Μπορεί να φθάνει στο τέλος της η «μάχη» των τραπεζών με τα «κόκκινα» δάνεια, αφού έχουν καταφέρει να αποβάλουν το μεγαλύτερο μέρος τους από τους ισολογισμούς τους, όμως οι ευρωπαϊκοί Θεσμοί διαπιστώνουν ότι η επόμενη «μάχη», την οποία δίνουν οι εταιρείες διαχείρισης, θα είναι πιο δύσκολη. Δεν κρύβουν την ανησυχία τους για την αργή πρόοδο στην ανάκτηση των προβληματικών δανείων, μια διαδικασία που έχει καθοριστική σημασία για την πορεία της οικονομίας, αφού θα πρέπει να απαλλαγούν επιχειρήσεις και νοικοκυριά από τα «βαρίδια» του παρελθόντος, ώστε να επιστρέψουν σε κανονική οικονομική δραστηριότητα.
Στη νέα έκθεση Εποπτείας που δημοσιοποιήθηκε χθες, οι Θεσμοί τονίζουν ότι «η διευθέτηση του παλαιού μη εξυπηρετούμενου χρέους εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση». Όπως εξηγούν, «μεγάλο μέρος του παλαιού, μη εξυπηρετούμενου ιδιωτικού χρέους παραμένει στην οικονομία, ακόμη και μετά την έξοδό του από τους ισολογισμούς των τραπεζών στο πλαίσιο τιτλοποιήσεων και οριστικών πωλήσεων Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων. Οι εταιρείες διαχείρισης δανείων αναμένεται να προχωρήσουν στην εξυγίανση και αναδιάρθρωσή του».
Οι Θεσμοί διαπιστώνουν ότι «ορισμένα από τα τιτλοποιημένα χαρτοφυλάκια υπολείπονται των αρχικών τους στόχων» σε ό,τι αφορά τις ανακτήσεις και αποδίδουν τις καθυστερήσεις στο γεγονός ότι εξακολουθούν να καταγράφονται σοβαρά προβλήματα με τους πλειστηριασμούς, που οδηγούν σε χαμηλότερες από τις προβλεπόμενες ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων.
Επισημαίνουν, όμως, ότι τα προβλήματα στους πλειστηριασμούς έχουν δύο πλευρές: από τη μια, σημειώθηκαν οι γνωστές καθυστερήσεις στη διάρκεια της πανδημίας. Από την άλλη, όμως, ακόμη και όταν άρχισαν να επιταχύνονται οι πλειστηριασμοί, το 2022, ήταν πολύ υψηλό το ποσοστό των άγονων πλειστηριασμών, ελλείψει αγοραστικού ενδιαφέροντος.
Μια πρόσθετη εμπλοκή, που ξεπεράστηκε με την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, ήλθε όταν προηγούμενη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου έθεσε σε αμφισβήτηση τη δυνατότητα των servicers να επισπεύδουν πλειστηριασμούς. Όπως σημειώνουν οι Θεσμοί, «πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου διέλυσε τη νομική αβεβαιότητα που επισκίασε τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης», καθώς «αναγνωρίσθηκε η νομική ικανότητα των διαχειριστών πιστώσεων να κινούν διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης και βάσει του νόμου περί τιτλοποιήσεων του 2003, και όχι μόνο βάσει του νόμου του 2015 για την αδειοδότηση και τη ρύθμιση των εταιρειών διαχείρισης δανείων».
Σχολιάζοντας την απόφαση του Α. Πάγου, οι Θεσμοί επισημαίνουν ότι «δημιουργεί προηγούμενο για την επίλυση της προηγούμενης ανασφάλειας δικαίου και αποτρέπει τη στασιμότητα στις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης, διευκολύνοντας φιλικές λύσεις αναδιάρθρωσης με τους οφειλέτες. Ως αποτέλεσμα, αναμένεται να συμβάλει στην ταχύτερη επίλυση του μη εξυπηρετούμενου χρέους στην οικονομία».
Καθυστερήσεις και «μπαλώματα»
Η ανάκτηση... μετ' εμποδίων των μη εξυπηρετούμενων δανείων έχει ήδη προκαλέσει καθυστερήσεις στην υλοποίηση των επιχειρησιακών σχεδίων των εταιρειών διαχείρισης, η υλοποίηση των οποίων έχει μεγάλη σημασία ιδιαίτερα για τα δάνεια που έχουν τιτλοποιηθεί με τις κρατικές εγγυήσεις του σχεδίου «Ηρακλής». Αν δεν εφαρμοσθούν με επιτυχία τα business plans, οι μεν servicers απειλούνται με τις σοβαρές κυρώσεις που προβλέπει ο νόμος, ενώ το Δημόσιο κινδυνεύει να επιβαρυνθεί από καταπτώσεις εγγυήσεων.
