Ως εργαλείο ανιστάθμισης κινδύνου (hedge) χαρακτηρίζει τα ελληνικά 10ετή ομόλογα η JP Morgan σε έκθεσή της, τα οποία προτιμά έναντι των αντίστοιχων ιταλικών, διατηρώντας τις μακροχρόνιες (long) τοποθετήσεις της σε αυτά.
Αναφέρει ότι η πρόσφατη έξοδος της Ελλάδας στις αγορές ήταν κάτι παραπάνω από επιτυχημένη ενώ αναμένει ότι η Ελλάδα θα επανέλθει με δεύτερη έκδοση αναφοράς στα τέλη Μαρτίου ή στις αρχές του δευτέρου τριμήνου και στο μεταξύ θα διεξάγει τις τακτικές μηνιαίες δημοπρασίες εντόκων γραμματίων (περί 0,3 δισ. ευρώ η καθεμία).
Παράλληλα «βλέπει» αντιστροφή της πρόσφατης υποχώρησης λόγω των περιορισμένων πιέσεων προσφοράς τις επόμενες εβδομάδες και της πιθανής υποστήριξης που προέρχεται από παθητικές ροές δεικτών για το νέο ομόλογο σε μηνιαία επανεξισορρόπηση.
Σε μία ακόμη έκθεσή της για τις βασικές της τοποθετήσεις στην περιοχή CEEMEA (Κεντρική και Ανατολή Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Αφρική), η αμερικανική τράπεζα επιμένει στην «overweight» τοποθέτησή της για τα ελληνικά assets, τονίζοντας ότι οι ελληνικές τράπεζες παραμένουν φθηνές σε σύγκριση με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές και διατηρώντας την Alpha Bank μεταξύ των κορυφαίων επιλογών της.
Αναφέρει ειδικά για την Alpha Bank, ο στόχος απόδοσης κεφαλαίου στο 12% φαίνεται αξιόπιστος έναντι αποτίμησης 0,8x σε όρους P/BV. Επίσης, η συμφωνία με την Unicredit προσθέτει αξία, κατά την άποψή της, ενώ για να καταφθάσει το re-rating στη μετοχή, χρειάζεται πιο διευρυμένη ευρωπαϊκή βάση επενδυτών.
Σχετικά με την ελληνική αγορά υπογραμμίζει ότι σημαντικά βελτιωμένες αποτιμήσεις και περισσότερο εμπορεύσιμους τίτλους, προσελκύοντας περισσότερους επενδυτές, επαναλαμβάνοντας ότι παρά το ράλι οι τραπεζικές μετοχές είναι ακόμη πιο φθηνές από τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές αποτελώντας μία πολύ καλή επιλογή για τους επενδυτές.
Επιπρόσθετα επαναλαμβάνει ότι η ελληνική οικονομία - βάσει και των εκτιμήσεων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου - θα συνεχίσει να υπεραποδίδει έναντι του μέσου όρου της ευρωζώνης, προβλέποντας ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 2% το 2024, από 2,5% το 2023.