Το εγκώμιο της ελληνικής οικονομίας πλέκει η Goldman Sachs σε νέα ανάλυση, όπου σημειώνει την υπεραπόδοση σε αναπτυξιακούς ρυθμούς σε σχέση με την ευρωζώνη και την πειθαρχημένη δημοσιονομική πολιτική, ενώ προχωρά σε δύο σημαντικές προβλέψεις: το δημόσιο χρέος θα μειωθεί δραστικά ως το τέλος της δεκαετίας, ενώ βραχυπρόθεσμα, μέσα στο φθινόπωρο, είναι πιθανή νέα αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας.
Ειδικότερα, στην ανάλυση με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ελλάδα — Μπορεί να γίνει καλύτερη;», που υπογράφεται από τον Φιλίπο Ταντέι, επικεφαλής οικονομολόγο για τη Νότια Ευρώπη και έχει ημερομηνία 28 Σεπτεμβρίου 2024, η Goldman Sachs προχωρά σε δύο σημαντικές θετικές προβλέψεις:
- Σχετικά με το δημόσιο χρέος, φαίνεται να συμβαδίζει με τις προβλέψεις της ελληνικής κυβέρνησης για μεγάλη μείωση ως το τέλος της δεκαετίας, υπολογίζοντας ότι μπορεί να μειωθεί κατά 25 μονάδες του ΑΕΠ, ενώ ως το τέλος του 2027 είναι πιθανό το χρέος να είναι μικρότερο από το ιταλικό.
- Για τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις, ο οίκος εκφράζει αισιοδοξία για επερχόμενες αναβαθμίσεις μέσα στο φθινόπωρο από οίκους που ήδη τοποθετούν το αξιόχρεο στην επενδυτική κατηγορία. «Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε καλή θέση για πιθανή αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας στις επερχόμενες αξιολογήσεις (S&P στις 18 Οκτωβρίου, Fitch στις 22 Νοεμβρίου, Scope στις 6 Δεκεμβρίου»), τονίζεται σχετικά.
Γρήγορη ανάπτυξη και δημοσιονομική πειθαρχία
Στα βασικά συμπεράσματα της ανάλυσης, σημειώνεται ότι ενώ το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας εξακολουθεί να βρίσκεται 17% κάτω από το επίπεδο του 2007, η θετική δυναμική της οικονομίας της χώρας παραμένει αμετάβλητη μετά από δύο χρόνια κατά τα οποία ο ρυθμός ανάπτυξης έτρεξε δύο φορές πιο γρήγορα από ό,τι η υπόλοιπη ζώνη του ευρώ. Επιπλέον, η σύνθεση της ανάπτυξης παρέχει μια εποικοδομητική προοπτική: σε αντίθεση με την υπόλοιπη περιοχή, η ιδιωτική κατανάλωση εξακολουθεί να αυξάνεται ταχύτερα από τη δημόσια κατανάλωση, ενώ η αύξηση των επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένου του στεγαστικού τομέα, έχει ανακάμψει με τον υψηλότερο ρυθμό από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.
Η αγορά εργασίας έχει φτάσει στο υψηλότερο ποσοστό απασχόλησης που έχει καταγραφεί ποτέ και άρχισε να χαλαρώνει μόλις πρόσφατα. Η αύξηση της απασχόλησης αντανακλά τον ευρύ χαρακτήρα της ελληνικής ανάκαμψης, που εκτείνεται από τις υπηρεσίες έως τη μεταποίηση. Αλλά, σε αντίθεση με τις άλλες οικονομίες της περιοχής, η οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας συνοδεύτηκε από αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας που επωφελήθηκε από την αύξηση των επενδύσεων άνω του μέσου όρου. Εν τω μεταξύ, ο κατασκευαστικός τομέας έχει ενταχθεί στη γενική βελτίωση, αν και τα επίπεδα δραστηριότητας παραμένουν υποτονικά από την ιστορική σύγκριση.
