Με αμηχανία, που ήταν εμφανής και στις πρώτες διακυμάνσεις του ευρώ και των προθεσμιακών συμβολαίων ευρωπαϊκών χρηματιστηριακών δεικτών και ομολόγων, υποδέχθηκαν οι αγορές τη μεγάλη εκλογική ανατροπή στη Γαλλία. Η απειλή της ακροδεξιάς μπορεί να απομακρύνεται, όμως η ανάδειξη σε πρώτο κόμμα της ακροαριστερής συμμαχίας αφήνει αναπάντητο το ερώτημα για το πώς μπορεί να κυβερνηθεί η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης και, ακόμη περισσότερο, πώς η επόμενη κυβέρνηση θα βγάλει τη Γαλλία από την εξαιρετικά δυσχερή δημοσιονομική της θέση.
Όλοι οι αναλυτές συμφωνούν ότι το πιο κρίσιμο βαρόμετρο των ευρωπαϊκών αγορών τις επόμενες εβδομάδες, ίσως και μήνες, θα είναι το σπρεντ των 10ετών γαλλικών και γερμανικών ομολόγων. Είχε εκτιναχθεί πάνω από τις 80 μονάδες βάσης μετά τη νίκη της Λεπέν στις ευρωεκλογές, αλλά μετά το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των βουλευτικών έπεσε, την Παρασκευή, στις 66 μονάδες βάσης. Με βάση τις κινήσεις στα futures των γαλλικών και γερμανικών ομολόγων τα ξημερώματα, όπου οι τιμές των γαλλικών υποχώρησαν λίγο περισσότερο από τις αντίστοιχες των γερμανικών, φαίνεται ότι η πρώτη αντίδραση των επενδυτών (σε συνθήκες, βέβαια, πολύ ρηχών συναλλαγών) ήταν μια νέα διεύρυνση του σπρεντ.
Όσον αφορά το ευρώ, η πρώτη αντίδραση μετά την ανακοίνωση του exit poll ήταν μια πτώση έως και κατά 0,4% έναντι δολαρίου, αλλά τις επόμενες ώρες οι απώλειες περιορίσθηκαν σε λιγότερο από 0,2%. Σε ανάλογο εύρος κυμάνθηκαν και οι απώλειες των futures του CAC 40, του DAX και του Euro Stoxx 50 στις πρώτες συναλλαγές στην Ασία, καθώς δεν ξεπερνούσαν το 0,2%.
Η σημερινή ημέρα, ιδιαίτερα στο γαλλικό χρηματιστήριο, προβλέπεται δύσκολη. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αναλυτές της JP Morgan, βασιζόμενοι στις κινήσεις των options (δικαίωματα προαίρεσης) του CAC 40 προβλέπουν για σήμερα μια σημαντική μεταβολή, κατά 1,9%, χωρίς όμως να προσδιορίζουν αν θα πρόκειται για άνοδο ή πτώση.
Σε μεγαλύτερο χρονικό ορίζοντα, οι αναλυτές του Bloomberg βλέπουν ότι τουλάχιστον οι γαλλικές μετοχές θα βρεθούν υπό πίεση. Όπως ανέφεραν, το πρόγραμμα δημοσιονομικής επέκτασης της αριστεράς είναι άκρως αντίθετο στη λογική της αγοράς και θα μπορούσε να ωθήσει το γαλλικό σπρεντ πίσω στις 80-85 μονάδες βάσης, αλλά και να επιβαρύνει όλες τις εταιρείες με μεγάλη έκθεση σε εργατικό δυναμικό στη Γαλλία. Η νίκη της αριστεράς προσθέτουν, οδηγεί σε μια ρηχή ανάκαμψη των κερδών των εισηγμένων γαλλικών εταιρειών.
