Νέα στοιχεία των αμερικανικών αρχών εμπλέκουν την Deutsche Bank στο σκάνδαλο Έπσταϊν, καθώς διαπιστώθηκε ότι η κορυφαία γερμανική τράπεζα βοήθησε το χρηματιστή να χρηματοδοτεί τους συνεργούς του σε σεξουαλικά αδικήματα και να εξαγοράζει τη σιωπή όσων γνώριζαν για τις παράνομες δραστηριότητες του. Η Deutsche Bank αναγνώρισε την ευθύνη της και πλήρωσε πρόστιμο 150 εκατ. δολ. στις αμερικανικές αρχές.
Όταν η Deutsche Bank AG ανέλαβε τον Τζέφρι Έπσταϊν ως πελάτη, ήταν ήδη καταδικασμένος για σεξουαλικά αδικήματα στη Φλόριντα με γνωστή προτίμηση για νέες γυναίκες της Ανατολικής Ευρώπης. Η τράπεζα τον βοήθησε να στείλει εκατομμύρια δολάρια στους φερόμενους ως συνεργούς του. Διαχειρίστηκε μεταφορές σε γυναίκες με ρωσικούς τραπεζικούς λογαριασμούς. Και δεν μπήκε σε υποψίες όταν ο προσωπικός δικηγόρος του Έπσταϊν ρώτησε πόσα μετρητά θα μπορούσε να αποσύρει χωρίς να τραβήξει την προσοχή - μετά την οποία ο δικηγόρος εμφανίστηκε πολλές φορές για να συγκεντρώσει το μέγιστο, 7.500 δολάρια ανά ανάληψη.
Με αυτές και άλλες προσπάθειες για να διατηρήσει τη ροή των χρημάτων του Έπσταϊν για μισή δεκαετία που ξεκινά το 2013, η Deutsche Bank αγνόησε την πιθανότητα ότι ο Έπσταϊν χρησιμοποιούσε τα χρήματα αυτά για να συνεχίσει την εγκληματική του δραστηριότητα, δήλωσε την Τρίτη ο υπεύθυνος των οικονομικών υπηρεσιών της Νέας Υόρκης. Εκτός από την παράβλεψη προειδοποιητικών σημαδιών, το Τμήμα Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών δήλωσε ότι η τράπεζα απέτυχε να παρακολουθήσει σωστά τις αντίστοιχες τραπεζικές σχέσεις με δύο ιδρύματα που έχουν εμπλακεί βαθιά σε παγκόσμια σκάνδαλα ξεπλύματος χρημάτων, την FBME Bank Ltd. και την Danske Bank A/S.
«Η Deutsche Bank απέτυχε να παρακολουθήσει επαρκώς τη δραστηριότητα των πελατών που η ίδια η τράπεζα θεώρησε ότι είναι υψηλού κινδύνου», δήλωσε η επιθεωρητής της DFS Linda Lacewell σε γραπτή δήλωση. «Ειδικά στην περίπτωση του Τζέφρι Έπσταϊν, παρά το ότι γνώριζε την τρομερή εγκληματική ιστορία του, η τράπεζα απέτυχε να εντοπίσει ή να αποτρέψει ύποπτες συναλλαγές εκατομμυρίων δολαρίων».
Τα θύματα του Έπσταϊν μπορεί να ενθαρρυνθούν μετά από αυτή την είδηση στις προσπάθειές τους να ζητήσουν δικαιοσύνη και αποζημίωση για την κακοποίηση που υπέστησαν. Η Deutsche Bank, στην οποία επιβλήθηκε πρόστιμο 150 εκατ. δολαρίων, υπέγραψε μια δήλωση συναίνεσης, στην οποία περιγράφονται λεπτομέρειες σχετικά με τις παραβάσεις της. Τα θύματα θα μπορούσαν επίσης να αναζητήσουν νέες πληροφορίες που θα προκύψουν από τη σύλληψη της Τζισλέιν Μάξουελ, μιας μακροχρόνιας συνεργάτιδας του Έπσταϊν, που κατηγορείται ότι έβρισκε και έφερνε στον Έπσταϊν ανήλικες γυναίκες τις οποίες εκείνος στη συνέχεια κακοποιούσε σεξουαλικά.
