Η πρόσφατη απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να αναθεωρήσει τον στόχο για την πλήρη απαγόρευση πώλησης νέων βενζινοκίνητων και πετρελαιοκίνητων οχημάτων το 2035 έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις στην αγορά. Ορισμένοι βλέπουν τη νέα προσέγγιση ως θετική εξέλιξη, ενώ άλλοι εκφράζουν ανησυχίες για τον αντίκτυπο στην ανάπτυξη της ηλεκτροκίνησης και στην προετοιμασία των ευρωπαϊκών αυτοκινητοβιομηχανιών απέναντι στον αυξανόμενο ανταγωνισμό από την Κίνα.
Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι αν η χαλάρωση των περιορισμών θα δώσει στις ευρωπαϊκές εταιρείες τον απαραίτητο χώρο για βελτίωση ή αν τελικά θα λειτουργήσει ως τροχοπέδη για την πρόοδό τους. Η Ένωση Ευρωπαίων Κατασκευαστών Αυτοκινήτων (ACEA) χαιρέτισε τα νέα μέτρα, θεωρώντας τα ως ένα πρώτο βήμα προς μια πιο ρεαλιστική, ευέλικτη και τεχνολογικά ουδέτερη πορεία.
Παρόμοια ήταν και η στάση του Ευρωπαϊκού Συνδέσμου Προμηθευτών Αυτοκινήτων, ο οποίος χαρακτήρισε την απόφαση ως βήμα προς την τεχνολογική ουδετερότητα, επισημαίνοντας τη σημασία των plug-in υβριδικών οχημάτων στη μετάβαση.
Οι μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες, όπως η Volkswagen, η BMW και η Mercedes, υποδέχθηκαν θετικά την απόφαση, τονίζοντας ότι θα ενισχύσει την παραγωγή μικρών ηλεκτρικών αυτοκινήτων και θα προσφέρει μεγαλύτερη ευελιξία. Η Renault ζητά επιτάχυνση στην υιοθέτηση προσιτών μικρών ηλεκτρικών οχημάτων, ενώ η Stellantis εκφράζει αμφιβολίες για την επίλυση των προβλημάτων του κλάδου.
Από την πλευρά της, η Volvo, που επενδύει δυναμικά στην ηλεκτροκίνηση, προειδοποιεί για πιθανούς κινδύνους στην ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης, επισημαίνοντας τον ρόλο των υβριδικών μοντέλων ως μεταβατικό στάδιο.
Σε εθνικό επίπεδο, τόσο η Γερμανία όσο και η Ιταλία στηρίζουν την απόφαση, ενώ αρκετές χώρες είχαν ζητήσει το προηγούμενο διάστημα να επιτραπούν υβριδικά και άλλες τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών άνθρακα και μετά το 2035.