Στα 73 του χρόνια, ο Μάριο Ντράγκι, που έσωσε το ευρώ το 2012 με την ιστορική φράση «whatever it takes», καλείται να επαναλάβει τον άθλο αυτόν στην πατρίδα του, Ιταλία. Με σίγουρη την εμπιστοσύνη από το Βερολίνο και τη Λαγκάρντ, ο πρώην πρόεδρος της ΕΚΤ καλείται να σχηματίσει κυβέρνηση και να λύσει την τριπλή κρίση της Ιταλίας: μία πανδημία που την έχει «γονατίσει», μία οικονομία σε μεγάλο πρόβλημα, με τα χειρότερα να έρχονται που ταυτόχρονα θα πρέπει να διαθέσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα μεγάλα κονδύλια που θα έρθουν στην χώρα από το Ταμείο Ανάκαμψης, μετά από μία μεγάλη πολιτική κρίση.
Το μεγάλο ερώτημα αρχικά, όπως τονίζει ο Economist, είναι αν μπορεί ο πρώην κεντρικός τραπεζίτης να κερδίσει την υποστήριξη του Κοινοβουλίου.
Σίγουρα για τη γειτονική χώρα αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που ένας τεχνοκράτης καλείται στο προεδρικό μέγαρο για να πάρει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Ο κ. Ντράγκι δέχτηκε την προεδρική εντολή, υπό την προϋπόθεση να έχει τη στήριξη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Οι αγορές αμέσως αντέδρασαν θετικά και το spread μεταξύ ιταλικών και γερμανικών κρατικών ομολόγων, το οποίο είχε διευρυνθεί, επειδή αυξάνονται οι αμφιβολίες σχετικά με την ικανότητα της Ιταλίας να εξοφλήσει τα τεράστια χρέη της, συρρικνώθηκε κατά 8% σε λίγο πάνω από 100 μονάδες βάσης. Η αντίδραση ήταν κατανοητή, τονίζει ο Economist.
Όπως σημείωσε ο κ. Ντράγκι, η Ιταλία αντιμετωπίζει μια δύσκολη στιγμή. Τον Μάρτιο, η απαγόρευση των απολύσεων πρόκειται να αρθεί, απελευθερώνοντας ένα κύμα απωλειών θέσεων εργασίας. Και μέχρι τα τέλη Απριλίου, η κυβέρνηση πρέπει να συμφωνήσει για το πώς θα δαπανήσει περισσότερα από 200 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και δάνεια από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ. Οι επιχορηγήσεις από μόνες τους είναι πάνω από το 50% από όσα πήρε η χώρα από το σχέδιο Μάρσαλ μετά τον πόλεμο.
Μία ήττα για την ιταλική δημοκρατία
Σίγουρα, λίγοι στη θέση του είναι καλύτερα προετοιμασμένοι για να αντιμετωπίσουν την οικονομική πρόκληση από τον «Σούπερ Μάριο», τον άνθρωπο του οποίου η αποφασιστική δράση έσωσε το ευρώ το 2012. Από την άλλη, όμως, το αποτέλεσμα της πολιτικής κρίσης που ξέσπασε όταν ο κ. Κόντε παραιτήθηκε στις 26 Ιανουαρίου αποτελεί ένα θρίαμβο για τον κ. Ρέντσι. «Έριξε» έναν συνασπισμό του οποίου οι πολιτικές, συμπεριλαμβανομένων των σχεδίων του για την κατανομή των κονδυλίων της ΕΕ, αποδοκιμάζονταν όλο και περισσότερο. Κατάφερε να απομακρύνει έναν δημοφιλή πρωθυπουργό και μάλιστα χωρίς καν να πάει σε εκλογές που θα μπορούσαν να καταστρέψουν το μικρό κόμμα του κ. Ρέντσι. Το Ιtalia Viva είχε αρκετές έδρες στο κοινοβούλιο ώστε να παίζει καθοριστική ρόλο για τη διατήρηση της πλειοψηφίας του Κόντε, αλλά οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι τώρα έχει την υποστήριξη κάτω του 3% του εκλογικού σώματος.