Η Deutsche Bank δήλωσε ότι λυπάται βαθιά για τη συνεργασία της με τον Έπσταϊν και ότι συνεργάστηκε με τις αρχές στις ΗΠΑ. «Αναγνωρίζουμε το λάθος της συνεργασία μας με τον Έπσταϊν το 2013 και τις αδυναμίες στις διαδικασίες μας και έχουμε μάθει από τα λάθη μας», δήλωσε ο Ντάνιελ Χάντερ, εκπρόσωπος της τράπεζας. Πρόσθεσε ότι η τράπεζα έχει δαπανήσει σχεδόν 1 δισ. δολάρια για να βελτιώσει τους ελέγχους για το ξέπλυμα χρήματος από παράνομες δραστηριότητες.
Σύμφωνα με τη δήλωση συναίνεσης, αφού ο υπεύθυνος για το λογαριασμό του Έπσταϊν σε μια μεγάλη τράπεζα ξεκίνησε να εργάζεται στην Deutsche Bank στα τέλη του 2012, ενθάρρυνε ανώτατα στελέχη της μονάδας διαχείρισης πλούτου της Deutsche Bank America να αναλάβουν τον Έπσταϊν ως πελάτη. Ο υπεύθυνος σχέσεων υποσχέθηκε ότι ο Έπσταϊν θα μπορούσε να αποφέρει από 100 έως 300 εκατ. δολ. σε «ροή», καθώς και 2 έως 4 εκατ. δολάρια σε ετήσια έσοδα με την πάροδο του χρόνου. Η ρυθμιστική αρχή δεν αποκάλυψε ποια ήταν η προηγούμενη τράπεζα του Έπσταϊν. Ήταν μακροχρόνιος πελάτης της JPMorgan Chase & Co., η οποία διέκοψε τη συνεργασία εκείνη την εποχή, μετά την καταδίκη του Έπσταϊν στη Φλόριντα.
Λογαριασμοί με κωδικές ονομασίες
Παρόλο που παρουσιάστηκε το ποινικό ιστορικό του Έπσταϊν στην τράπεζα, τα στελέχη της υπέγραψαν την εγγραφή του ως πελάτη. Του επέτρεψαν να προστατεύσει την ταυτότητά του διατηρώντας τα χρήματα με διάφορους τρόπους που διασφάλιζαν την ανωνυμία του. Λίγο μετά τη μεταφορά των κεφαλαίων του στην Deutsche Bank, ο Έπσταϊν άρχισε να στέλνει πληρωμές άνω των 10.000 δολ. σε άτομα που είχαν αναγνωριστεί ως συνεργοί του. Πολλές από τις πληρωμές προήλθαν από έναν λογαριασμό που δημιουργήθηκε από τον Έπσταϊν με την ονομασία "Butterfly Trust".
Με την πάροδο του χρόνου, σύμφωνα με τη ρυθμιστική αρχή της Νέας Υόρκης, ο Έπσταϊν πλήρωσε 2,65 εκατ. δολάρια στους συνεργούς του, καθώς και σε διάφορες «γυναίκες με επώνυμα της Ανατολικής Ευρώπης», φαινομενικά για έξοδα ξενοδοχείου, σχολείων και ενοικίων. Όταν ένας υπεύθυνος συμμόρφωσης τράπεζας εξέφρασε ανησυχίες σχετικά με τη μεταφορά κεφαλαίων σε έναν από τους ρωσικούς τραπεζικούς λογαριασμούς, ένας λογιστής του Έπσταϊν το χαρακτήρισε ως πληρωμή διδάκτρων.
Ο Έπσταϊν κατέβαλε επίσης 7 εκατ. δολάρια σε φαινομενικούς νομικούς διακανονισμούς και άλλα 6 εκατ. δολάρια για να πληρώσει τα δικά του νομικά έξοδα και τα έξοδα των συνεργών του. Η εντολή συναίνεσης περιγράφει επίσης μια σειρά αναλήψεων από τον προσωπικό δικηγόρο του Έπσταϊν. Ο δικηγόρος δεν έχει κατανομαστεί αλλά σύμφωνα με το Bloomberg η περιγραφή του ταιριάζει με εκείνη του Ντάρεν Ιντάικ, ο οποίος υπήρξε προσωπικός δικηγόρος του Έπσταϊν για πολλά χρόνια και έγινε συν-εκτελεστής της περιουσίας του μετά το θάνατό του στη φυλακή, τον περασμένο Αύγουστο.
