χρόνο από τη λήξη του προγράμματος αγορών ομολόγων, η οποία αναμένεται στο τρίτο τρίμηνο του 2022, αν δεν υπάρξει περαιτέρω χρηματοπιστωτική αναταραχή.
«Με αυτό διατηρείται η παραδοσιακή λογική αλληλουχίας (των πολιτικών μας), αλλά μας δίνει και επιπλέον χρόνο, αν χρειαστεί, μετά τον τερματισμό των αγορών ομολόγων και πριν κάνουμε το επόμενο βήμα προς την ομαλοποίηση», σημείωσε.
Οι επενδυτές ενίσχυσαν τα στοιχήματά τους για αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ μετά τη χθεσινή αύξηση των επιτοκίων από την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (Fed), για πρώτη φορά από την έναρξη της πανδημίας και παρά την αβεβαιότητα από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Οι αγορές χρήματος προεξοφλούν αυξήσεις του επιτοκίου αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ κατά σχεδόν μισή ποσοστιαία μονάδα έως το τέλος του έτους, ώστε να φτάσουν σε μηδενικό επίπεδο μετά από οχτώ χρόνια σε αρνητικό έδαφος.
Η ΕΚΤ έχει δηλώσει ότι πρέπει να είναι βέβαιη πως ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη θα σταθεροποιηθεί στο 2% πριν αυξήσει τα επιτόκια.
Μιλώντας μετά τη Λαγκάρντ, ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ, Φίλιπ Λέιν, είπε ότι ο δομικός πληθωρισμός, ο οποίος ανήλθε στο 2,9% τον Φεβρουάριο, πιθανότατα θα μειωθεί σταδιακά, καθώς οι τιμές των καυσίμων θα σταματήσουν να αυξάνονται.
Ο Λέιν υπολόγισε ότι περίπου 80 μονάδες βάσης (0,8 της ποσοστιαίας μονάδας) του δομικού πληθωρισμού οφείλεται αποκλειστικά στο σοκ του ενεργειακού κόστους.
Η Λαγκάρντ επανέλαβε ότι η ΕΚΤ μπορεί να χρησιμοποιήσει νέα εργαλεία για να διασφαλίσει ότι η νομισματική πολιτική θα μεταδίδεται σε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης καθώς θα τερματίζει τις αγορές ομολόγων.
Τα εργαλεία αυτά έχουν βοηθήσει στον περιορισμό της διαφοράς στο κόστος δανεισμού της Γερμανίας και χωρών με υψηλό χρέος, όπως η Ιταλία και η Ελλάδα.
«Αν είναι ανάγκη, μπορούμε να σχεδιάσουμε και να χρησιμοποιήσουμε νέα μέσα για να διασφαλίσουμε τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής καθώς προχωρούμε προς την ομαλοποίηση της πολιτικής, όπως έχουμε δείξει σε πολλές περιπτώσεις στο παρελθόν», πρόσθεσε.