Σύσταση «overweight» για τα ελληνικά 10ετή ομόλογα τα οποία θεωρεί καλύτερη επιλογή από τα αντίστοιχα ιταλικά, δίνει η JPMorgan, η οποία εκτιμά ότι το πολιτικό ρίσκο στην Ελλάδα είναι χαμηλό ακόμη και εάν το 2023 είναι προεκλογικό έτος.
Πάντως, θεωρεί ότι μπορεί να αργήσει η κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για την ελληνική οικονομία, καθώς την τοποθετεί είτε στα τέλη του 2023, είτε στις αρχές του 2024. Όπως τονίζει ο αμερικανικός χρηματοπιστωτικός όμιλος ο πολιτικός κίνδυνος είναι εν γένει χαμηλός στην Ευρώπη πάρα τις προγραμματισμένες για το 2023 εκλογές σε Ελλάδα, Ισπανία και Φινλανδία.
Χαρακτηρίζει ως αρκετά φθηνά τα ελληνικά ομόλογα, κάτι το οποίο ισχύει και για τα ιταλικά, τονίζοντας, πάντως, ότι η Ελλάδα έχει ένα «βαρύ φορτίο χρέους», με το θετικό να έγκειται στο γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του βρίσκεται στην κατοχή του επίσημου τομέα και αρκετά περιορισμένο ποσοστό διαπραγματεύεται στις αγορές.
Προβλέπει ότι οι ελληνικοί τίτλοι θα διαπραγματεύονται με αποδόσεις κοντά σε αυτές των ιταλικών τίτλων, ή και μικρότερες έως το τέλος του 2023, ενώ παραδέχεται ότι οι ελληνικοί τίτλοι θα δεχθούν πιέσεις πέριξ των εκλογών γύρω στα μέσα του 2023, γεγονός που κατά την άποψή της θα αποτελέσει ελκυστική ευκαιρία για να λάβει κάποιος αυξημένη (overweight) θέση, δεδομένου του βασικού σεναρίου ότι η νέα κυβέρνηση δεν θα αποκλίνει ουσιαστικά από την τρέχουσα πορεία πολιτικής.
Η πορεία για την επενδυτική βαθμίδα
Εξετάζοντας το σύνολο της ευρωζώνης και όχι μόνο την περίπτωση της Ελλάδας ο αμερικανικός όμιλος τονίζει ότι κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους υπήρξαν αρκετές θετικές ενέργειες αξιολόγησης για την ευρωπαϊκή περιφέρεια, με αναβαθμίζεις για Ελλάδα, Κύπρο και Πορτογαλία. Αντίθετα για την Ιταλία υπήρξε υποβάθμιση από S&P και Moody’s.
Σημειώνεται ότι οι οίκοι αξιολόγησης υπογράμμισαν στις εκθέσεις τους ότι οι ενώ οι εκταμιεύσεις κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης παρέχουν στήριξη στα κράτη της ζώνης του ευρώ, υπάρχουν κίνδυνοι υποβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας που συνδέονται με την επιδείνωση των προοπτικών ανάπτυξης, τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής και την ενεργειακή κρίση. Ως εκ τούτου για το επόμενο έτος η JP Morgan αναμένει ότι οι ενέργειες αξιολόγησης για τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ θα είναι περιορισμένες, λαμβάνοντας υπόψη ότι έχουν ήδη υπάρξει αρκετές θετικές αξιολογήσεις το 2022, ιδίως για τα περιφερειακά κράτη.
Εξετάζοντας την ελληνική περίπτωση, οι αναλυτές του αμερικανικού ομίλου τονίζουν ότι, σύμφωνα με το βασικό τους σενάριο, η Νέα Δημοκρατία θα παραμένει στην κυβέρνηση και επομένως η Ελλάδα θα μπορούσε να φτάσει στην επενδυτική βαθμίδα, ενδεχομένως μετά τις εκλογές στα τέλη του 2023 ή στις αρχές του 2024.
Τα σενάρια για τις εκλογές
Στην Ελλάδα, οι βουλευτικές εκλογές θα διεξαχθούν πριν από το τέλος Ιουλίου 2023, αναφέρεται στην έκθεση, ενώ προστίθεται ότι είναι οι πρώτες εκλογές μετά από μερικές δεκαετίες στις οποίες δεν θα υπάρχει μπόνους εδρών (50 έδρες) για το κόμμα που κερδίζει την πλειοψηφία των ψήφων.
Η Νέα Δημοκρατία εξακολουθεί να προηγείται στις δημοσκοπήσεις, καθώς αυτή τη στιγμή συγκεντρώνει περίπου 35% έναντι 28% του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό το αποτέλεσμα είναι αρκετά παρόμοιο με αυτό των εκλογών του 2019 - ωστόσο, χωρίς το μπόνους των 50 εδρών, η Νέα Δημοκρατία πιθανότατα δεν θα έφτανε την πλειοψηφία των κοινοβουλευτικών εδρών στις επερχόμενες εκλογές του 2023, σύμφωνα με την JP Morgan.
Η προσδοκία της είναι ότι η Νέα Δημοκρατία θα κερδίσει τις εκλογές και ενδεχομένως να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού, συνεχίζοντας να εφαρμόζει μια εποικοδομητική πολιτική ατζέντα. Ωστόσο, βλέπει κινδύνους ότι ο σχηματισμός του πλειοψηφικού συνασπισμού θα μπορούσε να πάρει κάποιο χρόνο, καθώς ο αριθμός των πιθανών συμμαχικών κομμάτων είναι περιορισμένος. Επίσης, υπάρχει το σενάριο η Νέα Δημοκρατία να χρειαστεί να σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας.