Κάθε τόσο ακούμε και διαβάζουμε για επαγγελματικές ομάδες που βρίσκονται αντιμέτωπες με τις οδυνηρές οικονομικές συνέπειες του κορονοϊού, ακόμη και με τη χρεοκοπία. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά σε δημοσίευμα της Deutsche Welle, μία έρευνα της οικονομικής εκπομπής Plusminus για το πρώτο κανάλι της γερμανικής τηλεόρασης (ARD) δίνει μία διαφορετική εικόνα: Το 61% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι το εισόδημά του παραμένει λίγο πολύ σταθερό, όπως και πριν από την πανδημία. Την ίδια στιγμή ένα αξιοσημείωτο ποσοστό του 12% υποστηρίζει ότι το διαθέσιμο εισόδημα έχει αυξηθεί. Μάλιστα σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν πολλά νοικοκυριά από υψηλότερες εισοδηματικές κατηγορίες, δηλαδή με εισόδημα άνω των 3.500 μηνιαίως.
Δυστυχώς ένα επίσης αξιοσημείωτο ποσοστό 13% διαπιστώνει ότι το εισόδημά του έχει μειωθεί στην περίοδο της πανδημίας. Το ιδιαίτερα ανησυχητικό στοιχείο είναι ότι σε αυτή την κατηγορία περιλαμβάνονται πολλά νοικοκυριά που ούτως ή άλλως ανήκαν στις χαμηλότερες εισοδηματικές κατηγορίες, με συνολικό εισόδημα κάτω από 1.500 ευρώ μηνιαίως. Αυτό σημαίνει ότι η ψαλίδα των ειδοσηματικών ανισοτήτων αυξάνεται, αν και οι 3 στους 4 Γερμανούς δεν βιώνουν κάποια επιδείνωση στην οικονομική τους κατάσταση λόγω κορωνοϊού.
Δύο κατηγορίες εργαζομένων;
Πώς εξηγούνται όλα αυτά; Ο Αντρέας Χάκεταλ, καθηγητής στο Ινστιτούτο Οικονομικών Μελετών SAFE του πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης, λέει ότι υπάρχει λογική εξήγηση και μάλιστα παρόμοια εικόνα είχε προκύψει από παλαιότερη έρευνα που είχε διεξάγει ο ίδιος το 2020. Περίπου το 80% των ερωτηθέντων έλεγε ότι δεν βλέπει κάποια επιδείνωση στην οικονομική του κατάσταση. «Αν δούμε το σύνολο της κοινωνίας, έχουμε από τη μία πλευρά τους αυτοαπασχολούμενους, που πράγματι έχουν υποστεί μεγάλο πλήγμα, καθώς και τους εργαζόμενους σε ευέλικτες μορφές εργασίας, πολλές φορές με χαμηλό εισόδημα» λέει ο Γερμανός αναλυτής. «Αλλά αυτοί δεν αποτελούν την πλειονότητα. Γιατί έχουμε και τους υψηλόμισθους ιδιωτικούς υπαλλήλους σε σταθερή σχέση εργασίας, έχουμε τους δημοσίους υπαλλήλους, τους συνταξιούχους. Όλοι αυτοί, που αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία, πράγματι δεν έχουν δει επιδείνωση στην οικονομική τους κατάσταση».
Αλλά βέβαια τα έσοδα είναι το ένα σκέλος. Το άλλο σκέλος είναι τα έξοδα. Είναι προφανές ότι όσο μειώνονται τα έξοδά μας τόσο βελτιώνεται η οικονομική μας κατάσταση, εφόσον τα έσοδα παραμένουν σταθερά. Και αυτό ακριβώς συμβαίνει στην έρευνα του Plusminus με ένα ποσοστό 56% των ερωτηθέντων, που δηλώνει ότι στην περίοδο της πανδημίας έχει διαθέσει λιγότερα χρήματα για καταναλωτικές δαπάνες. Άλλωστε τα περισσότερα εμπορικά καταστήματα παραμένουν κλειστά, ενώ ο τουρισμός και τα ταξίδια, ένας κλάδος στον οποίο ανέκαθεν οι Γερμανοί διέθεταν πολλά χρήματα, έχουν εκμηδενισθεί λόγω των περιοριστικών μέτρων. Μόνο ένα ποσοστό 16% δηλώνει ότι τα έξοδά του αυξήθηκαν σε καιρούς πανδημίας.
Αυξάνεται η αποταμίευση
Τα αυξημένα έσοδα προφανώς αυξάνουν και τη διάθεση για αποταμίευση. Ούτως ή άλλως ένα ποσοστό 10% των Γερμανών πάντα έβαζε χρήματα στην άκρη. Στην περίοδο της πανδημίας το ποσοστό αυτό έχει αυξηθεί στο 16,2%. «Δεν έχουμε ξαναδεί κάτι τέτοιο, όλο και περισσότεροι πελάτες διαθέτουν όλο και περισσότερα χρήματα στο τέλος του μήνα», λέει η Αν Κάτριν Χάρτβιγκ, επικεφαλής του τμήματος εξυπηρέτησης της Commerzbank στην ARD. Που θα πάνε αυτά τα χρήματα; Ο οικονομολόγος Αντρέας Χάκενταλ έχει ήδη μία απάντηση: «Ένα μέρος θα διοχετευθεί αργότερα στην κατανάλωση, για να αναπληρωθεί η στέρηση της πανδημίας. Ένα άλλο κομμάτι θα πάει στο χρηματιστήριο ή για ιδιωτικά προγράμματα συντάξεων ή ακόμη και για αποπληρωμή παλαιότερων χρεών και δανείων».
Για τα περισσότερα νοικοκυριά η επόμενη μεγάλη δαπάνη, μετά την πανδημία, θα είναι οι διακοπές του καλοκαιριού. Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι σε ένα πρώτο στάδιο οι καταναλωτές θα αντιμετωπίσουν αυξημένες τιμές, καθώς η ζήτηση ενισχύεται σημαντικά, ενώ η προσφορά φέτος εμφανίζεται μειωμένη. Αλλά μεσοπρόθεσμα η κατάσταση θα ισορροπήσει. Συνολικά στην ευρωζώνη ο πληθωρισμός αυτή τη στιγμή κυμαίνεται γύρω στο 1,5% και προβλέπεται να πλησιάσει το 3% μόλις αυξηθεί η ζήτηση για συγκεκριμένα αγαθά, αλλά αναμένεται να υποχωρήσει και πάλι γύρω στο 1,2% από το 2022.