Για ακόμη μια φορά ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δέχεται τα πυρά των Δημοκρατικών καθώς κατηγορείται ότι αγνοεί τη διάκριση των εξουσιών μετά την παρέμβαση του υπουργείου Δικαιοσύνης με στόχο την επιβολή μικρότερης ποινής από αυτή που ζήτησε η εισαγγελία στον Ρότζερ Στόουν, παλαιό φίλο του εκατομμυριούχου Ρεπουμπλικάνου.
Αυτή η παρέμβαση προκάλεσε την αντίδραση και των τεσσάρων εισαγγελέων που ασχολούνταν με την υπόθεση, οι οποίοι ανακοίνωσαν αιφνιδιαστικά την παραίτησή τους.
Ο Στόουν, βετεράνος Ρεπουμπλικάνος και επί καιρό σύμβουλος του Τραμπ, κρίθηκε ένοχος τον Νοέμβριο για ψευδή κατάθεση στο Κογκρέσο στο πλαίσιο της έρευνας για τη ρωσική ανάμειξη στις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ το 2016. Η ποινή του αναμένεται να ανακοινωθεί στις 20 Φεβρουαρίου από την ομοσπονδιακό δικαστή Έιμι Μπέρμαν Τζάκσον.
Τη Δευτέρα οι τέσσερις εισαγγελείς που ασχολούνται με την υπόθεση πρότειναν να επιβληθεί στον 67χρονο Στόουν ποινή 7 με 9 χρόνια κάθειρξη. Ωστόσο ο Τραμπ αντέδρασε καταγγέλλοντας σε tweet του «μια πολύ άδικη κατάσταση» και ένα «δικαστικό λάθος».
Οι τέσσερις εισαγγελείς Άαρον Ζελίνσκι, Τζόναθαν Κράβις, Άνταμ Τζεντ και Μάικλ Μαράντο ανακοίνωσαν την απόσυρσή τους από την υπόθεση. Δεν εξήγησαν την απόφασή τους, ενώ ο Κράβις παραιτήθηκε από τη θέση του εισαγγελέα.
Ο Τραμπ, που πιστεύεται ότι άσκησε πιέσεις στους εισαγγελείς, αρνήθηκε οποιαδήποτε παρέμβαση. «Θα μπορούσα να το έχω κάνει, αν ήθελα. Έχω απολύτως το δικαίωμα να το κάνω. Μένω μακριά από τα πράγματα», δήλωσε από το Οβάλ Γραφείο. Όμως συνέχισε καταγγέλλοντας ότι οι προτάσεις των εισαγγελέων ήταν «γελοίες», «επονείδιστες» και «προσβολή για τη χώρα μας».
Χθες το βράδυ μάλιστα ο Αμερικανός πρόεδρος επιτέθηκε μέσω Twitter και στη δικαστή Μπέρμαν Τζάκσον, επικρίνοντας τον τρόπο που χειρίστηκε την υπόθεση του πρώην επικεφαλής της προεκλογικής του εκστρατείας Πολ Μάναφορντ.
Το υπουργείο Δικαιοσύνης ζήτησε χθες το απόγευμα να επιβληθεί «πολύ μικρότερη ποινή» στον Στόουν με τη δικαιολογία ότι οι αρχικές προτάσεις «δεν εξυπηρετούν το συμφέρον της δικαιοσύνης». Στην ανακοίνωσή του το υπουργείο κάνει λόγο για ποινή 3 με 4 ετών, «από 37 ως 46 μήνες», η οποία, σύμφωνα με το ίδιο, «θα αντιστοιχεί περισσότερο στις ποινές που επιβάλλονται συνήθως για το αδίκημα της παρακώλυσης».
Αμέσως οι Δημοκρατικοί κατήγγειλαν τις πολιτικές παρεμβάσεις στη υπόθεση και μάλιστα έκαναν λόγο για «κατάχρηση εξουσίας». Η Νάνσι Πελόζι, η Δημοκρατική πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, έκανε λόγο για μια «σκανδαλώδη» απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ, η οποία «πλήττει το κράτος δικαίου».
Εξάλλου Δημοκρατικοί κατηγόρησαν τον υπουργό Δικαιοσύνης Ουίλιαμ Μπαρ ότι εργάζεται για να προστατεύει τα πολιτικά συμφέροντα του Τραμπ. «Ο πρόεδρος φαίνεται να πιστεύει ότι το υπουργείο Δικαιοσύνης υπάρχει για να διώκει τους εχθρούς του και να βοηθά τους φίλους του», κατήγγειλε ο Τσακ Σούμερ επικεφαλής των Δημοκρατικών στη Γερουσία.