Συμβιβασμός για να αυξηθεί η παραγωγή πετρελαίου, μετά την πρωτοφανή σύγκρουση εντός ΟΠΕΚ ανάμεσα στη Σ. Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, φαίνεται πως θα υπάρξει μέσα στο Σαββατοκύριακο, καθώς οι υπουργοί του ΟΠΕΚ+, όπως μεταδίδει το Reuters, σχεδιάζουν να πραγματοποιήσουν την επόμενη συνεδρίασή τους αύριο, Κυριακή.
Οι ανησυχίες για την τιμή του πετρελαίου κλιμακώθηκαν τις τελευταίες εβδομάδες, καθώς προβλέπεται ότι η ζήτηση θα επανέλθει το 2022 στα προ πανδημίας επίπεδα, ενώ δεν έχει υπάρξει ως τώρα μια συμφωνία μεταξύ των πετρελαιοπαραγωγικών χωρών για την αύξηση της παραγωγής. Οι τιμές του αργού ανέβηκαν σε υψηλά 2,5 ετών τις προηγούμενες εβδομάδες, ενώ, όπως φαίνεται και στο γράφημα για τις τιμές των προθεσμιακών συμβολαίων του brent, οι διακυμάνσεις ήταν μεγάλες τις τελευταίες ημέρες.
Οι διακυμάνσεις του μπρεντ
Η άνοδος των διεθνών τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου ήταν ένας από τους παράγοντες που προκάλεσαν την αύξηση του πληθωρισμού διεθνώς και ο κυριότερος παράγοντας πίσω από το άλμα του πληθωρισμού στην Ελλάδα τον Μάιο, όπου εκτινάχθηκε στο 1%, όπως φαίνεται στο γράφημα της ΕΛΣΤΑΤ.
Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα
Τις εξελίξεις προς την κατεύθυνση μιας συμφωνίας των πετρελαιοπαραγωγών κρατών απελευθέρωσε ο συμβιβασμός που υπήρξε μεταξύ δύο στενών συμμάχων, της Σ. Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (ΗΑΕ), που είχαν έλθει σε μια πρωτοφανή στην ιστορία του ΟΠΕΚ σύγκρουση, επειδή τα ΗΑΕ τάσσονταν υπέρ μιας μεγάλης αύξησης παραγωγής, την οποία ήθελε να αποτρέψει η Σαουδική Αραβία. Αυτή η αντιπαράθεση είχε μπλοκάρει τις συνομιλίες στον ΟΠΕΚ+, που περιλαμβάνει και τη Ρωσία. Το Reuters σημειώνει, πάντως, ότι δεν κατέστη δυνατή η επικοινωνία με τον ΟΠΕΚ για να υπάρξει σχολιασμός της πληροφορίας περί συνάντησης των υπουργών αύριο.
Σημειώνεται ότι πέρυσι, ο ΟΠΕΚ+ είχε καταλήξει σε συμφωνία για ρεκόρ περικοπής της παραγωγής πετρελαίου, λόγω της μείωσης στην κατανάλωση που προκάλεσε η πανδημία, κατά σχεδόν 10 εκατ. βαρέλια την ημέρα. Σταδιακά, η μείωση παραγωγής περιορίσθηκε στα 5,8 εκατ. βαρέλια ημερησίως, αλλά εκτιμάται ότι χρειάζεται μια νέα συμφωνία για να εξισορροπηθεί η σημαντική αύξηση της παγκόσμιας κατανάλωσης. Στις τελευταίες συζητήσεις, που δεν είχαν καταλήξει σε αποτέλεσμα, βρισκόταν στο τραπέζι πρόταση για περαιτέρω αύξηση παραγωγής κατά 2 εκατ. βαρέλια.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι, για να ξεπερασθεί η αντιπαράθεση με τα Εμιράτα, η Σ. Αραβία έχει αποδεχθεί να αλλάξει η βάση υπολογισμού της παραγωγής των Εμιράτων, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στο Ριάντ να αυξήσει περαιτέρω την παραγωγή του περίπου κατά 480.000 βαρέλια.
Σε κάθε περίπτωση, αναλυτές των μεγάλων διεθνών τραπεζών επισημαίνουν ότι, ακόμη και αν υπάρξει συμφωνία για μια αύξηση παραγωγής, στο πλαίσιο των προτάσεων που έχουν ήδη γίνει γνωστές, η παραγωγή θα παραμείνει σε χαμηλότερα επίπεδα από την παγκόσμια ζήτηση και δεν θα υπάρξει σημαντική μείωση των διεθνών τιμών.
Η ζήτηση επιστρέφει στα προ πανδημίας επίπεδα
Έκθεση του ΟΠΕΚ αναφέρει ότι η ζήτηση πετρελαίου αναμένεται το 2022 να επιστρέψει στα προ πανδημίας επίπεδα, κυρίως λόγω της αύξησης της ζήτησης από τις ΗΠΑ, την Κίνα και την Ινδία. Το 2021, η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 6 εκατ. βαρέλια την ημέρα και θα ανέλθει σε 96,6 εκατ. βαρέλια ημερησίως.
Το 2022, η ζήτηση θα αυξηθεί περαιτέρω, κατά 3,3 εκατ. βαρέλια την ημέρα, στα 99,86 εκατ. βαρέλια, για να ξεπεράσει το όριο των 100 εκατ. βαρελιών από το β΄ εξάμηνο του 2022, επανερχόμενη στα προ της πανδημίας επίπεδα.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΟΠΕΚ, οι χώρες εκτός του καρτέλ θα έχουν μικρότερη παραγωγή σε σχέση με τις προηγούμενες προβλέψεις, παρότι αναθεωρήθηκαν θετικά οι προβλέψεις για την παραγωγή από τις ΗΠΑ και τον Καναδά.
Η αύξηση της ζήτησης πετρελαίου καθοδηγείται, όπως σημειώνει ο ΟΠΕΚ, από τις προσδοκίες για επιτάχυνσης της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης το 2022, χάρη στον καλύτερο έλεγχο της πανδημίας, ιδίως σε αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες χώρες. Ο ΟΠΕΚ προβλέπει ότι η παγκόσμια οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 5,5% το 2021 και 4,1% το 2022.
Τις τελευταίες ημέρες, πάντως, η τιμή του πετρελαίου υποχώρησε, λόγω των ανησυχιών που έχει δημιουργήσει η ταχεία εξάπλωση της μετάλλαξης Δέλτα του κορονοϊού, αλλά και επειδή υπήρξαν πληροφορίες για μια επικείμενη αύξηση της παραγωγής από τον ΟΠΕΚ.