Οι Θεσμοί επισημαίνουν ότι οι servicers, προκειμένου να αποφύγουν να χάσουν τους στόχους των σχεδίων, καλύπτουν τα καθυστερούμενα έσοδα από ανακτήσεις, πουλώντας δάνεια στη δευτερογενή αγορά. Η πρακτική αυτή προβληματίζει τους Θεσμούς, που επισημαίνουν ότι:
- Οι διαχειριστές πιστώσεων λαμβάνουν μέτρα για τη σταδιακή επίτευξη των αρχικών τους στόχων. Αυτά περιλαμβάνουν πωλήσεις χαρτοφυλακίων ΜΕΔ στη δευτερογενή αγορά, γεγονός που επιτρέπει στους διαχειριστές πιστώσεων να προεξοφλούν ταμειακές ροές.
- Ωστόσο, οι πωλήσεις αυτές έχουν το δυνητικό κόστος των χειρότερων επιδόσεων στο μέλλον, χωρίς απαραίτητα να έχουν ως αποτέλεσμα την αποτελεσματική διευθέτηση των πωληθέντων δανείων.
- Για την αποτελεσματική βελτίωση των επιδόσεων και τη βελτίωση της αξίας πώλησης των υποκείμενων χαρτοφυλακίων, οι συναλλαγές αυτές θα πρέπει, για παράδειγμα, να αφορούν όλο και περισσότερο δάνεια που έχουν υποστεί αναδιάρθρωση και έχουν καταστεί εκ νέου εξυπηρετούμενα.
Το πρόβλημα με τις πωλήσεις χαρτοφυλακίων για να καλυφθούν οι υστερήσεις στα επιχειρησιακά σχέδια φαίνεται ότι επιδεινώνεται, όπως δείχνουν τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (Έκθεση για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα), καθώς οι συναλλαγές πώλησης δανείων στη δευτερογενή αγορά αυξάνονται και στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για συναλλαγές που δεν είχαν περιληφθεί στα επιχειρηματικά σχέδια, αλλά έγιναν για να καλυφθούν κενά στα έσοδα.
Όπως αναφέρει η ΤτΕ, «κατά την περίοδο 2019-2022, πωλήθηκαν στη δευτερογενή αγορά δανειακά χαρτοφυλάκια συνολικής αξίας 2,2 δισεκ. ευρώ τα οποία αφορούν κυρίως επιχειρηματική πίστη. Σημαντική δραστηριότητα καταγράφηκε το α΄ τρίμηνο του 2023, με το ποσό να διαμορφώνεται σε 3,1 δισεκ. ευρώ το Μάρτιο του 2023.
Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, η πώληση δανειακών χαρτοφυλακίων δεν περιλαμβανόταν στο αρχικό επιχειρηματικό σχέδιο των εταιρειών διαχείρισης και στην ουσία η μεταβίβαση των χαρτοφυλακίων συνιστά απλή αλλαγή της κυριότητας του δανείου χωρίς να επιφέρει κάποια ρύθμιση της δανειακής σύμβασης για τον οφειλέτη. Η εν λόγω δραστηριότητα εμφανίζεται αυξημένη μετά τα μέσα του 2021 και αναμένεται να ενταθεί περισσότερο στο πλαίσιο της επίτευξης των επιχειρηματικών στόχων των Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις».
Επιταχύνεται ο εξωδικαστικός, αλλά...
Η νέα διαδικασία ρύθμισης δανείων με τον εξωδικαστικό μηχανισμό, που άρχισε να εφαρμόζεται από τον περασμένο Σεπτέμβριο και θα μπορούσε να βοηθήσει σημαντικά στη διευθέτηση των δανείων που έχουν υπό τη διαχείρισή τους οι servicers, έχει αρχίσει να προχωρά με καλύτερους ρυθμούς, όπως διαπιστώνουν οι Θεσμοί, αλλά προς το παρόν είναι μικρό το ύψος των δανείων που έχουν ρυθμισθεί. «Οι αναδιαρθρώσεις εξακολουθούν να καλύπτουν μόνο ένα μικρό μέρους του παλαιού μη εξυπηρετούμενου χρέους μέχρι σήμερα», τονίζουν.
