Στις δύσκολες εποχές όλα υποχωρούν εκτός από το… δολάριο και αυτό αποδεικνύεται και στην τρέχουσα περίοδο που το αμερικανικό νόμισμα βρίσκεται στο υψηλό επίπεδο 20 ετών.
Ο δείκτης δολαρίου, ο οποίος μετρά την πορεία του νομίσματος έναντι έξι ανταγωνιστικών, έχει κέρδη 8% από την αρχή του 2022 και το τελευταίο 12μηνο έχει ενισχυθεί 14%. Έναντι του γεν το δολάριο έχει άνοδο 13% από την αρχή του έτους, ενώ έναντι του ευρώ άνω του 9% με αρκετούς αναλυτές να βλέπουν στον ορίζοντα και επίτευξη απόλυτης ισοτιμίας.
Το γεγονός ότι η Fed βρίσκεται πιο μπροστά από τις υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες στην αύξηση επιτοκίων δημιουργεί θετικό κλίμα για το δολάριο, ενώ όλα δείχνουν, βάσει και των τελευταίων στοιχείων για τον αμερικανικό πληθωρισμό, ότι η σφιχτή νομισματική πολιτική θα συνεχιστεί.
Την ίδια ώρα μια σειρά από ενέργειες που έχουν αναστατώσει τις αγορές μετοχών βοήθησαν ώστε το αμερικανικό νόμισμα να διατηρηθεί σε ανοδική πορεία, καθώς λειτουργεί σαν ασφαλές καταφύγιο για τους επενδυτές. Πέραν της Fed, παράγοντες που στηρίζουν το δολάριο είναι η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, οι κυρώσεις κατά της Μόσχας, η ενίσχυση των τιμών των εμπορευμάτων, τα νέα lockdown στην Κίνα και η επιβράδυνση που εμφανίζουν οι οικονομίες Ευρώπης και Ιαπωνίας.
Παράλληλα, η οικονομία των ΗΠΑ μπορεί να βρίσκεται σε επισφαλή θέση, αλλά σε σύγκριση με άλλες χώρες, έχει ανακάμψει με καλύτερο ρυθμό από την πανδημική ύφεση, οι αγορές της συνεχίζουν να είναι οι πλέον «βαθιές» και σχετικά σταθερές και τα επιτόκια που προσφέρονται στα κρατικά ομόλογά της είναι αρκετά γενναιόδωρα. Νέες αυξήσεις επιτοκίων από τη Fed θα μπορούσαν να καταστήσουν τόσο το δολάριο όσο και τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα πιο ελκυστικά από τα αντίστοιχα Γερμανίας, Ιαπωνίας και Κίνας.
«Τα τελευταία δύο χρόνια της συγχρονισμένης παγκόσμιας χαλάρωσης έχουν δώσει τη θέση τους στην ταχεία απόκλιση της πολιτικής των κεντρικών τραπεζών, ενισχύοντας τη μεταβλητότητα των αγορών συναλλάγματος και οδηγώντας προς τα πάνω το δολάριο», τόνισε σε πρόσφατη ανάλυσή της η Morgan Stanley Wealth Management.
Κερδισμένοι και χαμένοι από την άνοδο
Η άνοδος του δολαρίου είχε σημαντικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία. Πρώτον, συνέβαλε στην εκτίναξη του εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ, το οποίο έφτασε σε νέο ιστορικό υψηλό τον Μάρτιο. Ταυτόχρονα, όμως, περιορίζει τις πληθωριστικές πιέσεις στις ΗΠΑ.
«Η Αμερική είναι ένα έθνος καταναλωτών και πάνω από τα μισά από αυτά που καταναλώνουν οι Αμερικανοί κάθε χρόνο κατασκευάζονται στο εξωτερικό», σημειώνει ο Ντ. Ρόσενμπεργκ, οικονομολόγος της Rosenberg Research και προσθέτει ότι «καθώς το δολάριο ανεβαίνει, το κόστος αυτών των εισαγόμενων αγαθών μειώνεται. Αυτό το μειούμενο κόστος θα εμφανιστεί στον δείκτη τιμών καταναλωτή. Δεν έχουμε δει ακόμη το πλήρες βάρος του».
Από την πλευρά της η Λίζα Σάλετ, επικεφαλής επενδύσεων της Morgan Stanley Wealth Management, τονίζει ότι η άνοδος του δολαρίου έχει μετριάσει ορισμένες από τις πληθωριστικές επιπτώσεις στις ΗΠΑ, που προέρχονται από την αύξηση τιμών σε εμπορεύματα και πετρέλαιο, τα οποία αποτιμώνται σε δολάρια. «Είναι ασυνήθιστο για το δολάριο να ενισχύεται την ίδια στιγμή που οι τιμές των εμπορευμάτων αυξάνονται λόγω της ρωσικής εισβολής. Η περίπτωση να υποχωρήσει το δολάριο είναι μόνο μία, εάν η Fed αποφάσισε να πατήσει φρένο στις αυξήσεις επιτοκίων, όμως αυτό θα οδηγούσε σε περαιτέρω αυξήσεις τις τιμές εμπορευμάτων θα έπληττε την ανάπτυξη και θα οδηγούσε σε στασιμοπληθωρισμό», εκτίμησε η Σάλετ.
