Οι Ιταλοί συνήθως αντιμετωπίζουν τις πολιτικές κρίσεις στη χώρα τους με αδιαφορία. Όμως δεν συνέβη το ίδιο στις 13 Ιανουαρίου, όταν δύο υπουργοί από το κόμμα «Ζωντανή Ιταλία» («Italia Viva») του Ματέο Ρέντσι κατέθεσαν τις παραιτήσεις τους, θέτοντας σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα της κυβέρνησης υπό τον Τζουζέπε Κόντε.
Οι πολίτες της γειτονικής χώρας θεώρησαν λανθασμένη την απόφαση Ρέντσι να πυροδοτήσει μία πολιτική κρίση σε μία περίοδο που βρίσκεται σε εξέλιξη το δεύτερο κύμα της πανδημίας πριν καν η Ιταλία κατορθώσει να συνέλθει από την πρώτη επέλαση, όντας μία εκ των χωρών διεθνώς που δέχθηκε εξαιρετικά ισχυρό πλήγμα.
Η δυσαρέσκεια αποτυπώνεται και στις δημοσκοπήσεις, με το κόμμα του Renzi να συγκεντρώνει με τα βίας ποσοστό 3% των ψηφοφόρων και η δημοτικότητα του ίδιου να έχει υποχωρήσει στο χαμηλότερο επίπεδο που έχει «δει» ποτέ Ιταλός πολιτικός. Στον αντίποδα ο Κόντε συνεχίζει να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης των Ιταλών αλλά δυστυχώς γι’ αυτόν η δύναμη του κόμματος Ρέντσι είναι αρκετή ώστε να δημιουργήσει αστάθεια και να οδηγήσει σε πτώση την κυβέρνηση.
Η αποχώρηση του κόμματος «Ζωντανή Ιταλία» αφήνει τον Κόντε με υποστηρικτές το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα (PD), το διχασμένο ιδεολογικά Κίνημα των 5 Αστέρων (M5S) και ένα ακόμη μικρό αριστερό ριζοσπαστικό κόμμα. Όπως είναι φυσικό στελέχη των κομμάτων αυτών επιτέθηκαν σφοδρά ενάντια στον Ρέντσι, υπογραμμίζοντας ότι διάλεξε τη χειρότερη στιγμή για να προκαλέσει μία κυβερνητική κρίση και να οδηγήσει τη χώρα του σε περιπέτειες.
Βέβαια ο Ρέντσι εδώ και ένα μήνα ασκεί δημόσια έντονη κριτική ενάντια στον Κόντε, με κύρια αφορμή τη χρήση των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης της ΕΕ αλλά και σε μία σαφή προσπάθεια να επιστρέψει στα πολιτικά πεπραγμένα της Ιταλίας ως ισχυρός πολιτικός που έχει «λόγο» και μπορεί να δρομολογήσει εξελίξεις. Επίσης έχει ασκήσει κριτική στον Κόντε για το γεγονός ότι διαχειρίζεται ο ίδιος τις μυστικές υπηρεσίες της χώρας αλλά και για την απροθυμία του να χρησιμοποιήσει κεφάλαια από τον ESM προκειμένου να στηρίξει το Σύστημα Υγείας της Ιταλίας.
Ο βασικός καυγάς, όμως, αφορά το Ταμείο Ανάκαμψης και τα σχέδια που έχει για τη χρήση των κεφαλαίων του ο Ιταλός πρωθυπουργός, το ύψος των οποίων υπολογίζεται στα 200 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με όσα υποστηρίζει ο Φρανσέσκο Γκρίλο, επικεφαλής του think – tank Vision, μιλώντας στον «Economist», για το συγκεκριμένο ζήτημα ο Ρέντσι δεν έχει απόλυτα άδικο.
Σύμφωνα με τον Γκρίλο «το σχέδιο της κυβέρνησης δεν περιλαμβάνει κανέναν οδικό χάρτη για το πως θέλει να είναι η Ιταλία τα επόμενα πέντε ή έξι χρόνια και κανέναν «δρόμο» για το πώς θα μπορούσε να αλλάξει». Προσφέρει σχεδόν το 25% των κεφαλαίων σε φοροαπαλλαγές. Υποτίθεται ότι μέσω αυτών θα υπάρξουν επενδύσεις σε πράσινη ενέργεια και τεχνολογία, κάτι άλλωστε που απαιτεί και η Κομισιόν προκειμένου να εγκρίνει τα αντίστοιχα προγράμματα των κρατών – μελών της ευρωζώνης.
Ανεπιθύμητες οι πρόωρες εκλογές
Το σίγουρο είναι ότι σχεδόν κανείς δεν επιθυμεί πρόωρη προσφυγή στις κάλπες και μάλιστα εν μέσω του τρίτου κύματος της πανδημίας. Βάσει των δημοσκοπήσεων, την εξουσία θα μπορούσε να αναλάβει ένας σκληρός κεντροδεξιός συνασπισμός που θα άλλαζε άρδην τα σχέδια της Ιταλίας για τη χρήση των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Ένα πρόβλημα έγκειται στο ότι οι επόμενες εκλογές στη χώρα θα γίνουν με νέο σύστημα, μέσω του οποίου θα μειωθούν κατά 1/3 οι έδρες στο Κοινοβούλιο, ως εκ τούτου πολύ λίγοι είναι οι βουλευτές που θα επιθυμούσαν πρόωρη προσφυγή στις κάλπες.
Υπάρχει φυσικά και η εναλλακτική λύση ένωσης αρκετών μικρότερων κομμάτων και δημιουργία μίας κυβέρνησης με ισχνή πλειοψηφία, με τον Κόντε ή κάποιο άλλο εξίσου σεβαστό πρόσωπο να τοποθετείται στη θέση του πρωθυπουργού. Όμως θα πρόκειται για μία κυβέρνηση που θα πρέπει να κάνει πολλούς συμβιβασμούς για να επιβιώσει και ο εκάστοτε πρωθυπουργός θα πρέπει να δίνει μάχες ώστε να αμβλύνει τις διαφορές.