Οι αποδόσεις των ευρωπαϊκών κρατικών ομολόγων συνεχώς υποχωρούν, ακόμη και για οικονομίες όπως η ελληνική, οι οποίες πριν από μερικά χρόνια βρέθηκαν στο χείλος της καταστροφής. Οι επενδυτές αναζητούν απεγνωσμένα τρόπους να ενισχύσουν τα κέρδη τους από τις συγκεκριμένες αγορές, αλλά έχουν απέναντί τους έναν ιδιαίτερα ισχυρό αντίπαλο: την ΕΚΤ.
Η πανδημία οδήγησε την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην απόφαση να δημιουργήσει ένα έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, το ΡΕΡΡ, η αξία του οποίου φθάνει στα 1,85 τρισ. ευρώ και οι κανόνες του είναι τόσο χαλαροί ώστε περιλαμβάνουν αγορές ομολόγων που μέχρι πριν από μερικούς μήνες χαρακτηρίζονταν ως «επικίνδυνα» ή ακόμη και «σκουπίδια».
Σύμφωνα, μάλιστα, με τους αναλυτές η έντονη δραστηριότητα της ΕΚΤ ουσιαστικά διώχνει και τους τελευταίους επενδυτές από τις αγορές ομολόγων, με αρκετούς να υποστηρίζουν ότι η ευρωζώνη θα βρεθεί αντιμέτωπη με ανάλογα προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζει –και δεν έχει ακόμη κατορθώσει να λύσει- η Ιαπωνία.
Βάσει στοιχείων της Axa Investment Managers, όπως σημειώνει το Bloomberg, έως το τέλος του 2021 στα θησαυροφυλάκιά της η ΕΚΤ θα έχει το 43% των γερμανικών κρατικών ομολόγων που διαπραγματεύονται στις αγορές και τα 2/5 των αντίστοιχων ιταλικών, από 30% και 25% που ήταν τα αντίστοιχα ποσοστά στα τέλη του 2019.
Η αξία των συναλλαγών στη γερμανική αγορά ομολόγων έχει υποχωρήσει κατά 62% από τη στιγμή που η ΕΚΤ εφάρμοσε το πρώτο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) και αυτό ισχύει όχι μόνο για τα χρεόγραφα των ασφαλών οικονομιών αλλά και γι’ αυτά οικονομιών όπως η ελληνική αλλά και η πορτογαλική. Η απόδοση του ελληνικού 10ετούς έχει προσγειωθεί στο 0,6%, ενώ για το αντίστοιχο πορτογαλικό έφθασε ακόμη και σε αρνητικό επίπεδο.
«Το πρόβλημα με τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης είναι ότι τα ομόλογα που έχει στην κατοχή της μία κεντρική τράπεζα δεν διαπραγματεύονται», τονίζει ο Αλεσάντρο Τεντόρι, κορυφαίο στέλεχος της Axa Investment Managers και προσθέτει «ο μόνος τρόπος για να μειωθεί ο πιστωτικός κίνδυνος στις ευρωπαϊκές αγορές ομολόγων είναι είτε μέσω της αμοιβαιοποίησης του χρέους (δηλαδή την έκδοση κοινών ομολόγων σε επίπεδο ευρωζώνης) ή με το να… κλείσεις την αγορά για τους επενδυτές».
Η πρώτη που ακολούθησε την τακτική «εκδίωξης» των ιδιωτών επενδυτών από τις αγορές κρατικών ομολόγων ήταν η Τράπεζα της Ιαπωνίας (BoJ) να από τη δεκαετία του '90. Παρά το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν, θεωρητικά, προς διαπραγμάτευση ιαπωνικά κρατικά ομόλογα αξίας οκτώ τρισ. δολαρίων, η BoJ διατηρεί στην κατοχή της περίπου το 50%, με αποτέλεσμα η αξία των συναλλαγών σε καθημερινή βάση να είναι ακόμη και μηδενική.
Πώς η ΕΚΤ «κλείνει» τις αγορές
Όταν η ΕΚΤ ξεκίνησε για πρώτη φορά να αγοράζει κρατικά ομόλογα το 2015 είχε συνδέσει αυτές τις αγορές με πολύ αυστηρούς κανόνες, προκειμένου να αποφύγει να παραβιάσει τους όρους βάσει των οποίων λειτουργεί και να μην κατηγορηθεί για παρέμβαση στις αγορές και παροχή κρατικής στήριξης. Σύμφωνα με αυτούς τους κανόνες δεν μπορούσε να αγοράσει άνω του 1/3 των ομολόγων μίας χώρας και έπρεπε το πρόγραμμα αγορών της να προσαρμόζεται στο μέγεθος αλλά και την αξιολόγηση μίας οικονομίας. Για παράδειγμα, η Ελλάδα ήταν αποκλεισμένη από το πρόγραμμα λόγω αξιολόγησης χαμηλότερης από την επενδυτική βαθμίδα.
