Οι δημοσκόποι παραδοσιακά τους δίνουν μεγάλη σημασία και σχεδόν πάντα τους επιφυλάσσουν ένα ισχυρό διψήφιο ποσοστό, ικανό να στρέψει προς τη μια ή την άλλη πλευρά την πλάστιγγα ενός εκλογικού αποτελέσματος.
Οι «αναποφάσιστοι» των ερευνών κοινής γνώμης φιγουράρουν ως η τρίτη σε ποσοστά δύναμη των δημοσκοπήσεων, τόσο ικανή, που αν με κάποιον μαγικό τρόπο μπορούσε να πάρει τη μορφή πολιτικού κόμματος, τότε θα αποτελούσε παράγοντα διαμόρφωσης των πολιτικών συσχετισμών, με την τρίτη εντολή σχηματισμού κυβέρνησης -σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας- σίγουρα στο τσεπάκι της!
Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Ας επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε τον γρίφο με την λογική, αλλά ταυτόχρονα και από την οπτική των κομμάτων.
Ειδικά αυτά, τα κόμματα δηλαδή, επιδίδονται σε κάθε προεκλογική περίοδο σε έναν ιδιότυπο αγώνα δρόμου για το ποιος θα κάνει το πληρέστερο «ψυχογράφημα» των εκλογέων που τοποθετούνται στο φάσμα των αναποφάσιστων, μπαίνοντας ταυτόχρονα σε μια άκρατη πλειοδοσία προτάσεων, ιδεών και υποσχέσεων, σαν να μην υπάρχει αύριο.
Ως δια μαγείας, με το κλείσιμο της κάλπης και την ανάρτηση των τελικών αποτελεσμάτων, οι μέχρι πρότινος «αναποφάσιστοι» εξαφανίζονται και τη θέση τους παίρνουν τα «άκυρα» και τα «λευκά» ψηφοδέλτια, καθώς και όσοι επέλεξαν να απέχουν.
«Τα μεγαλύτερα ψέματα λέγονται ύστερα από το κυνήγι, κατά τη διάρκεια του πολέμου και πριν από τις εκλογές», έλεγε ο Μπίσμαρκ. Αν βάλουμε στην εξίσωση και το ψάρεμα, τότε αυξάνονται οι πιθανότητες ώστε το περίπου 10% των ψηφοφόρων χωρίς ιδεολογική ταυτότητα, να πειστεί από τις επιτυχίες των «κυνηγών» και των «ψαράδων», όσο και από την «πολεμική» των προεκλογικών διλημμάτων.
Για να τους παρηγορήσω, προφανώς και όλοι θα θέλαμε να ψηφίσουμε τον καλύτερο, αλλά σχεδόν ποτέ δεν βάζει υποψηφιότητα και συνήθως η σύγκριση γίνεται με τον αμέσως προηγούμενο.
Παρ’ όλα αυτά και τους εαυτούς μας μπορούμε να διαψεύσουμε και να ψηφίσουμε.
«Γιατί οι κακοί πολιτικοί εκλέγονται από τους καλούς πολίτες που δεν πηγαίνουν να ψηφίσουν», που έλεγε και ο Φρανκ Μακίνι (Frank McKinney)…