Τα τελικά αποτελέσματα
Σύμφωνα με τα τελικά στοιχεία που ανακοίνωσε το γαλλικό υπουργείο Εσωτερικών, η επόμενη ημέρα των εκλογών βρίσκεται την ακροδεξιά, ανέλπιστα, στην τρίτη θέση, πίσω από την κεντρώα συμμαχία του Μακρόν, ενώ την πρώτη θέση παίρνει η αριστερή συμμαχία, αλλά με μόλις 178 έδρες, πολύ μακριά από την πλειοψηφία των 289 εδρών:
- Το Νέο Λαϊκό Μέτωπο -το οποίο περιλαμβάνει τους Σοσιαλιστές, την ακροαριστερή Ανυπότακτη Γαλλία του Μελανσόν αλλά και τους οικολόγους- κέρδισε 178 έδρες στην Εθνοσυνέλευση.
- Η κεντρώα συμμαχία του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν συγκέντρωσε 156 έδρες.
- Ο Εθνικός Συναγερμός της Μαρίν Λεπέν, τον οποίο οι δημοσκόποι την περασμένη εβδομάδα περίμεναν ότι θα κερδίσει, ήρθε τρίτος με 143.
Αυτή η έκπληξη ήταν αποτέλεσμα δύο παραγόντων: Αφενός των συμμαχιών όλων των κομμάτων κατά της ακροδεξιάς, αφετέρου της μεγάλης κινητοποίησης των ψηφοφόρων, που έφερε πολύ υψηλό ποσοστό συμμετοχής, 67% και, όπως όλα δείχνουν, η αύξηση της συμμετοχής δεν ευνόησε το κόμμα της Λεπέν.
Το αίνιγμα της νέας κυβέρνησης και ο Μελανσόν
Τα μετεκλογικά σενάρια για τον σχηματισμό κυβέρνησης, η οποία θα κρατήσει την εξουσία τουλάχιστον για ένα χρόνο (το γαλλικό Σύνταγμα επιτρέπει στον πρόεδρο να διαλύσει τη Βουλή τουλάχιστον ένα χρόνο μετά τις εκλογές) διέπονται από έντονη αβεβαιότητα. Ο Γάλλος πρόεδρος κράτησε κλειστά τα χαρτιά του, ανακοινώνοντας ότι θα περιμένει τα τελικά αποτελέσματα για να αποφασίσει ποια θα είναι η επόμενη κίνησή του.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι για να σχηματισθεί κυβέρνηση θα χρειασθεί να συμπράξουν κόμματα του αριστερού συνασπισμού με το κόμμα του Μακρόν. Μεγάλο ζητούμενο, για το γαλλικό πολιτικό σύστημα και τις αγορές, είναι να αποκλεισθεί από τον συνασπισμό το ακραίο κόμμα του Μελανσόν, που για τη γαλλική πολιτική θεωρείται κόμμα - παρίας, όχι μόνο για τις ακραίες αντιευρωπαϊκές θέσεις του, αλλά και για τη στάση του Μελανσόν μετά την επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ -ήταν ο μόνος Γάλλος ηγέτης που αρνήθηκε να την καταδικάσει και να χαρακτηρίσει τη Χαμάς τρομοκρατική οργάνωση.
Το καλό σενάριο για τις αγορές, που μοιάζει και το πλέον πιθανό, είναι να συνεργασθούν με τον Μακρόν τα υπόλοιπα κόμματα της αριστερής συμμαχίας εκτός από την ανυπότακτη Γαλλία. Φαίνεται ότι τη συμμετοχή του Μελανσόν στην κυβέρνηση δεν αποκλείει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο μόνο το κόμμα του Μακρόν, αλλά και ο ίδιος ο ακροαριστερός ηγέτης, με τη στάση που κράτησε χθες, αμέσως μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του exit poll.
