Ικανή να κατακτήσει την επενδυτική βαθμίδα στις αρχές του 2023 είναι η ελληνική οικονομία, όπως σημειώνει σε έκθεσή της η Goldman Sachs, καθώς ένα από τα θετικά για την ελληνική οικονομία είναι ότι ο πληθωρισμός διαμορφώνεται σε επίπεδα χαμηλότερα του ευρωπαϊκού μέσου όρου, λόγω της χαμηλότερης ενεργειακής έντασης της ελληνικής οικονομίας, αλλά και των κυβερνητικών μέτρων στήριξης.
Τα σημαντικά δημοσιονομικά μέτρα που σχετίζονται με την ενέργεια (εκτιμάται σε 5,7% του ΑΕΠ το 2021-'22), τα οποία είναι πιθανό να επεκταθούν έως το 2023, έχουν στοχεύσει ιδίως στους λογαριασμούς ενέργειας που πληρώνουν τα νοικοκυριά, μειώνοντας τη συνολική επίδραση της ενεργειακής κρίσης στον γενικό πληθωρισμό. Την ίδια ώρα, όμως, ο δομικός πληθωρισμός αυξάνεται με ταχύτερο ρυθμό από ό,τι στην υπόλοιπη ζώνη του ευρώ από τα μέσα του 2022.
Η ελληνική οικονομία συνεχίζει να βελτιώνεται και, μετά την ισχυρότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ανάπτυξη το 2022, αναμένεται να συνεχίσει να έχει καλύτερες επιδόσεις από τη ζώνη του ευρώ το 2023 και το 2024, με την ΕΕ και το ΔΝΤ να προβλέπουν αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 1,3% στην Ελλάδα έναντι της πρόβλεψής μας για -0,1% για τη ζώνη του ευρώ.
Αυτό έρχεται σε έντονη αντίθεση με την υποαπόδοση που παρουσίασε η ελληνική οικονομία κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας που κυμαίνεται από την κρίση δημόσιου χρέους έως την ύφεση του Covid. Οι συμμετέχοντες στην αγορά προσαρμόστηκαν γρήγορα σε αυτές τις εποικοδομητικές προοπτικές και η καμπύλη αποδόσεων του ελληνικού 10ετούς διαπραγματεύεται σχεδόν στα ίδια επίπεδα με τα αντίστοιχα ιταλικά από το 2021.
Παράλληλα, τα δάνεια σταθερού επιτοκίου που παρέχονται μέσω των ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών προγραμμάτων (EFSF και ESM) θα συνεχίσουν να μειώνουν το μερίδιό τους ως ποσοστό του ΑΕΠ τουλάχιστον μέχρι το τέλος του ορίζοντα των προβλέψεών της Goldman Sachs που τοποθετούνται στο 2027.
Ωστόσο, ακόμη και μέχρι τότε, τα δάνεια από τον επίσημο τομέα αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα του δανεισμού του ελληνικού δημοσίου και παρέχουν ένα σταθερό μαξιλάρι έναντι των επιπτώσεων αύξησης των επιτοκίων. Στην πραγματικότητα, ο συνδυασμός της μείωσης του χρέους προς το ΑΕΠ και των ευρωπαϊκών δανείων θα περιορίσει τον αντίκτυπο της αύξησης των αποδόσεων στις πληρωμές τόκων της Ελλάδας, οι οποίες προβλέπεται ότι θα παραμείνουν κάτω από το 3% του ΑΕΠ τουλάχιστον μέχρι το 2027.
Ακόμη η Goldman Sachs εκτιμά ότι το ελληνικό χρέος θα συνεχίσει να υποχωρεί φθάνοντας κοντά στο 150% του ΑΕΠ έως το 2025, με αυτό να αποτελεί μία από τις βασικές αιτίες για την πρόβλεψη ότι η χώρα θα κατακτήσει το επόμενο έτος την επενδυτική βαθμίδα.