Μια νέα περίοδος αρχίζει για τα διεθνή χρηματιστήρια, καθώς οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες εξετάζουν πώς θα αποσύρουν σταδιακά την τεράστια ρευστότητα που αποδέσμευσαν για να στηρίξουν τις οικονομίας και τις αγορές εν μέσω της πανδημίας. Ήδη η αμερικανική Fed έστειλε τα πρώτα της «σήματα», προκαλώντας κραδασμούς στο διεθνές χρηματιστηριακό σύστημα, καθώς όλοι οι αναλυτές αναγνωρίζουν ότι η ρευστότητα από τις κεντρικές τράπεζες μπορεί να μην ήταν ο μοναδικός παράγοντας που έφερε σε επίπεδα ρεκόρ τους δείκτες στα μεγάλα χρηματιστήρια, όμως αποτέλεσε ένα πολύτιμο «καύσιμο» για το ράλι, το οποίο σταδιακά θα αρχίσει να χάνεται.
Η χθεσινή ημέρα στις αγορές έδειξε, πάντως, ότι η αναμενόμενη, εν πολλοίς, αλλαγή κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες έκοψε τη φόρα των επενδυτών, χωρίς όμως να προκαλέσει φαινόμενα πανικού και βίαιη διόρθωση. Μετά την πτώση κατά 1% περίπου των βασικών αμερικανικών δεικτών την Τετάρτη, ο ευρωπαϊκός Stoxx 600 έφθασε να χάνει χθες μέχρι και 2,1%, αλλά περιόρισε τελικά τις απώλειες στο 1,5%. Στις ΗΠΑ, ο δείκτης Dow Jones, που απαρτίζεται από μετοχές ευαίσθητες στον οικονομικό κύκλο, έχασε 0,19%, αλλά το αγοραστικό ενδιαφέρον για τεχνολογικές μετοχές ήταν αρκετό για να οδηγήσει σε οριακή άνοδο στο κλείσιμο τον S&P 500 και τον Nasdaq.
Οι επενδυτές φαίνεται να αντιδρούν με αρκετή ψυχραιμία μπροστά στην αναμενόμενη μείωση της στήριξης από τις κεντρικές τράπεζες για τρεις λόγους: η παγκόσμια οικονομία, έστω και με τους κινδύνους που δημιουργεί η μετάλλαξη Δέλτα του κορονοϊού, βρίσκεται σε τροχιά ανάκαμψης, τα κέρδη των μεγαλύτερων εταιρειών επιβεβαιώθηκε από τις ανακοινώσεις για το β' τρίμηνο ότι επανέρχονται στα προ πανδημίας επίπεδα και τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια, που φαίνεται ότι θα διατηρηθούν και το 2022, καθιστούν υποχρεωτική την ανάληψη κινδύνου για να επιτύχει ένας επενδυτής αξιοπρεπή απόδοση κεφαλαίου.
Από την άλλη, είναι πλέον σαφές ότι τα ρεκόρ που έχουν κατακτήσει οι χρηματιστηριακοί δείκτες στις δύο όχθες του Ατλαντικού τη φετινή χρονιά, με ένα εντυπωσιακό rebound από τα χαμηλά του Μαρτίου 2020, αφήνουν από το 2022 περιθώρια για υποχώρηση. Στις αναθεωρημένες εκτιμήσεις της για την πορεία του Dow Jones, η Moody's αναφέρει ότι τον επόμενο χρόνο προβλέπει σταδιακή κάμψη, καθώς η οικονομική ανάπτυξη στις ΗΠΑ θα φθάνει στο υψηλότερο σημείο της, ο πληθωρισμός θα παραμένει υψηλός και η Fed θα αποσύρει τη νομισματική στήριξη.
Πόσο σημαντική είναι, όμως, η στήριξη που έχουν προσφέρει οι κεντρικές τράπεζες σε οικονομίες και αγορές από τότε που ξέσπασε η πανδημία; Τα μεγέθη, όπως τα υπολογίζει ο Economist, ζαλίζουν: μέχρι το τέλος αυτού του χρόνου εκτιμάται ότι οι κεντρικές τράπεζες των πλούσιων χωρών θα έχουν αυξήσει τους ισολογισμούς τους στο επίπεδο των 28 τρισ. δολ. Από αυτό το ποσό, τα δύο πέμπτα, δηλαδή περισσότερα από 11 τρισ. δολ., σχετίζονται με τα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) που εφαρμόσθηκαν στη διάρκεια της πανδημίας.
Με τις αγορές τίτλων -κρατικών ομολόγων και όχι μόνο- οι κεντρικές τράπεζες πρόσφεραν μια συνεχή πηγή ρευστότητας στις αγορές, κρατώντας πολύ χαμηλά τα επιτόκια και στρέφοντας όλο και περισσότερα κεφάλαια σε επενδύσεις ρίσκου (μετοχές). Η Fed, που έχει και τα πρωτεία στο QE, αγόραζε τίτλους 120 δισ. δολ. τον μήνα στο πλαίσιο του έκτακτου προγράμματος για την πανδημία (κρατικά ομόλογα και τιτλοποιημένα στεγαστικά δάνεια). Μικρότερες, αλλά καθόλου αμελητέες ήταν οι αγορές από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που σήμερα έχει φθάσει σχεδόν στα 1,3 τρισ. ευρώ αγορών τίτλων, στο πλαίσιο του προγράμματος για την πανδημία (PEPP), το οποίο μπορεί να φθάσει στα 1,85 τρισ. ευρώ.
