Οι υπερβολικοί έμμεσοι φόροι επιβαρύνουν την ανάπτυξη των κλάδων που συνιστούν τον τομέα HORECA, τόνισαν χθες το μεσημέρι σε ειδική εκδήλωση ξενοδόχοι, εστιάτορες και παραγωγοί αλκοολούχων ποτών. Σε συνδυασμό μάλιστα με την απογείωση του ενεργειακού κόστους, υπονομεύονται οι αναπτυξιακές τους προοπτικές.
Όπως τονίστηκε χαρακτηριστικά, οι κλάδοι της εστίασης, της φιλοξενίας και της παραγωγής αλκοολούχων ποτών συνιστούν έναν εξαιρετικά δυναμικό τομέα της ελληνικής οικονομίας, ο οποίος, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ, συνεισέφερε το 2021 περισσότερο από το 5,5% του ΑΕΠ.
Συνολικά συγκροτείται από 112.000 επιχειρήσεις με περίπου 552.000 άμεσες θέσεις εργασίας, οι οποίες αντιστοιχούν στο 11,9% της απασχόλησης στην Ελλάδα. Επίσης η εστίαση και η φιλοξενία αποδίδουν 3,6 δισ. ευρώ σε μισθούς και εισφορές, καθώς και φόρους που ανέρχονται σε 1,181 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί στο 2,5% των φορολογικών εσόδων του κράτους.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι εκπρόσωποι της Συμμαχίας αναφέρθηκαν στις προκλήσεις και τις προοπτικές του τομέα όπως αυτές διαμορφώνονται, ιδιαίτερα υπό τη σκιά της ενεργειακής κρίσης και των διεθνών εξελίξεων. Οι ομιλητές ανέδειξαν το ύψος των έμμεσων φόρων ως έναν σημαντικά επιβαρυντικό, αντιαναπτυξιακό παράγοντα για τον τομέα HORECA, ενώ υπογράμμισαν το ενεργειακό κόστος ως μια ακόμη κορυφαία πρόκληση του τρέχοντος διαστήματος. Παράλληλα, αναφέρθηκαν στην ανάγκη, το κράτος να ενισχύει μέσα από τις πολιτικές του τη νόμιμη, διαφανή επιχειρηματικότητα και τον υγιή ανταγωνισμό.
Από την πλευρά του ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων κ. Γρηγόρης Τάσιος, επεσήμανε πως «η μείωση του ΦΠΑ στη διαμονή και η ρύθμιση της βραχυχρόνιας μίσθωσης, είναι αιτήματα που μας ενώνουν με άλλους κλάδους και πιστεύουμε ότι οι συμπράξεις επιχειρήσεων μπορούν να προωθήσουν καλύτερα λύσεις και να υπερασπιστούν συνολικά την ποιότητα της τουριστικής εμπειρίας στον τόπο μας».
Ενώ ο γενικός γραμματέας της ΠΟΕΣΕ, κ. Γιάννης Δαβερώνης, σημείωσε, μεταξύ των άλλων ότι «η εστίαση για το 2023 θα έρθει αντιμέτωπη με δύσκολες καταστάσεις, όσο συνεχίζεται η ενεργειακή κρίση, αλλά και οι αυξήσεις στις τιμές των πρώτων υλών». Και, όπως παρατήρησε, η πρόσφατη μελέτη της ΓΣΕΒΕΕ, για το 2021, έδειξε πως οι 6 στις 10 επιχειρήσεις εστίασης πέρυσι έκλεισαν με ζημίες. Ζήτησε, επίσης, τη «μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση σε μονοψήφιο ποσοστό, αλλά και την καθιέρωση ειδικού τιμολόγιου στην ενέργεια για τα καταστήματα μας».
Η γενική διευθύντρια της ΕνΕΑΠ, Σοφίκα Παπανικολάου, τόνισε, μεταξύ των άλλων, την ανάγκη για τη μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΕΦΚ) στα αλκοολούχα ποτά κοντά στον μέσο όρο των κρατών-μελών Ε.Ε. Και παρατήρησε ότι στην Ελλάδα ο συντελεστής του ΕΦΚ «είναι έως και πενταπλάσιος σε σχέση με αγορές οι οποίες αποτελούν άμεσα ανταγωνιστικούς τουριστικούς προορισμούς ή γειτνιάζουν με την χώρα μας και τίθεται ζήτημα ανταγωνιστικότητας του τουριστικού προϊόντος, ενώ η πολιτική αυτή πριμοδοτεί το παράνομο εμπόριο».
Ο πρόεδρος του ΣΕΑΟΠ, κ. Χάρης Μαυράκης, επεσήμανε πως «οι επιπτώσεις της υπερφορολόγησης για τον κλάδο έχουν υπάρξει δραματικές. Μέχρι το 2019, η πτώση της κατανάλωσης για τα ποτά ελληνικής παραγωγής άγγιζε το 34,2% έναντι του 2010. Το 2021, η πτώση αυτή διαμορφώθηκε στο 43% σε σύγκριση με το 2010».
