Η Ευρωκοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΚΕ αναδεικνύει τις ανησυχίες της σχετικά με τον προτεινόμενο κανονισμό της ΕΕ για το CSAM (Child Sexual Abuse Material), γνωστό και ως «Chat control», επισημαίνοντας ότι προωθεί μαζική παρακολούθηση και λογοκρισία με πρόσχημα την προστασία των παιδιών. Σε ερώτηση που κατέθεσαν οι ευρωβουλευτές Κώστας Παπαδάκης και Λευτέρης Νικολάου-Αλαβάνος προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τονίζεται πως ο κανονισμός ενισχύει τη συλλογή και επεξεργασία δεδομένων χρηστών, ενώ μεταφέρει την ευθύνη εντοπισμού περιστατικών σεξουαλικής κακοποίησης στους μεγάλους παρόχους υπηρεσιών διαδικτύου.
Σύμφωνα με την τοποθέτηση του ΚΚΕ, ο κανονισμός δίνει τη δυνατότητα στις αρχές και στους παρόχους να προβαίνουν σε μέτρα παρακολούθησης, όπως επισυνδέσεις και πρόσβαση σε περιεχόμενο, ακόμη και σε κρυπτογραφημένες πλατφόρμες όπως WhatsApp, Viber και Signal. Αυτές οι πρακτικές, που μέχρι σήμερα απαιτούσαν συγκεκριμένες διαδικασίες έγκρισης, καθίστανται πλέον ευκολότερες και προληπτικές, γεγονός που εγείρει σοβαρά ζητήματα για την ιδιωτικότητα και τα δικαιώματα των χρηστών.
Η Ευρωκοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΚΕ είχε καταψηφίσει τον κανονισμό από το 2021, εκφράζοντας αντιρρήσεις ως προς τη μεταφορά της ευθύνης στους ιδιώτες παρόχους, γεγονός που, όπως υποστηρίζεται, εξυπηρετεί επιχειρηματικά συμφέροντα και ενισχύει πρακτικές λογοκρισίας. Επίσης, επισημαίνεται ότι ο κανονισμός εξαιρεί κυβερνητικά στελέχη, μέλη του στρατού και των σωμάτων ασφαλείας από τους ελέγχους, παρά το γεγονός ότι έχουν καταγραφεί περιστατικά κακοποίησης με εμπλοκή τέτοιων προσώπων.
Επιπλέον, τονίζεται ότι ο έλεγχος περιεχομένου με αυτοματοποιημένες διαδικασίες τεχνητής νοημοσύνης αυξάνει τον κίνδυνο "παρερμηνειών" και λανθασμένων αποκλεισμών, ενώ η απουσία επαρκούς κρατικής στήριξης και υποδομών για την πρόληψη και προστασία των παιδιών παραμένει σημαντικό ζήτημα.
Με βάση τα παραπάνω, οι ευρωβουλευτές του ΚΚΕ ζητούν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να διευκρινίσει τη θέση της αναφορικά με τη συλλογή και επεξεργασία δεδομένων χρηστών, την κατάργηση της ιδιωτικότητας στις τηλεπικοινωνίες, καθώς και το κατά πόσο ο κανονισμός εξυπηρετεί πραγματικά την προστασία των παιδιών ή ανοίγει τον δρόμο για νέους κινδύνους και περιορισμούς στα δικαιώματα των πολιτών.