Η πιο δύσκολη πρόσκληση για τις κεντρικές τράπεζες, όπως τονίζει ο Economist, είναι σχεδιάσουν μια στρατηγική απόσυρσης της ρευστότητας που έχουν προσφέρει εδώ και ενάμιση χρόνο με τα προγράμματα QE για την πανδημία. Δηλαδή, να πάρουν πίσω από τις αγορές ένα ποσό της τάξεως των 11 τρισ. δολ., χωρίς να προκαλέσουν σοβαρούς κραδασμούς.
Η άσκηση αυτή δεν είναι εύκολη, καθώς οι επενδυτές συνδέουν τις αποφάσεις που θα πάρουν οι κεντρικές τράπεζες για τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης με την πολιτική τους για τα επιτόκια: δηλαδή, όταν αρχίσουν να μειώνουν τις αγορές τίτλων, οι κεντρικές τράπεζες θα έχουν δώσει και ένα «σήμα» για την αύξηση των επιτοκίων στο μέλλον, το οποίο θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρούς κραδασμούς στις αγορές, μειώνοντας τη διάθεση για ανάληψη κινδύνου, κάτι που συνέβη το 2013 όταν η Fed είχε αφήσει να εννοηθεί ότι θα μείωνε τις αγορές ομολόγων. Στην ευρωζώνη, σημειώνει ο Economist, τα πράγματα είναι ακόμη περίπλοκα, αφού το QE δεν ήταν μόνο ένας μηχανισμός στήριξης της οικονομίας, αλλά ταυτόχρονα αμοιβαιοποίησε ένα μέρος των χρεών των κρατών, μέσα από τις αγορές ομολόγων που έγιναν από την ΕΚΤ.
Οι κεντρικοί τραπεζίτες θα προχωρήσουν με προσεκτικά βήματα, γνωρίζοντας αυτά τα προβλήματα. Η Moody's εκτιμά ότι η Fed θα αρχίσει να μειώνει τις αγορές τίτλων από τον Ιανουάριο του 2022 και αυτό θα γίνει με σχετικά αργό ρυθμό, δηλαδή με μείωση των μηνιαίων αγορών κατά 15 δισ. δολ. κάθε μήνα. Όσον αφορά την ΕΚΤ, οι πρώτες συζητήσεις για το θέμα θα γίνουν το φθινόπωρο, ενώ το έκτακτο πρόγραμμα για την πανδημία θα διαρκέσει τουλάχιστον μέχρι το τέλος Μαρτίου του 2022, χωρίς να αποκλείεται παράτασή του αν το απαιτήσουν οι εξελίξεις στην οικονομία. Σε κάθε περίπτωση, Fed και ΕΚΤ φαίνονται αποφασισμένες να αποφύγουν οποιαδήποτε απότομη κίνηση που θα προκαλούσε διαταραχή στις αγορές.
Η διαφορά φάσης του ΧΑ
Η μεγάλη χθεσινή πτώση στο ελληνικό χρηματιστήριο (-1,85% για τον Γενικό Δείκτη) επιβεβαίωσε άλλη μια φορά ότι η αγορά παραμένει εξαιρετικά ευαίσθητη σε αρνητικές ειδήσεις από το εξωτερικό, ενώ ακολουθεί με υστέρηση τις ανοδικές κινήσεις των διεθνών αγορών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ οι δείκτες σε Ευρώπη και ΗΠΑ εξακολουθούν να βρίσκονται πολύ κοντά στα ιστορικά υψηλά, ο Γενικός Δείκτης του ΧΑ απέχει... χιλιόμετρα από τα δικά του ιστορικά υψηλά. Αυτή η διαφορά φάσης δημιουργεί πρόσθετες δυσκολίες τώρα, καθώς η αποθέρμανση των διεθνών αγορών θα κάνει και πιο δύσκολη την προσπάθεια του ΧΑ να «ξεκολλήσει» από τις 900 μονάδες και να ξαναβρεθεί στο ανοδικό κανάλι όπου βρισκόταν στις αρχές του 2020, πριν το ξέσπασμα της πανδημίας.
Όπως επισημαίνουν παράγοντες της αγοράς, αυτό που θα μετρήσει τους επόμενους μήνες για την πορεία της αγοράς είναι οι ευχάριστες εκπλήξεις. Δηλαδή, σε ποιο βαθμό η ανάπτυξη της οικονομίας θα ξεπεράσει τις αρχικές προβλέψεις, κατά πόσο οι εισηγμένες θα παρουσιάσουν αποτελέσματα καλύτερα από τις εκτιμήσεις των αναλυτών, ή αν θα καταφέρουν οι τράπεζες να προχωρήσουν ακόμη γρηγορότερα την εξυγίανση των ισολογισμών τους και τη βελτίωση των λειτουργικών τους αποτελεσμάτων. Η αγορά φαίνεται πως θα χρειασθεί αρκετούς θετικούς καταλύτες για να παραμείνει σε ανοδική τροχιά, σε ένα διεθνές περιβάλλον που θα γίνει πιο δύσκολο, όσο οι κεντρικές τράπεζες θα αποσύρουν τα μέτρα νομισματικής στήριξης.