Κερδισμένες από τις αποφάσεις της ΕΚΤ για αύξηση επιτοκίων κατά 0,50% και δημιουργία νέου μηχανισμού στήριξης των υπερχρεωμένων οικονομιών θα είναι οι τράπεζες της ευρωζώνης, με πρώτες τις τράπεζες των χωρών του Νότου, όπως τονίζει σε σημείωμά της η Moody's.
Όπως αναφέρει ο οίκος αξιολόγησης, στις 21 Ιουλίου, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αύξησε τα βασικά επιτόκια περισσότερο από το αναμενόμενο, κατά 50 μονάδες βάσης, και ανακοίνωσε ένα νέο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων που έχει σχεδιαστεί για να αποτρέψει τη διεύρυνση των σπρεντ στα ομόλογα περισσότερο από όσο δικαιολογούν τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη.
Και τα δύο μέτρα είναι πιστωτικά θετικά για τις τράπεζες της ζώνης του ευρώ. Τα υψηλότερα επιτόκια πολιτικής θα στηρίξουν τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια του τραπεζικού τομέα, ενώ το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων θα συμβάλει στη σταθεροποίηση των σπρεντ και των τιμών των ομολόγων, τα οποία αντιπροσωπεύουν σημαντικό μερίδιο στα χαρτοφυλάκια πολλών τραπεζών.
Η αύξηση των επιτοκίων είναι υποστηρικτική για όλες τις τράπεζες της ζώνης του ευρώ, αλλά θα ωφελήσει ιδιαίτερα τις τράπεζες της νότιας Ευρώπης επειδή έχουν μεγαλύτερο μερίδιο δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου από τις τράπεζες στη βόρεια Ευρώπη και εξαρτώνται περισσότερο από καταθέσεις για τη χρηματοδότησή τους.
Δεδομένου ότι τα υψηλότερα επιτόκια των κεντρικών τραπεζών μεταφέρονται στα επιτόκια χορηγήσεων ταχύτερα από όσο στα επιτόκια καταθέσεων, τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια αυτών των τραπεζών θα λάβουν μεγαλύτερη και αμεσότερη ώθηση από τις τράπεζες με υψηλότερα ποσοστά δανείων σταθερού επιτοκίου και με χρηματοδότηση από τη διατραπεζική αγορά.
Το νέο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, που ονομάστηκε Μέσο Προστασίας της Μετάδοσης (TPI) έχει σχεδιαστεί από την ΕΚΤ για να περιορίσει τις αυξήσεις στην απόδοση των ομολόγων, αν αυτή δεν δικαιολογείται από θεμελιώδεις παράγοντες. Το TPI δεν θα προστατεύσει τα κράτη της ζώνης του ευρώ από το υψηλότερο κόστος δανεισμού, αφού, όπως εξήγησε η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, η κεντρική τράπεζα θα ανεχθεί αυξήσεις στο κόστος χρηματοδότησης αν αυτές αντικατοπτρίζουν επιδείνωση των θεμελιωδών μεγεθών.
Ωστόσο, το νέο εργαλείο θα μπορούσε να συμβάλει στην αποφυγή των προβλημάτων που παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους στη ζώνη του ευρώ και να ενισχύσει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών και των επιχειρήσεων σε περιόδους οικονομικής ή πολιτικής πίεσης στα επιμέρους κράτη μέλη.
Όπως και η αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ, αναμένουμε ότι το TPI θα ωφελήσει τις τράπεζες της νότιας Ευρώπης, επειδή έχουν μεγαλύτερη έκθεση σε δημόσιο χρέος των χωρών τους. Οι ιταλικές τράπεζες έχουν ιταλικό δημόσιο χρέος ύψους 300 δισ. ευρώ και οι ισπανικές τράπεζες κατέχουν 250 δισ. ευρώ ομολόγων της Ισπανίας.
Επιπλέον, δεδομένου ότι οι κυβερνήσεις της νότιας Ευρώπης τείνουν να είναι πιο υπερχρεωμένες από τις βορειοευρωπαϊκές, τα ομόλογά τους είναι πιο ευαίσθητα στον κίνδυνο μετάδοσης. Η έναρξη λειτουργίας του TPI ακολουθεί μια απότομη αύξηση των αποδόσεων του ιταλικού κρατικού χρέους σε σύγκριση με τα γερμανικά bunds, που αντανακλά τις ανησυχίες για την επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης της Ιταλίας και τον αυξανόμενο πληθωρισμό, με την κατάρρευση της κυβέρνησης συνασπισμού στις 21 Ιουλίου και τις νέες εκλογές τον Σεπτέμβριο να επιδεινώνουν αυτές τις ανησυχίες.
Ένα βασικό πλεονέκτημα του TPI είναι ότι επιτρέπει στην ΕΚΤ να αγοράζει ομόλογα σε δυνητικά απεριόριστες ποσότητες, παρέχοντας στην κεντρική τράπεζα ένα μέσο για να παρεμβαίνει αποφασιστικά σε περίπτωση διακυμάνσεων της απόδοσης που θεωρεί «άτακτες». Η απόφαση για να εφαρμοστεί για μια χώρα το TPI υπόκεινται σε προκαθορισμένους όρους. Ωστόσο, τονίζει η Moody's, δεν τους θεωρούμε υπερβολικά περιοριστικούς, ιδίως δεδομένου ότι το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ διατηρεί μεγάλη διακριτική ευχέρεια κατά την αξιολόγηση της επιλεξιμότητας.
Η αξιολόγηση από το συμβούλιο θα λαμβάνει υπόψη τη συμμόρφωση μιας κυβέρνησης με τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ, το αν αντιμετωπίζει μεγάλες μακροοικονομικές ανισορροπίες, τη βιωσιμότητα του χρέους και την ευρωστία των μακροοικονομικών πολιτικών.
Η ΕΚΤ δήλωσε ότι «θα είναι σκόπιμη η περαιτέρω εξομάλυνση των επιτοκίων» στις προσεχείς συνεδριάσεις του συμβουλίου, σηματοδοτώντας ότι τα επιτόκια πολιτικής πιθανότατα θα αυξηθούν τους επόμενους μήνες. Στόχος της ΕΚΤ είναι να φέρει τον πληθωρισμό της ζώνης του ευρώ στο στόχο του 2% από το τρέχον 8,6%, μέσω διαδοχικών αυξήσεων επιτοκίων.
Θεωρούμε ότι αυτή η περαιτέρω αναμενόμενη δράση είναι θετική, υπό την προϋπόθεση ότι θα αποτρέψει επιτυχώς την αποκλιμάκωση των προσδοκιών για τον πληθωρισμό, η οποία θα ήταν επιζήμια για τις οικονομίες και τις τράπεζες της ΕΕ, καταλήγει ο οίκος Moody's».