Τον κίνδυνο του πολιτικού αδιεξόδου, μετά από αρκετά χρόνια σταθερότητας, υπογραμμίζουν στις αναλύσεις τους για τις ελληνικές εκλογές οι διεθνείς αναλυτές, σημειώνοντας ότι μπορεί να αποτελέσει έναν ανασταλτικό παράγοντα για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.
Φροντίζουν, πάντως, να προσθέσουν ότι οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας παραμένουν θετικές, υπό την αίρεση ότι η νέα κυβέρνηση δεν θα αλλάξει την κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής και θα συνεχίσει να εφαρμόζει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις.
Moody’s: Προβληματίζει η πολιτική αβεβαιότητα
Στο ενδεχόμενο ύπαρξης πολιτικού αδιεξόδου το οποίο θα μπορούσε να πλήξει την ελληνική οικονομία επικεντρώνει την προσοχή του και ο οίκος αξιολόγησης, σημειώνοντας ότι αυτό θα οδηγούσε σε αλλαγή των μέχρι τώρα συνθηκών, όπου η πολιτική σταθερότητα ήταν ένα από τα ατού για την Ελλάδα.
Σπεύδει, πάντως, να τονίσει ότι το πιστωτικό προφίλ της Ελλάδας παραμένει ισχυρό, βοηθούμενο από την επιτυχημένη δημοσιονομική πολιτική των τελευταίων ετών, τη στήριξη από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και την εφαρμογή σημαντικών μεταρρυθμίσεων από το 2019 έως και σήμερα, ενώ παράλληλα έχει ευνοϊκή δομή.
Στα θετικά ότι υπό τη σημερινή κυβέρνηση έχουν ενισχυθεί σημαντικά οι επενδύσεις, ενώ η Ελλάδα πρωτοπορεί στην απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, με σημαντική βελτίωση του τρόπου λειτουργίας του Δημοσίου, αν και θα χρειαστούν αρκετά χρόνια ώστε να υπάρξει πλήρης αποτύπωση των αλλαγών που έχουν εφαρμοστεί.
Αναφορικά με τις βασικές προκλήσεις για την ελληνική οικονομία σε αυτές συγκαταλέγονται η ανεργία, η οποία αν και έχει υποχωρήσει, παραμένει σε υψηλά επίπεδα, η εισοδηματική ανισότητα αλλά και ένα δύσκολο δημογραφικό προφίλ που επιδεινώθηκε και από το brain drain στα χρόνια της κρίσης χρέους.
Επιπρόσθετα παραμένει ευάλωτη στους εξωτερικούς κίνδυνους. Πριν από την πανδημία, η Ελλάδα κατάφερε να μειώσει σημαντικά το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της, από περίπου 15% του ΑΕΠ το 2008 σε έλλειμμα μόλις 1,5% του ΑΕΠ το 2019. Ωστόσο, η πτώση του τουρισμού ως αποτέλεσμα της πανδημίας, οδήγησε σε απότομη διεύρυνση του ελλείμματος σε περισσότερο από 6% του ΑΕΠ το 2020. Οι υψηλές τιμές ενέργειας σε συνδυασμό με την ισχυρή κατανάλωση και τις επενδύσεις οδήγησαν σε περαιτέρω διεύρυνση στο 9,5% το 2022 και θα διατηρήσουν το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών σε έλλειμμα τα επόμενα χρόνια, παρά τη βελτίωση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών.
Societe Generale: Ο κίνδυνος του πολιτικού αδιεξόδου
Ως αιτία για μη ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας σε σύντομο χρονικό διάστημα θεωρεί ένα ενδεχόμενο αδιέξοδο σχηματισμού κυβέρνησης στις εκλογές η γαλλική τράπεζα.
Όπως σημειώνει σε ένα σύντομο σχόλιό της οι βουλευτικές εκλογές θα διεξαχθούν στις 21 Μαΐου και για πρώτη φορά θα εφαρμοστεί αναλογικό σύστημα, το οποίο πιθανότατα θα οδηγήσει σε ένα εξαιρετικά κατακερματισμένο κοινοβούλιο. Παρά το γεγονός ότι προηγείται στις δημοσκοπήσεις με περίπου 36% της πρόθεσης ψήφου, η Νέα Δημοκρατία (ΝΔ) είναι πιθανό να δυσκολευτεί να σχηματίσει πλειοψηφικό συνασπισμό. Μια δεύτερη εκλογική αναμέτρηση έως τις αρχές Ιουλίου είναι πιθανή, αλλά δεν θα επιλύσει το πολιτικό αδιέξοδο. Συνεπώς, η επόμενη αναθεώρηση της αξιολόγησης από τον οίκο Fitch στις 9 Ιουνίου είναι απίθανο να είναι η στιγμή που η Ελλάδα θα ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα.
ING: Στις αρχές Ιουλίου οι κρίσιμες εκλογές
Η ING επισημαίνει, επίσης, ότι λόγω της απλής αναλογικής από τις κάλπες της Κυριακής δεν πρόκειται να προκύψει κυβέρνηση και ως εκ τούτου θα χρειαστεί μία νέα εκλογική διαδικασία στις αρχές Ιουλίου.
Βασιζόμενη στις δημοσκοπήσεις η ολλανδική τράπεζα σημειώνει ότι η ΝΔ είναι το κόμμα που φαίνεται περισσότερο ικανό να σχηματίσει κυβέρνηση, είτε αυτοδύναμη είτε σε συνεργασία, κατά κύριο λόγο, με το ΠΑΣΟΚ.
«Συνολικά, αν οι τρέχουσες δημοσκοπήσεις είναι ακριβείς εκτιμούμε ότι θα μπορούσε να ακολουθήσει τον Ιούλιο μια δεύτερη ψηφοφορία . Οι αγορές δεν φαίνεται να ανησυχούν. Με την υποστήριξη του καλού οικονομικού περιβάλλοντος και των βελτιώσεων στο μέτωπο των δημόσιων οικονομικών, όπου η Ελλάδα εμφανίζει ήδη πρωτογενή πλεονάσματα, το 10ετές spread του ελληνικού με το γερμανικό ομόλογο έχει μειωθεί στις 160 μονάδες βάσης, για πρώτη φορά από τον Ιανουάριο του 2022», σημειώνει η ING.