Στο πλαίσιο αυτής της σταθερής μακροοικονομικής προοπτικής και χάρη στη συνεχιζόμενη ευρωπαϊκή στήριξη, η ελληνική κυβέρνηση ακολουθεί μια συντηρητική δημοσιονομική στάση με πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο, ως ποσοστό του ΑΕΠ, μεγαλύτερο από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ, τονίζει η Goldman. Επιπλέον, επωφελείται από το χαμηλότερο πραγματικό επιτόκιο δανεισμού στη νότια Ευρώπη. Στο βασικό μας σενάριο, αναμένουμε ότι ο λόγος του ελληνικού χρέους προς το ΑΕΠ θα συνεχίσει να μειώνεται, υποχωρώντας κάτω από αυτόν της Ιταλίας έως το 2027. Δεδομένου του μακροοικονομικού τοπίου και των θετικών προοπτικών από τους οίκους αξιολόγησης, θεωρούμε ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε καλή θέση για να κερδίσει μια πρόσθετη αναβάθμιση αξιολόγησης στις επερχόμενες αξιολογήσεις από τον Οκτώβριο έως τις αρχές Δεκεμβρίου.
Υπεραπόδοση έναντι της ζώνης του ευρώ
Μετά από δύο χρόνια ισχυρής ανάπτυξης, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να παρουσιάζει σταθερές επιδόσεις. Η σύνθεση της οικονομικής της ανάπτυξης είναι πιο ελπιδοφόρα από ό,τι στην υπόλοιπη ζώνη του ευρώ: η ιδιωτική κατανάλωση εξακολουθεί να αυξάνεται ταχύτερα από τη δημόσια κατανάλωση, ενώ η αύξηση των επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένου του στεγαστικού τομέα, ανέκαμψε με τον υψηλότερο ρυθμό από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Ωστόσο, το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας εξακολουθεί να βρίσκεται 17% κάτω από το επίπεδο του 2007 και υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος για να καλυφθεί.
Ο δείκτης τρέχουσας δραστηριότητας (CAI) δείχνει κάποια επιβράδυνση, αλλά παραμένει συνεπής με τη συνεχιζόμενη οικονομική ανθεκτικότητα Εν τω μεταξύ, η ελληνική αγορά εργασίας έχει φτάσει στο υψηλότερο ποσοστό απασχόλησης που έχει καταγραφεί. Η αύξηση της απασχόλησης έχει ευρεία βάση σε δημογραφικές ομάδες και τομείς, με μια σταθερή αγορά εργασίας να οδηγεί σε ετήσια αύξηση των ονομαστικών ημερομισθίων άνω του 7% και υπάρχει σημαντικό περιθώριο για περαιτέρω ανάπτυξη, δεδομένου του χαμηλού ποσοστού απασχόλησης των γυναικών (54,8% το 2ο τρίμηνο του 2024).
Μόλις πρόσφατα, η ελληνική αγορά εργασίας άρχισε να χαλαρώνει με τα ποσοστά κενών θέσεων εργασίας να αρχίζουν να μειώνονται. Η βελτίωση της ελληνικής αγοράς εργασίας είναι ιδιαίτερα αναγκαία δεδομένης της δημογραφικής αστάθειας της χώρας. Ο μόνιμος πληθυσμός έχει μειωθεί κατά σχεδόν 5% την τελευταία δεκαετία και η χώρα πρέπει να αυξήσει τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας για να τροφοδοτήσει τη μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη.
Ανάπτυξη όχι μόνο με την ανάκαμψη των υπηρεσιών
Το εύρος της έκρηξης της αγοράς εργασίας αντανακλά την ευρεία φύση της ελληνικής ανάκαμψης, που εκτείνεται από τις υπηρεσίες, όπως συνήθως αναγνωρίζεται, ως τη μεταποίηση. Ο μεταποιητικός τομέας αντιπροσωπεύει στην Ελλάδα περίπου το 16% της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας και το 13,5% του ΑΕΠ. Ωστόσο, σε αντίθεση με τις άλλες οικονομίες της περιοχής, η μεγάλη ανάκαμψη της μεταποιητικής δραστηριότητας στην Ελλάδα συνοδεύτηκε από αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, επωφελούμενη από την αύξηση των επενδύσεων άνω του μέσου όρου.
Παρά την απουσία ειδικής δημοσιονομικής στήριξης ανά τομέα, όπως στην Ιταλία, ο κατασκευαστικός τομέας (2,5% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας) έχει ενταχθεί στη γενική ανάκαμψη. Ενώ η πρόσφατη βελτίωση στον τομέα ήταν ισχυρή, τα επίπεδα δραστηριότητας παραμένουν υποτονικά λόγω ιστορικής σύγκρισης. Ένα επίπεδο ετήσιων επενδύσεων παρόμοιο με αυτό της υπόλοιπης ζώνης του ευρώ παραμένει μακρινό και, ενώ οι τιμές των (αστικών) ακινήτων έχουν ανακάμψει, παραμένουν κατά 20% χαμηλότερες από το 2005 σε πραγματικούς όρους.