Όλα, όμως, άλλαξαν το 2020 με την εμφάνιση της πανδημίας κα του σκληρού πλήγματος που προκάλεσε στο σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας της ευρωζώνης. Η ΕΚΤ ξεκίνησε να εφαρμόζει το έκτακτο πρόγραμμα ΡΕΡΡ του οποίου οι κανόνες είναι τόσο χαλαροί ώστε δίνουν το δικαίωμα στην τράπεζα να αγοράζει τα πάντα.
«Οι αποδόσεις των ευρωπαϊκών κρατικών ομολόγων βρίσκονται ουσιαστικά σε… lockdown», εκτιμά ο Τζέιμι Σερλ, στρατηγικός αναλυτής της Citigroup, καθώς «η ΕΚΤ δεν έχει καμία πρόθεση να ρισκάρει την αύξησή τους».
Η ίδια η τράπεζα σε τακτικές της εκθέσεις αλλά και μέσω δηλώσεων κορυφαίων στελεχών της, υποστηρίζει ότι το QE οδήγησε σε σταθεροποίηση τις αγορές, στήριξε την ανάπτυξη και βοήθησε ώστε να ανακάμψει ο πληθωρισμός. Όμως οι επενδυτές και οι αναλυτές δεν είναι και τόσο βέβαιοι ότι αυτά τα οφέλη εξακολουθούν να υφίστανται.
Όπως προαναφέρθηκε, η Ιαπωνία ήταν η πρωτοπόρος του QE σε μια προσπάθεια να ανακάμψει από τη «χαμένη δεκαετία» για την οικονομία της στις αρχές της χιλιετίας. Η BOJ κατέληξε να απορροφήσει τα ομόλογα της χώρας μέσω του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, χρηματοδοτώντας ουσιαστικά το μεγαλύτερο μέρος των κρατικών δαπανών από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του ο πρωθυπουργός Shinzo Abe τον Δεκέμβριο του 2012.
Ο έλεγχος της καμπύλης απόδοσης -βάσει του οποίου τα επιτόκια των ομολόγων συνδέονται σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο- ξεκίνησε το 2016. Η διαγραφή οποιασδήποτε μεταβλητότητας των ιαπωνικών ομολόγων είναι αποτέλεσμα μίας, κρινόμενης εκ του αποτελέσματος, προσπάθειας να ενισχυθεί ο πληθωρισμός και η ανάπτυξη, σε μία χώρα η οποία, παρά την τεχνολογική της υπεροχή, είναι γερασμένη.
Παρά το γεγονός ότι στην ευρωζώνη υπάρχουν 19 διαφορετικές αγορές ομολόγων και όχι μία όπως στην Ιαπωνία, όλα δείχνουν ότι οι δύο περιοχές έχουν αρχίσει να ταυτίζονται πλήρως. Το σύνολο της καμπύλης απόδοσης των γερμανικών ομολόγων βρίσκεται χαμηλότερα του 0%, ενώ πτωτική πορεία ακολουθούν οι αποδόσεις όλων των κρατών – μελών της ζώνης του ευρώ.
Την ίδια ώρα βέβαια, οι όγκοι συναλλαγών στις ευρωπαϊκές αγορές ομολόγων συνεχίζουν να αυξάνουν, έχοντας σημειώσει άνοδο 23% τον Νοέμβριο, όπως δείχνουν τα στοιχεία της TradeWeb Markets, τροφοδοτούμενες, όμως, από τις νέες εκδόσεις χρέους, στις οποίες προχωρούν οι χώρες προκειμένου να χρηματοδοτήσουν την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική που ακολουθούν για να στηρίξουν τις οικονομίες τους εν τω μέσω της πανδημίας.
«Παρά το γεγονός ότι δεν είναι στόχος η «διαγραφή» των ιδιωτών επενδυτών από τις αγορές ομολόγων, μέσω των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης συμβαίνει ακριβώς αυτό», εκτιμά ο Ρίτσαρντ Γκούσταρντ, κορυφαίο στέλεχος της JPMorgan Chase, ενώ τονίζει ότι στην πραγματικότητα ο δημόσιος τομέας κλέβει τη θέση του ιδιωτικού στις εν λόγω αγορές.
Η μόνη ελπίδα για επιστροφή των αγορών τίτλων σταθερού εισοδήματος σε φυσιολογικές συνθήκες είναι οι κεντρικές τράπεζες ανά την υφήλιο και όχι μόνο η ΕΚΤ να διακόψουν, έστω και σταδιακά, τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης. Με δεδομένο, όμως, το δεύτερο κύμα της πανδημίας και πιθανώς και ένα τρίτο κάτι τέτοιο μοιάζει το λιγότερο απίθανο, τουλάχιστον για το άμεσο μέλλον, γεγονός που μάλλον δικαιώνει τους αναλυτές που υποστηρίζουν ότι το 2020 θα αποτελέσει το έτος εξαιτίας του οποίου οι αγορές ομολόγων θα αργήσουν πολύ να επιστρέψουν στην κανονικότητα.