Ωστόσο, αναλυτές υποστηρίζουν ότι η νίκη του κ. Ρέντσι δεν ήταν και μία νίκη για την ιταλική δημοκρατία. Κάτι δεν πάει καλά σε μια χώρα όπου ένα κόμμα τόσο μικρό μπορεί να ρίξει μια κυβέρνηση, σε μια χώρα μάλιστα που έχει συνηθίσει εδώ και δεκαετίες να τίθεται υπό την ηγεσία τεχνοκρατών. Ο πρώτος ήταν ο Κάρλο Ατσέλιο Τσάμπι - όπως ο κ. Ντράγκι, πρώην κυβερνήτης της Τράπεζας της Ιταλίας. Ο κ. Τσάμπι ανέλαβε τα καθήκοντά του το 1993, καθώς η μεταπολεμική πολιτική σκηνή της χώρας, στην οποία κυριαρχούσαν οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Κομμουνιστές, διαλύθηκε. Έμεινε στο τιμόνι μέχρι τις εκλογές του επόμενου έτους. Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι ανέλαβε την εξουσία και έπεσε το 1995, οπότε ένας άλλος τεχνοκράτης από την Τράπεζα της Ιταλίας, ο Λάμπερτο Ντίνι, δέχτηκε να ηγηθεί μιας κυβέρνησης που αποτελείται κυρίως από τεχνοκράτες όπως ο ίδιος.
Το επόμενο «υπαρξιακό τραύμα» της χώρας, ένα αποτέλεσμα της ευρύτερης κρίσης του ευρώ, έφερε τον πρώην επίτροπο Μάριο Μόντ, στην εξουσία το 2011. Στη συνέχεια, μετά τις εκλογές του 2018, όταν οι ηγέτες της από τη σκληρή δεξιά του βορρά και το Κίνημα Πέντε Αστέρων δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν για το ποιος θα έπρεπε να ηγηθεί, ήρθε ο Κόντε.
Φτάνοντας στην σημερινή κρίση, πολλοί θα πουν ότι η εναλλακτική λύση σε έναν τεχνοκράτη πρωθυπουργό, και η φυσιολογική απάντηση στις περισσότερες δημοκρατίες, είναι η προσφυγή στις κάλπες. Ο κ. Ματταρρέλα υποστήριξε ωστόσο ότι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ιταλία είναι πολύ επείγουσες για να επιτρέψουν μία έκτακτη εκλογική διαδικασία. Όμως, με αυτόν τον τρόπο, επισήμανε ένα άλλο μειονέκτημα: τις δύσκολες διαδικασίες της Ιταλίας για τη μεταφορά εξουσίας. Ο πρόεδρος υπενθύμισε ότι χρειάστηκαν πέντε μήνες για να σχηματιστεί κυβέρνηση το 2018 και τέσσερις μήνες το 2013. Ο κ. Ματταρέλλα υπογράμμισε ότι θέλει μια υψηλού επιπέδου διοίκηση που «δεν πρέπει να ταυτίζεται με καμία πολιτική παράταξη».
Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι το επόμενο υπουργικό συμβούλιο θα πρέπει να είναι καθαρά τεχνοκρατικό. Οι μη πολιτικοί πρωθυπουργοί της Ιταλίας δεν φέρνουν στην κυβέρνηση μόνο τεχνοκράτες. Παράδειγμα το υπουργικό συμβούλιο του κ. Τσάμπι και οι δύο κυβερνήσεις του κ. Κόντε. Όλες, ωστόσο, υπέφεραν από δύο κοινές αδυναμίες. Οι ηγέτες τους ήταν καινούργιοι στην πολιτική σκηνή. Και όσο κι αν είναι τεχνοκράτες, εξαρτώνται για την επιβίωσή τους από την καλή θέληση των πολιτικών σε κοινοβουλευτικούς συνασπισμούς.
Μέση λύση για την κυβέρνηση Ντράγκι
Η ιταλική δημόσια τηλεόραση, Rai, ανέφερε ότι δεν αποκλείεται να επιλεγεί μια «μεικτή λύση», με τη λίστα υπουργών να προέρχονται και από τον χώρο της πολιτικής, όσο και από την αγορά και τις επιχειρήσεις. Έτσι ο Ντράγκι, φτιάχνοντας μία «τεχνοκρατική» αλλά και «πολιτική» κυβέρνηση θα προσπαθήσει να αποφύγει τις αντιρρήσεις του Κινήματος Πέντε Αστέρων (Μ5S), που έχει μιλήσει ανοιχτά για την ανάγκη προσφυγής στις κάλπες. Έτσι θέλει να έχει την υποστήριξη – ή έστω την ανοχή – των πολιτικών αλλά να έχει και ταυτόχρονα μία ευχέρεια κινήσεων στις πολιτικές που θα ακολουθήσει.