Ειδικότερα, σημειώνουν ότι «οι εξωδικαστικές αναδιαρθρώσεις εξελίσσονται καλά. Οι αιτήσεις που υποβλήθηκαν στην πλατφόρμα έως το τέλος Μαρτίου 2023 αντιστοιχούν σε 7,7 δισ. ευρώ χρέους. Έχουν αξιολογηθεί μέχρι στιγμής αιτήσεις που αντιπροσωπεύουν το 54% του συνολικού χρέους, υποδεικνύοντας επιτάχυνση του ρυθμού επεξεργασίας από την προηγούμενη έκθεση. Το 18% του χρέους, δηλαδή 1,4 δισ. ευρώ, έχει ήδη αναδιαρθρωθεί. Ένα επιπλέον ποσοστό 6% των αιτήσεων, δηλαδή 500 εκατ. ευρώ, βρίσκονται κοντά στην ολοκλήρωσή τους, ενώ η σημαντική συσσώρευση εκκρεμών αιτήσεων σημαίνει ότι ο αριθμός των αναδιαρθρώσεων είναι πιθανό να αυξηθεί».
Σε ό,τι αφορά τα ποσοστά έγκρισης αιτήσεων, για τον δημόσιο τομέα από την έναρξη λειτουργίας της πλατφόρμας του εξωδικαστικού είναι 92% και για τις τράπεζες και τις εταιρείες διαχείρισης έχει αυξηθεί στο 74%. Από την πλευρά των οφειλετών, τα ποσοστά έγκρισης είναι 66% για διμερείς αναδιαρθρώσεις και 54% για πολυμερείς αναδιαρθρώσεις.
Δάνεια 90,5 δισ., εισπράξεις 5,72 δισ.
Η σημασία του ρόλου των servicers στην οικονομική δραστηριότητα της χώρας γίνεται αντιληπτή με μια ματιά στα στοιχεία που καταγράφει η Τράπεζα της Ελλάδος για τις δραστηριότητές τους, τα οποία δείχνουν ότι πλέον οι εταιρείες διαχείρισης δανείων έχουν γίνει ένα «σκιώδες» τραπεζικό σύστημα με υπό διαχείριση ενεργητικό που ξεπερνά τα 90 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, «το 2022 η συνολική αξία των υπό διαχείριση ανοιγμάτων ανήλθε σε 90,5 δισεκ. ευρώ, εκ των οποίων το 74% αφορά ανοίγματα που διαχειρίζονται οι ΕΔΑΔΠ (σ.σ.: Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις) για λογαριασμό Εταιρειών Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (σ.σ.: τα funds που επενδύσουν σε «κόκκινα» δάνεια) και το υπόλοιπο 26%, αφορά τη διαχείριση ανοιγμάτων για λογαριασμό πιστωτικών ιδρυμάτων». Σε ποσοστό 82% τα υπό διαχείριση ανοίγματα ήταν μη εξυπηρετούμενα.
Τα δάνεια των funds που έχουν περάσει στους servicers χρειάζονται... ηρωική προσπάθεια για να φέρουν ικανοποιητικές ανακτήσεις. Το 92% είναι μη εξυπηρετούμενα και στην πλειονότητά τους καταγγελμένα (74,1%). Οι συνολικές εισπράξεις που πέτυχαν οι servicers το 2022, με αποπληρωμές, ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων και διαγραφές ανοιγμάτων διαμορφώθηκαν σε 3,78 δισ. ευρώ. Οι αποπληρωμές ανοιγμάτων ανήλθαν σε 1,93 δισ. ευρώ, οι ρευστοποιήσεις υφιστάμενων εξασφαλίσεων σε 0,73 δισ. ευρώ και οι διαγραφές ανοιγμάτων σε 1,12 δισ. ευρώ. Ρυθμίσεις έγιναν για το 26,9% αυτού του χαρτοφυλακίου, οι περισσότερες (51%) με μακροπρόθεσμο χαρακτήρα.
Για λογαριασμό των τραπεζών, οι servicers διαχειρίζονταν δάνεια ύψους 23,2 δισ. ευρώ στο τέλος του 2022 και 55% εξ αυτών ήταν μη εξυπηρετούμενα. Οι αποπληρωμές και ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων για τα ανοίγματα που διαχειρίζονται οι servicers για λογαριασμό των πιστωτικών ιδρυμάτων διαμορφώθηκαν σε 1,94 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 1,76 δισεκ. ευρώ ήταν αποπληρωμές και 0,18 δισεκ. ευρώ ρευστοποιήσεις υφιστάμενων εξασφαλίσεων.
Συνολικά, λοιπόν, οι εισπράξεις των servicers και από τις δύο κατηγορίες δανείων ανήλθαν σε 5,72 δισ. ευρώ, ενώ από τις ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων, δηλαδή μέσω πλειστηριασμών, εισπράχθηκαν 0,91 δισ. ευρώ, που αντιστοιχούν σε ποσοστό 15,9% των συνολικών εσόδων.