Σε μια περίπτωση, τον Μάιο του 2014, ο δικηγόρος ρώτησε τους τραπεζίτες «πόσο συχνά θα μπορούσε να κάνει ανάληψη μετρητών χωρίς να δημιουργηθεί κάποια προειδοποίηση στη ρυθμιστική αρχή». Σύμφωνα με το νόμο, οι τράπεζες υποχρεούνται να επισημάνουν ορισμένες αναλήψεις μετρητών σε ρυθμιστικές αρχές - αυτές των 10.000 δολ. ή περισσότερο ανά ημέρα για μεμονωμένους κατόχους λογαριασμού. Η Deutsche Bank θέτει ως όριο τα 7.500 δολ. για αναλήψεις από τρίτους. Έτσι, ο δικηγόρος του Έπσταϊν άρχισε να φθάνει στο υποκατάστημα δύο ή τρεις φορές το μήνα δηλαδή περίπου 100 φορές μέσα σε αυτά τα χρόνια, κάνοντας ανάληψη 7.500 δολ. κάθε φορά.
«Αξιόπιστος» δικηγόρος
Τον Ιούλιο του 2017, ο προσωπικός δικηγόρος του Έπσταϊν επέστρεψε στο υποκατάστημα της Deutsche Bank στο Μανχάταν και ρώτησε ξανά πόσα μετρητά θα μπορούσε να κάνει ανάληψη. Αφού του είπαν το όριο, ο δικηγόρος έσπασε σε μικρότερες μία ανάληψη συνολικά 10.000 δολ. για να αποφύγει την ενεργοποίηση της ειδοποίησης στην ρυθμιστική αρχή. Οι διευθυντές της τράπεζας του είπαν ότι αυτό που έκανε θα μπορούσε να είναι παράνομο. Ο δικηγόρος απάντησε ότι δεν ήταν η πρόθεσή του και το προσωπικό της τράπεζας «τον βρήκε αξιόπιστο» και του επέτρεψε να συνεχίσει τις αναλήψεις του.
Το 2017, τα νομικά προβλήματα του Έπσταϊν αρχίζουν και πάλι να περιπλέκονται. Ήρθε αντιμέτωπος με αστικές αγωγές από φερόμενα θύματα. Επίσης, εκείνο το έτος, ένας δημοσιογράφος της Miami Herald άρχισε να εξετάζει την καταδίκη του Epstein στη Φλόριντα και να ερευνά πώς διέφυγε την ομοσπονδιακή δίωξη, την ίδια στιγμή παίρνοντας συνέντευξη από περίπου 60 γυναίκες που έπεσαν θύματα του Έπσταϊν. Λίγο πριν κλείσει το υποκατάστημα της Park Avenue της Deutsche Bank τον Φεβρουάριο, ο δικηγόρος επέστρεψε και έκλεισε όλους τους λογαριασμούς, αποσύροντας 100.000 δολ. για τον Έπσταϊν -λέγοντας ότι χρειαζόταν τα χρήματα για νομικές συμβουλές. Τον Νοέμβριο του 2018, η Miami Herald δημοσίευσε μια σειρά άρθρων που καταγράφουν καταγγελίες από γυναίκες που δήλωσαν ότι είχαν κακοποιηθεί σεξουαλικά από τον Έπσταϊν ως ανήλικες.
Αφού του απαγγέλθηκαν κατηγορίες το 2019, ο εισαγγελέας του Μανχάταν δήλωσε ότι ο Έπσταϊν επιδίωξε να εξαγοράσει τη σιωπή των ανθρώπων που βρίσκονται κοντά του και εκείνων που θα μπορούσαν ενδεχομένως να καταθέσουν εναντίον του. Δύο ημέρες μετά την έναρξη της δημοσίευσης της έρευνας της Herald, ο Έπσταϊν μεταβίβασε 100.000 δολάρια από έναν λογαριασμό του σε ένα άτομο που ήταν πιθανός συνεργός του στην υπόθεση της Φλόριντα και 250.000 δολάρια σε έναν άλλο πιθανό συνεργό λίγες μέρες μετά, ανέφεραν οι εισαγγελείς.
Η Deutsche Bank ενημέρωσε τον Έπσταϊν τον Δεκέμβριο του 2018 ότι θα κλείσει τους λογαριασμούς του. Αλλά η τράπεζα του επέτρεψε μια «μαλακή προσγείωση», σύμφωνα ανώνυμες πηγές που επικαλείται το Bloomberg. Οι λογαριασμοί του δεν έκλεισαν επίσημα μέχρι τον Μάιο του 2019, οπότε είχε βρει άλλους τρόπους για να χειριστεί τα χρήματά του. Λίγους μήνες αργότερα, οι ομοσπονδιακοί πράκτορες τον συνέλαβαν μόλις το ιδιωτικό αεροπλάνο του προσγειώθηκε από το Παρίσι στις ΗΠΑ. Βρέθηκε νεκρός στο κελί φυλακής τον επόμενο μήνα.