Η άνοδος του δολαρίου δυσκολεύει τη ζωή πολλών διεθνών επιχειρήσεων. Πέρα από τις διαταραχές στην αλυσίδα εφοδιασμού και τον πληθωρισμό, πρέπει να ανησυχούν για την επίδραση της ανόδου του δολαρίου στα κέρδη τους. Όπως παραδέχθηκε πρόσφατα ο Λούκα Μαέστρι, οικονομικός διευθυντής της Apple, το ισχυρό δολάριο είχε αρνητική επίδραση στα μεγέθη της εταιρείας. Το ίδιο τόνισε και ο οικονομικός διευθυντής της Procter & Gamble, Αντρέ Σούλτεν.
Επιδράσεις από το ισχυρό δολάριο δημιουργούνται και στις χρηματιστηριακές αγορές, κυρίως των ΗΠΑ. Όπως τονίζουν σε δημοσίευμά τους οι New York Times, μία μελέτη του 2018 από την S&P Dow Jones Indices έδειξε ότι οι εταιρείες του S&P 500 με μικρότερη ή καθόλου έκθεση στη διεθνή οικονομία έχουν καλύτερη πορεία όταν το δολάριο ενισχύεται.
Αυτό ισχύει και την τρέχουσα περίοδο με τον δείκτη S&P 500 U.S. Revenue Exposure Index, στον οποίο είναι εισηγμένες εταιρείες με αμιγώς αμερικανικό προσανατολισμό όπως οι Berkshire Hathaway, UnitedHealth, Home Depot και JPMorgan Chase, έχει υποχωρήσει φέτος κατά 6,2%. Αντίθετα ο δείκτης S&P 500 Foreign Revenue Exposure Index έχει χάσει 15,7%, ενώ σε αυτόν είναι εισηγμένες εταιρείες όπως οι Apple, Microsoft, Alphabet και Tesla.
Οι προοπτικές για το δολάριο
Όταν η παγκόσμια χρηματοπιστωτική ρευστότητα και η οικονομική ανάπτυξη είναι πάνω από το μέσο όρο, η ζήτηση για το δολάριο επιβραδύνεται, σημειώνει από τη πλευρά του ο Στεφάν Μονιέρ αναλυτής της Lombard Odier.
Ωστόσο, πιο άμεσα, το δολάριο φαίνεται να υποστηρίζεται από τις επιδεινούμενες προοπτικές για τις οικονομίες της Ευρώπης και τη μείωση της παγκόσμιας ανάπτυξης, καθώς τα lockdown της Κίνας δημιουργούν νέα σοκ στην προσφορά.
Οι προσδοκίες της Lombard Odier για το δολάριο στην αρχή της ρωσικής εισβολής βασίζονταν σε μια παρατεταμένη σύγκρουση στην Ουκρανία που θα περιόριζε τον ενεργειακό εφοδιασμό χωρίς να υπάρξει, όμως, διακοπή ροής πετρελαίου και φυσικού αερίου. Τώρα που ο πόλεμος εντείνεται, με τη Ρωσία να διακόπτει προμήθειες φυσικού αερίου σε ορισμένες χώρες και το σχεδιαζόμενο εμπάργκο της ΕΕ στις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου, οι κίνδυνοι οικονομικής επιβράδυνσης στην Ευρώπη έχουν αυξηθεί. Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων τροφοδοτεί τη ζήτηση για δολάρια. Εάν ο πόλεμος κλιμακωθεί περαιτέρω, εκτιμάται ότι η ισοτιμία του ευρώ θα πέσει κάτω από το ένα δολάριο.
Στο πλαίσιο του επιθετικού κύκλου αύξησης των επιτοκίων της Fed, της επιβράδυνσης της παγκόσμιας ανάπτυξης και της αυξανόμενης αποστροφής κινδύνου, οι προοπτικές για το δολάριο είναι κάτι παραπάνω από θετικές. Ο αναλυτής εκτιμά ότι το δολάριο θα συνεχίσει να ενισχύεται για όλο το επόμενο διάστημα έως τις αρχές του 2023, καθώς εκτιμά ότι αυτό θα είναι το έτος που η παγκόσμια οικονομία θα αρχίσει να ανακάμπτει και η Fed θα είναι σε θέση να μετριάσει τον επιθετικό κύκλο αυξήσεων.