«Τα φυσικά φαινόμενα και τα ιστορικά δεδομένα είναι μεταβαλλόμενα, εκείνο που δεν αλλάζει είναι η γεωγραφία», αναφέρει ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης σε άρθρο του στην εφημερίδα «Παραπολιτικά» αναφερόμενος στο επικείμενο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, η γεωγραφία έταξε την Ελλάδα σε μια περιοχή με ποικίλο εθνολογικό μίγμα, μεταβλητή γεωμετρία και διαρκείς συγκρούσεις και σ' αυτό το περιβάλλον, «Ελλάδα και Τουρκία έχουν περάσει ιστορικές φάσεις κυμαινόμενης έντασης και ύφεσης».
«Η τρέχουσα συγκυρία είναι θετική για τις σχέσεις των δυο χωρών», τονίζει χαρακτηριστικά. «Ισχυρές κυβερνήσεις με νωπή πολιτική νομιμοποίηση, πολύμηνη περίοδος νηνεμίας στο Αιγαίο, εκπεφρασμένη βούληση για βελτίωση των διμερών σχέσεων». Έτσι, όπως αναφέρει, «αναπτύχθηκαν τους τελευταίους μήνες πολιτικοί και υπηρεσιακοί δίαυλοι επικοινωνίας που επέτρεψαν τη βελτίωση του επιπέδου αμοιβαίας κατανόησης και την ανάπτυξη των αναγκαίων διαπροσωπικών σχέσεων. Ώστε, όταν ανακύπτουν διαφορές, να μην οδηγούμαστε σε κρίσεις στις σχέσεις των δύο χωρών».
«Η ελληνική κυβέρνηση προσέρχεται στο επικείμενο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας με την Τουρκία με ειλικρινή διάθεση συνεργασίας», επισημαίνει και προσθέτει: «Δεν αγνοούμε ούτε παραγνωρίζουμε θεμελιακές διαφορές στην αντίληψή μας για τη διεθνή πολιτική, όπως άλλωστε προέκυψε στην προϊούσα κρίση στη Μέση Ανατολή και στις διμερείς μας σχέσεις. 'Αλλωστε, είμαστε σαφείς: θέματα εθνικής κυριαρχίας δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση αντικείμενο συζήτησης».
«Αποδίδουμε έμφαση στα αμοιβαία επωφελή κεφαλαία για τις δύο χώρες, δηλαδή τη θετική ατζέντα, με μέτρα περισσότερο εμπορικού και οικονομικού χαρακτήρα και τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης με προσανατολισμό στην αμυντική και στρατιωτική διάσταση», υπογραμμίζει. Η Ελλάδα, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο υπουργός Εξωτερικών, «έχει αποκτήσει ένα πολύ ισχυρό διπλωματικό κεφάλαιο το οποίο, σε συνδυασμό με τη σημαντική αναβάθμιση της αμυντικής της ισχύος, της επιτρέπει να προσέρχεται στις συζητήσεις με αυτοπεποίθηση. Και με τη συνέπεια που διακρίνει την εθνική εξωτερική πολιτική αρχών, με προσήλωση στο Διεθνές Δίκαιο και στις βασικές αρχές καλής γειτονίας».
«Είμαστε καλά προετοιμασμένοι για κάθε διπλωματικό σενάριο - εξάλλου, μια τέτοια συνθέτη προσπάθεια προσέγγισης προϋποθέτει τη διαρκή και έμπρακτη ειλικρίνεια των μερών. Αντιλαμβανόμαστε την αυταξία της συνέχισης του καλού κλίματος, της έργω και λόγω καταλλαγής, καθώς και της ύπαρξης βιώσιμων δικλείδων αποσυμπίεσης των εντάσεων». Επισημαίνει δε πως «μόνον εφόσον ωριμάσουν οι συνθήκες, είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε τη μία διαφορά μας που μπορεί να αχθεί ενώπιον διεθνούς δικαιοδοσίας, δηλαδή την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και αποκλειστικής οικονομικής ζώνης».
«Η ελληνική κυβέρνηση υποδέχεται το επικείμενο Συμβούλιο Συνεργασίας με γνώση και σοβαρότητα. Και με το βλέμμα στραμμένο στις επόμενες γενιές. Σε αυτές οφείλουμε να αφήσουμε παρακαταθήκη μια ήσυχη διεθνή γειτονιά, που θα συμβάλει ουσιαστικά στην ευημερία και την πρόοδο της πατρίδας μας», καταλήγει.