Σύμφωνα με την μελέτη του ΙΟΒΕ οι πωλήσεις αλκοολούχων ποτών παρουσιάζουν σταθεροποιητικές τάσεις την περίοδο 2013-2019, έπειτα από τη μεγάλη πτώση της περιόδου 2009-2012, ως αποτέλεσμα των σημαντικών μειώσεων του εισοδήματος αλλά και της απότομης κλιμάκωσης του ΕΦΚ και του ΦΠΑ. Η πανδημία αποτέλεσε μια νέα δοκιμασία για τον κλάδο, επηρεάζοντας την κατανάλωση, ιδιαίτερα την επιτόπια (on-trade), λόγω των αναγκαστικών lockdowns στην εστίαση αλλά και του περιορισμού των τουριστικών ροών, δημιουργώντας ασύμμετρες επιπτώσεις στον κλάδο σε σύγκριση με την υπόλοιπη οικονομία. Η μικρή ενίσχυση της κατ’ οίκον κατανάλωσης δεν αντιστάθμισε τις απώλειες από την εστίαση και τον τουρισμό με αποτέλεσμα οι πωλήσεις να μειωθούν κατά 28% το 2020 έναντι του 2019.
Συγκεκριμένα, οι πωλήσεις αλκοολούχων ποτών το 2020 διαμορφώθηκαν στα 3 εκατ. 9λιτρα κιβώτια, έναντι 4,1 εκατ. 9λιτρων κιβωτίων το 2019, ενώ σημειώνεται ότι οι πωλήσεις του 2019 ήταν ήδη χαμηλότερες από τα επίπεδα του 2009 (7,7 εκατ. 9λίτρα κιβώτια). Η ανάκαμψη του 2021 στην οικονομία αλλά και η μερική επαναφορά της δραστηριότητας στην εστίαση και τον τουρισμό, ενίσχυσαν τις πωλήσεις στα 3,8 εκατ. κιβώτια, αντιπροσωπεύοντας το 90% του επιπέδου του 2019 και το 50% του επιπέδου του 2009.
Η εγχώρια παραγωγή αποσταγμάτων και άλλων αλκοολούχων ποτών διαμορφώθηκε το 2021 σε 49,4 εκατ. λίτρα τελικού προϊόντος, έπειτα από την υποχώρηση του 2020 στα 46,6 εκατ. λίτρα. Η παραγωγή καταγράφει αυξητική τάση από το 2012 μέχρι το 2019, όπως και οι εξαγωγές. Σημειώνεται ότι οι εξαγωγές παρουσίασαν αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα το 2020, καταγράφοντας αύξηση η οποία εκτιμάται ότι συνεχίστηκε και το 2021, φτάνοντας τα 35,4 εκατ. λίτρα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ η μείωση της δαπάνης κατανάλωσης αλκοολούχων ποτών μέχρι το 2019, οδήγησε σε μείωση του ΑΕΠ κατά 900 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το 2009, ενώ στις απώλειες αυτές η πανδημία πρόσθεσε μια επιπλέον μείωση κατά 738 εκατ. ευρώ, η οποία αναπληρώθηκε εν μέρει το 2021, με τον κλάδο να βρίσκεται στο 90% του επιπέδου του 2019.
Με βάση τη μελέτη του ΙΟΒΕ τα αλκοολούχα ποτά έχουν υποστεί 8 αυξήσεις στη φορολογία από το 1998 με τις 4 από αυτές να πραγματοποιούνται στο διάστημα 2009-2010, οδηγώντας σε υπερδιπλασιασμό του ΕΦΚ αλκοολούχων ποτών. Ο ΕΦΚ είναι αυξημένος κατά 95% την περίοδο 2009-2021, ενώ παράλληλα ο ΦΠΑ έχει αυξηθεί κατά 5 εκατοστιαίες μονάδες, στο 24%. Η αύξηση αυτή έχει διαμορφώσει το μερίδιο των φόρων (ΕΦΚ και ΦΠΑ) στο 55,1% της τελικής τιμής ενός τυπικού αλκοολούχου ποτού, έναντι 45,5% το 2009.
Η Ελλάδα έχει τον υψηλότερο συντελεστή ΕΦΚ ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ-27 (σε μονάδες αγοραστικής δύναμης). Ο ΕΦΚ στην Ελλάδα είναι μάλιστα υψηλότερος κατά 1.400 ευρώ από τον μέσο όρο γειτονικών και τουριστικά ανταγωνιστικών χωρών. Η αύξηση των φόρων και των τιμών έχει πρόσθετες αρνητικές επιπτώσεις, τόσο στην εγχώρια αγορά, αυξάνοντας τα κίνητρα παράνομου εμπορίου, όσο και στο τουριστικό προϊόν, μειώνοντας την ανταγωνιστικότητά του.