Δημοσιεύτηκε πρόσφατα από το ΙΟΒΕ η «Ετήσια Έκθεση Επιχειρηματικότητας» στο πλαίσιο της συμμετοχής του Ιδρύματος στο ερευνητικό πρόγραμμα Global Entrepreneurship Monitor (GEM). Το GEM αποτελεί μία διεθνή ερευνητική κοινοπραξία από ερευνητικά ινστιτούτα και πανεπιστήμια από όλο τον κόσμο που ξεκίνησε το 1999, στο πλαίσιο της οποίας συλλέγονται εμπειρικά στοιχεία μέσω ερευνών πεδίου σε ένα ευρύ πλήθος χωρών παγκοσμίως.
Η πρόσφατη έκθεση αναφέρεται μεν στο 2021, ωστόσο έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, καθώς είναι η δεύτερη έκθεση που καλύπτει την περίοδο της πανδημίας. Είναι όμως ταυτόχρονα η έρευνα που πλέον αποτυπώνει πλέον ένα ουσιαστικό μέρος της επίδρασης της κρίσης στην επιχειρηματικότητα, καθώς πλέον ενσωματώνει μεγαλύτερη εμπειρία και γνώση του πληθυσμού για την πανδημία και, άρα, μια πιο ώριμη άποψη για τις επιπτώσεις στη νέα επιχειρηματικότητα.
Η έρευνα του GEM εστιάζει κυρίως στην επιχειρηματικότητα αρχικών σταδίων, δηλαδή το ποσοστό του πληθυσμού ηλικίας 18-64 ετών, το οποίο βρισκόταν στο στάδιο εκκίνησης ενός νέου επιχειρηματικού εγχειρήματος τη στιγμή της έρευνας, συμπεριλαμβανομένης της αυτοαπασχόλησης. Αυτά τα άτομα, σύμφωνα με το εννοιολογικό πλαίσιο του GEM, μπορεί να είναι: α) «επίδοξοι» επιχειρηματίες, δηλαδή άτομα που βρίσκονται στο στάδιο σχεδιασμού για την ανάληψη και υλοποίηση μιας επιχειρηματικής πρωτοβουλίας ή/και μόλις ξεκινούν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα ή β) «νέοι» επιχειρηματίες, άτομα δηλαδή που η επιχειρηματική τους δραστηριοποίηση έχει ξεκινήσει πρόσφατα, αλλά δεν έχει υπερβεί σε διάρκεια τα 3,5 έτη.
Στην Ελλάδα το ποσοστό του πληθυσμού ηλικίας 18-64 ετών που εντάσσεται το 2021 σε αρχικά στάδια επιχειρηματικής δραστηριότητας υποχωρεί στο 5,5% (περίπου 359 χιλιάδες άτομα) από 8,6% το 2020. Πρόκειται για μία από τις χαμηλότερες επιδόσεις από το 2003, όμως πρέπει να σημειωθεί ότι γενικά σε όλες τις χώρες οι δείκτες επιχειρηματικότητας περιορίστηκαν την τριετία 2019-2021.
Από την άλλη πλευρά ο δείκτης της καθιερωμένης επιχειρηματικότητας, δηλαδή το ποσοστό του πληθυσμού που δραστηριοποιείται επιχειρηματικά για τουλάχιστον 3,5 χρόνια, παραμένει υψηλά, καθώς εκτιμάται στο 14,7%, όσο περίπου και το 2020. Οι υψηλές επιδόσεις της χώρας στον δείκτη αυτόν διαχρονικά ερμηνεύονται ως ένα βαθμό και από την ισχυρή παρουσία της αυτοαπασχόλησης που κυριαρχεί στη δομή του ελληνικού παραγωγικού συστήματος.
Αποτέλεσμα της υψηλής καθιερωμένης επιχειρηματικότητας, είναι τελικά η Ελλάδα να κατέχει μία από τις υψηλότερες επιδόσεις στην Ευρώπη στη συνολική επιχειρηματικότητα. Συνολικά στην Ελλάδα, το 19,7% του πληθυσμού 18-64 ετών έχει κάποια σχέση με την επιχειρηματικότητα, είτε στα αρχικά, είτε σε επόμενα στάδια ανάπτυξης (Πίνακας 1.1).
Πίνακας 1: Συμμετοχή στην επιχειρηματική δραστηριότητα ανά χώρα (% πληθυσμού ηλικίας 18-64 ετών, 2021)
Ταυτόχρονα, ο δείκτης διακοπής επιχειρηματικής δραστηριότητας δηλαδή το ποσοστό του πληθυσμού 18-64 ετών που δηλώνει πως διέκοψε ή ανέστειλε την επιχειρηματική του δραστηριότητα το 2021, ανέρχεται στο 1,6% (περίπου 100 χιλιάδες άτομα), επίδοση χαμηλότερη από το αντίστοιχο ποσοστό το 2020 (2,2%) και μία από τις καλύτερες επιδόσεις διαχρονικά. Επομένως, παρά τη μείωση στην επιχειρηματικότητα αρχικών σταδίων, το μικρό ποσοστό διακοπής της επιχειρηματικής δραστηριότητας, υποδηλώνει τελικά μια καθαρή εισροή νέας επιχειρηματικότητας στη χώρα το 2021.
Διαπιστώνεται λοιπόν ότι η καθιερωμένη επιχειρηματικότητα δεν επηρεάστηκε όσο ίσως αναμενόταν από την πανδημική κρίση, ενώ αντίθετα αποκλιμακώθηκε η πρόθεση εκδήλωσης νέας επιχειρηματικότητας. Υπενθυμίζεται βεβαίως ότι για να μπορέσουν να συμμετέχουν οι διάφορες επιχειρήσεις αλλά και οι αυτοαπασχολούμενοι στα μέτρα στήριξης έπρεπε να παραμένουν ενεργές, ακόμα και αν είχαν αναστείλει τη λειτουργία τους μερικώς ή πλήρως για κάποιο διάστημα λόγω της πανδημίας. Επομένως οι ήπιες επιπτώσεις σίγουρα θα πρέπει να αποδοθούν και στην αναγκαιότητα διατήρησης της επιχείρησης ως «ενεργή» για να είναι επιλέξιμη για τις διάφορες μορφές στήριξης.
Συνεπώς, φαίνεται ότι τα μέτρα υποστήριξης των επιχειρήσεων στο πρώτο έτος της πανδημίας είχαν αποτέλεσμα και συνέβαλαν στην αποφυγή μαζικής διακοπής λειτουργίας των επιχειρήσεων, έστω και υπό αυτούς τους όρους. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι επιδράσεις στον ευρύτερο παραγωγικό ιστό της χώρας διαχέονται σε βάθος χρόνου και η οριστική αξιολόγηση και αποτίμηση των επιπτώσεων θα απαιτήσει περισσότερο χρόνο και απόσταση από την κρίση.
Η πλήρης έκθεση είναι διαθέσιμη στο site του ΙΟΒΕ.
*Ο Άγγελος Τσακανίκας είναι αναπληρωτής Καθηγητής Καινοτομίας και Επιχειρηματικότητας ΕΜΠ, Επικεφαλής του Παρατηρητηρίου Επιχειρηματικότητας του ΙΟΒΕ.