Η πρώτη ελληνική τράπεζα που λαμβάνει την αξιολόγηση της επενδυτικής βαθμίδας από τον οίκο DBRS καθίσταται η Εθνική Τράπεζα, με τον οίκο αξιολόγησης να την αναβαθμίζει στο BBB (low), δηλαδή στο ίδιο επίπεδο με την ελληνική οικονομία, με την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας να καταφθάνει σχεδόν 15 χρόνια μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση.
.Όπως σημειώνει σε ανακοίνωσή της η Εθνική Τράπεζα «ο οίκος αξιολόγησης Morningstar DBRS αξιολόγησε τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα της ΕΤΕ με BBB (low), καθιστώντας μας την πρώτη ελληνική τράπεζα που ανακτά την Επενδυτική Βαθμίδα, σχεδόν 15 χρόνια μετά την εκδήλωση την ελληνικής χρηματοπιστωτικής κρίσης. Η αξιολόγηση της ΕΤΕ ισοδυναμεί (pari-passu) με αυτήν του αξιόχρεου της Ελλάδας.
Η πιστοληπτική διαβάθμιση της ΕΤΕ αντικατοπτρίζει την ηγετική θέση μας στην ελληνική αγορά, τον ισχυροποιημένο ισολογισμό, την υψηλή οργανική κερδοφορία, τη σταθερή δημιουργία κεφαλαιακών αποθεμάτων, καθώς και την ισχυρή χρηματοδοτική θέση και ρευστότητα της τράπεζας».
Οι λόγοι της αναβάθμισης
Σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης η αναβάθμιση καταφθάνει μετά τη συνεχή πρόοδο που έχει καταγράψει η Εθνική Τράπεζα, αναφορικά με τη μείωση των NPLs και την αύξηση της κάλυψής τους.
Παράλληλα αναφέρει ότι η αξιολόγηση «BBB (low)» αντανακλά την ηγετική θέση της ΕΤΕ στη λιανική και εταιρική τραπεζική στην Ελλάδα, παρά τη βαθιά διαδικασία αναδιάρθρωσης που απαιτήθηκε για να αναστραφεί η τράπεζα μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και την κρίση του ελληνικού δημόσιου χρέους.
Έχει υπάρξει συνεχή πρόοδο στην ενίσχυση του ισολογισμού της με τη μείωση του αποθέματος των παλαιών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) και την αύξηση των επιπέδων κάλυψης των NPEs. Επιπλέον, η Morningstar DBRS λαμβάνει υπόψη της ότι η βασική κερδοφόρα δύναμη της ΕΤΕ έχει βελτιωθεί λόγω των υψηλότερων περιθωρίων επιτοκίου, καθώς και της εξοικονόμησης κόστους και της συνολικής μείωσης του πιστωτικού κόστους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η τράπεζα να συσσωρεύει βιώσιμα επίπεδα κεφαλαίου οργανικά και, με τη σειρά της, σε πιο ισχυρά αποθέματα ασφαλείας έναντι των εποπτικών απαιτήσεων.
Οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας ενσωματώνουν επίσης τη σταθερή θέση χρηματοδότησης και ρευστότητας της ΕΤΕ, η οποία επωφελείται κυρίως από μια μεγάλη και σταθερή καταθετική βάση. Παρ' όλα αυτά, οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της Morningstar DBRS αντανακλούν τη μέτρια διαφοροποίηση του επιχειρηματικού μοντέλου, του μείγματος εσόδων και της δομής χρηματοδότησης της Τράπεζας, καθώς και το υψηλό επίπεδο αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTCs) που λαμβάνονται υπόψη στην κεφαλαιακή της διάρθρωση.
Οι «σταθερές» προοπτικές αντανακλούν την άποψη του οίκου ότι ενώ το περιβάλλον υψηλών επιτοκίων είναι πιθανό να προσθέσει κινδύνους στην ποιότητα του ενεργητικού, οι ευνοϊκές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, καθώς και η αναμενόμενη στήριξη της πιστωτικής επέκτασης που προκάλεσαν τα έργα που συνδέονται με τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης, σε συνδυασμό με την περαιτέρω μείωση του κινδύνου θα πρέπει να συμβάλουν στον μετριασμό των αρνητικών επιπτώσεων στο προφίλ κινδύνου της ΕΤΕ. Οι κίνδυνοι αυτοί παραμένουν επίσης ισορροπημένοι από τα ισχυρότερα επίπεδα κάλυψης δανείων και τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας της. Επιπλέον, η βασική κερδοφορία της τράπεζας θα πρέπει να παραμείνει υγιής στο εγγύς μέλλον, παρά τη κάποια συμπίεση του περιθωρίου επιτοκίου, τις υψηλότερες ψηφιακές επενδύσεις και το δυνητικά υψηλότερο πιστωτικό κόστος.