Ισχυρές προοπτικές για το χρέος
Στο πλαίσιο των παραπάνω ισχυρών μακροοικονομικών προοπτικών και χάρη στη συνεχιζόμενη ευρωπαϊκή στήριξη, η ελληνική κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να ακολουθήσει μια συντηρητική δημοσιονομική κατεύθυνση. Το ελληνικό υπουργείο Οικονομικών έχει δεσμευτεί να επιτύχει μεγαλύτερο πρωτογενές αποτέλεσμα (ως ποσοστό του ΑΕΠ) από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ και επωφελείται από το χαμηλότερο πραγματικό επιτόκιο δανεισμού στην περιοχή. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι περίπου το 70% του ελληνικού δημόσιου χρέους διακρατείται σε λίγα ευρωπαϊκά προγράμματα βοήθειας με πολύ μεγάλη διάρκεια, περιορίζοντας το μερίδιο του δημόσιου χρέους στην αγορά και τον αντίκτυπο των ευμετάβλητων επιτοκίων στο κόστος του δημόσιου χρέους.
Το δυναμικό μοντέλο μας υποδηλώνει ότι αυτές οι συνθήκες υποστηρίζουν μια σημαντική μείωση του ελληνικού χρέους προς το ΑΕΠ. Στην πραγματικότητα, προβλέπουμε ότι ο λόγος του ελληνικού χρέους προς το ΑΕΠ θα παραμείνει σε πτωτική πορεία και αναμένουμε ότι το δημόσιο χρέος θα μειωθεί κατά περίπου 25 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ μέχρι το τέλος της δεκαετίας, ελαφρώς πάνω από την προηγούμενη ανάλυσή μας.
Στο βασικό μας σενάριο, όπου η μεσοπρόθεσμη αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ και το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο συγκλίνουν σε 1,5% και 2% αντίστοιχα, ο λόγος του ελληνικού χρέους προς το ΑΕΠ αναμένεται να συνεχίσει να μειώνεται και να μειωθεί κάτω από αυτόν της Ιταλίας έως το 2027. Ακόμη και σε ένα σενάριο ακραίων καταστάσεων, όπου είτε η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ, ή το πρωτογενές ισοζύγιο μειώνονται κατά 1 ποσοστιαία μονάδα μεσοπρόθεσμα, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ πέφτει κάτω από το επίπεδο του 2023 με πιθανότητα μεγαλύτερη από 90%.
Μια ακόμη αναβάθμιση βαθμολογίας είναι δυνατή το φθινόπωρο
Συνεχίζουμε να βλέπουμε σταθερές προοπτικές ανάκαμψης των επενδύσεων στην Ελλάδα. Οι εκταμιεύσεις του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης (RRF) αναμένεται να κορυφωθούν το 2024-25 και το πρόγραμμα θα στραφεί όλο και περισσότερο προς τη στήριξη των κεφαλαιουχικών δαπανών. Επιπλέον, η θεσμική ποιότητα του ελληνικού κράτους συνεχίζει να βελτιώνεται, αποκαθιστώντας την εμπιστοσύνη των πολιτών στους δημόσιους θεσμούς στο υψηλότερο επίπεδο από την κρίση δημόσιου χρέους. Πιο πρόσφατα, η έκθεση Benchmarking Infrastructure Development 2024 της Παγκόσμιας Τράπεζας που επικεντρώνεται στη σύμπραξη δημόσιου-ιδιωτικού τομέα για την ανάπτυξη έργων υποδομής τοποθέτησε την Ελλάδα στην κορυφή της κατάταξης στην Ευρώπη.
Δεδομένου του μακροοικονομικού τοπίου και των θετικών προοπτικών από τους οίκους αξιολόγησης, θεωρούμε ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε καλή θέση για πιθανή αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας στις επερχόμενες αξιολογήσεις (S&P στις 18 Οκτωβρίου, Fitch στις 22 Νοεμβρίου, Scope στις 6 Δεκεμβρίου), καταλήγει η ανάλυση της Goldman Sachs.