Ο Μάριο Ντράγκι αναμένεται, δηλαδή, να στείλει το μήνυμα ότι δεν εννοεί να θέσει «υπό επιτροπεία» τα ιταλικά κόμματα και την ηγεσία τους, αλλά θα ζητήσει παράλληλα ελευθερία κινήσεων για να μπορέσει να φέρει σε πέρας το έργο του, με έμφαση στα τέσσερα σημεία που ο ίδιος έθεσε ως προτεραιότητες: καταπολέμηση της πανδημίας, επιτάχυνση της διαδικασίας εμβολιασμού, οικονομική ανάκαμψη της χώρας και μέγιστη δυνατή αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων.
Έως τώρα έχουν δείξει προθυμία να στηρίξουν τον πρώην πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα, η Ζωντανή Ιταλία του Ματέο Ρέντσι και η Φόρτσα Ιτάλια του Μπερλουσκόνι.
Χθες, ο Ιταλός εντολοδόχος πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι συνάντησε τις αντιπροσωπείες της Λέγκα και του Κινήματος Πέντε Αστέρων. Τις προηγούμενες ημέρες είχε συνομιλήσει με τους εκπροσώπους όλων των υπόλοιπων ιταλικών κομμάτων.
Η Λέγκα του Ματέο Σαλβίνι έκανε γνωστό ότι σκοπεύει να στηρίξει τη νέα αυτή προσπάθεια, αλλά έθεσε, παράλληλα, σειρά θεμάτων που θεωρεί ότι πρέπει να είναι μέρος της δράσης της νέας κυβέρνησης: από την ενίσχυση των δημοσίων έργων, μέχρι την έγκριση κονδυλίων όχι για την παθητική στήριξη των ανέργων αλλά για δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και την όσο γίνεται πιο σύντομη επιστροφή στην κανονικότητα για όλες τις εμπορικές επιχειρήσεις. Σύμφωνα με παρατηρητές, αν τελικά το κόμμα του Σαλβίνι στηρίξει την νέα κυβερνητική συμμαχία, είναι πιθανό να ζητήσει την υπουργοποίηση δυο στελεχών της.
Σε ότι αφορά τη συνάντηση με το Κίνημα Πέντε Αστέρων, ο ιδρυτής του, Μπέπε Γκρίλο, τόνισε ότι «όταν σχηματιστεί νέα κυβέρνηση, το κίνημά του θα δώσει το "παρών", με εντιμότητα». Παράλληλα, υπογράμμισε ότι «η νέα αυτή κυβέρνηση πρέπει να έχει ευρωπαϊκό και περιβαλλοντικό προσανατολισμό, δίνοντας έμφαση και στην αλληλεγγύη». Το κόμμα ζήτησε, επίσης, να μην καταργηθεί το λεγόμενο «εισόδημα του πολίτη» το οποίο θεσπίσθηκε όταν συγκυβερνούσαν με την Λέγκα, ως οικονομική βοήθεια των ανέργων και χαμηλοεισοδηματιών.
Ο Μάριο Ντράγκι θα συνεχίσει τις διαβουλεύσεις του την Δευτέρα με τους κοινωνικούς εταίρους, και, πιθανώς, με νέο γύρο συναντήσεων με τα κόμματα. Οι Ιταλοί σχολιαστές συνεχίζουν να υπογραμμίζουν ότι το μεγάλο ερώτημα, είναι πώς θα μπορέσουν να συνδυαστούν οι απαιτήσεις οκτώ κομμάτων (που έως τώρα δήλωσαν πρόθυμα να στηρίξουν τον Ντράγκι) με τις προγραμματικές προτεραιότητες που αναμένεται να θέσει ο Ιταλός τεχνοκράτης πρωθυπουργός.