Ο Μελανσόν απέκλεισε συνεργασία με το κόμμα του Μακρόν και κάλεσε τον Γάλλο πρόεδρο να του δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, για να εφαρμόσει το πρόγραμμα του αριστερού συνασπισμού και μόνο αυτό. Προφανές ότι, με τέτοιες ακραίες θέσεις, ο Μελανσόν ουσιαστικά θέτει το κόμμα του εκτός κυβέρνησης, αφού ένα κυβερνητικό σχήμα δεν μπορούσε να πάρει την πλειοψηφία στη Βουλή χωρίς το κόμμα του Μακρόν. Ακόμη και αν ο Μελανσόν δεχόταν να συζητήσει με το κόμμα του Μακρόν και το ίδιο έπραττε ο Γάλλος πρόεδρος, είναι αδύνατο να φαντασθεί κανείς πώς ο Μακρόν θα προσυπέγραφε ένα πρόγραμμα που έχει εκτιμηθεί ότι θα διόγκωνε σχεδόν κατά 200 δισ. ευρώ ετησίως τις δαπάνες του προϋπολογισμού τα επόμενα χρόνια.
Η κρίσιμη διαπραγμάτευση με τις Βρυξέλλες
Με αυτά τα δεδομένα, όλα δείχνουν ότι ο Μακρόν και τα κόμματα του αριστερού συνασπισμού θα κληθούν να βρουν μια κυβερνητική λύση, για μια πολιτική κυβέρνηση ή μια κυβέρνηση τεχνοκρατών. Θα πρέπει να συμφωνήσουν σε ένα μίνιμουμ κυβερνητικό πρόγραμμα για το επόμενο 12μηνο, αφού είναι πολύ πιθανή η νέα προκήρυξη εκλογών το επόμενο καλοκαίρι.
Προφανώς, η λύση για τη συμφωνία θα πρέπει να βρεθεί κάπου ανάμεσα στις πρόσθετες δαπάνες περίπου 20 δισ. που περιλάμβανε το πρόγραμμα του Μακρόν και των 200 δισ. που περιλάμβανε το πρόγραμμα του αριστερού συνασπισμού, το οποίο προέβλεπε μεγάλες αυξήσεις του βασικού μισθού και των μισθών στο δημόσιο, μείωση της ηλικίας συνταξιοδότησης που αυξήθηκε από τον Μακρόν και γενναία αύξηση της χρηματοδότησης κοινωνικών προγραμμάτων.
Όλα αυτά θα πρέπει να γίνουν μέσα από τους περιορισμούς που επιβάλλει το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο της Ευρώπης και η επικείμενη διαπραγμάτευση της Γαλλίας με την Κομισιόν για ένα τετραετές πρόγραμμα μείωσης του ελλείμματος κάτω από το 3%, ενώ το 2023 είχε αυξηθεί στο 5,5%, κάτι που ήταν και ο κύριος παράγοντας υποβάθμισης της αξιολόγησης της χώρας από την S&P. Σίγουρα, η επόμενη κυβέρνηση δεν θα συνεχίσει το πρόγραμμα φιλικών προς την αγορά μεταρρυθμίσεων του Εμανουέλ Μακρόν.
Η πίεση που θα ασκηθεί στο πολιτικό σύστημα της Γαλλίας, όχι μόνο για να βρει μια κυβερνητική λύση, αλλά και για να καταφέρει να αποτρέψει μια δημοσιονομική κρίση και μια σύγκρουση με τις Βρυξέλλες θα είναι ισχυρή, τόσο από την αγορά ομολόγων, που σίγουρα θα ανεβάσει το κόστος δανεισμού της Γαλλίας, όσο και από τους οίκους αξιολόγησης, που ενδέχεται να προχωρήσουν σε νέες υποβαθμίσεις. Το καλό σενάριο θα είναι να αρθεί το γαλλικό πολιτικό σύστημα στο ύψος των περιστάσεων, ώστε να αποφευχθεί μια νέα αναταραχή στην ευρωζώνη, αυτή τη φορά με επίκεντρο τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία.