Σύνεση στις τράπεζες αναφορικά με τις πολιτικές τόσο μερισμάτων όσο και αποδοχών των στελεχών τους συστήνει ο SSM, όπως τονίζει σε συνέντευξή της η Κέρστιν αφ Γιόχνικ, μέλος του εποπτικού συμβουλίου της ΕΚΤ. Όπως σημειώνει, ο SSM εξετάζει κάθε τραπεζικό ίδρυμα ξεχωριστά και βάσει της «υγείας» των οικονομικών στοιχείων καθορίζει και την πολιτική αναφορικά με τα μερίσματα, τονίζοντας ότι μόνο οι απόλυτα υγιείς τράπεζες θα πρέπει να υπόσχονται διανομή στους μετόχους τους.
Όπως εξηγεί η κα αφ Γιόχνικ, αν και το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα είναι σε γενικές γραμμές καλά κεφαλαιοποιημένο, κανείς δεν θα πρέπει να ξεχνά τον κίνδυνο της ύφεσης, λόγω της τρέχουσας ενεργειακής κρίσης, γεγονός το οποίο θα μπορούσε να δημιουργήσει αρκετά προβλήματα, συμπεριλαμβανομένου και της δημιουργίας μίας νέας γενιάς κόκκινων δανείων.
Σημειώνει χαρακτηριστικά ότι «δεν σκοπεύουμε να συστήσουμε στις τράπεζες να αναστείλουν την καταβολή μερισμάτων και την επαναγορά μετοχών, όπως συνέβη κατά την εξαιρετικά αβέβαιη αρχική φάση της πανδημίας. Αλλά τώρα διανύουμε ένα άλλο είδος κρίσης, με πολύ υψηλό επίπεδο αβεβαιότητας σχετικά με το τι θα συμβεί το επόμενο έτος. Ως εποπτικές αρχές, θέλουμε πραγματικά να δούμε, με τη βοήθεια διμερών συζητήσεων, ότι οι ίδιες οι τράπεζες έχουν καλή εικόνα της κεφαλαιακής τους θέσης και ότι θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν ένα δυσμενές σενάριο. Οι καιροί που έρχονται δεν θα είναι εύκολοι για την οικονομία της ζώνης του ευρώ: υπάρχουν πολύπλοκες προκλήσεις που πρέπει να ξεπεραστούν. Υπήρξαν πρόσφατα ορισμένες σημαντικές επαναγορές μετοχών, χωρίς περιορισμούς από την πλευρά μας. Αρκετές τράπεζες υπέβαλαν αίτηση για τη διενέργεια επαναγορών και τις εγκρίναμε, καθώς οι εν λόγω τράπεζες είχαν το περιθώριο να τις πραγματοποιήσουν. Αυτό δείχνει ότι δεν θέτουμε γενικούς περιορισμούς στον κλάδο στο πλαίσιο μιας προσέγγισης "ένα μέγεθος για όλους"».
Συστήνει στις τράπεζες να καθορίζουν το ύψος των παρεχόμενων μερισμάτων ως ποσοστό της κερδοφορίας και όχι βάσει των απόλυτων ποσών των οικονομικών μεγεθών τους. «Είναι πιο συνετό να χρησιμοποιούνται ποσοστά των κερδών. Οι λόγοι είναι απλοί: ποτέ δεν γνωρίζετε ακριβώς ποια θα είναι τα κέρδη για το επόμενο έτος. Επομένως, αν υποσχεθείτε στους μετόχους σας ένα συγκεκριμένο ποσό, στο τέλος μπορεί να μην είστε πραγματικά σε θέση να το πληρώσετε χωρίς να αποδυναμώσετε την τράπεζά σας, για παράδειγμα, σε περίπτωση μιας πιο έντονης από την αναμενόμενη οικονομικής ύφεσης. Αυτό ισχύει γενικά, όχι μόνο για τις τράπεζες».
Επίσης, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου αναφορικά με το ενδεχόμενο δημιουργίας νέων κόκκινων δανείων, καθώς η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής αποτελεί, μεν, θετική εξέλιξη για τις τράπεζες, με αύξηση των εσόδων από τόκους, αλλά δημιουργεί και ένα περιβάλλον στο οποίο μπορεί να αυξηθούν οι αθετήσεις πληρωμών δανείων, τόσο από μικρομεσαίες επιχειρήσεις όσο και από νοικοκυριά.
«Οι αυξήσεις των επιτοκίων θα πρέπει γενικά να είναι θετικές για τα κέρδη των τραπεζών, εάν παραμείνουν σταδιακές, και οι τράπεζες επωφελούνται ήδη από αυτό το αποτέλεσμα, αν και υπάρχουν διαφορές ανάλογα με τα επιχειρηματικά μοντέλα των τραπεζών. Ωστόσο, όσο πιο γρήγορα και όσο πιο ψηλά πάνε τα επιτόκια, τόσο μεγαλύτερος είναι ο δυνητικά αρνητικός αντίκτυπος στις αποτιμήσεις των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών. Επιπλέον, η αύξηση των επιτοκίων σε ένα περιβάλλον χαμηλής ανάπτυξης και υψηλού πληθωρισμού, που καθορίζεται κυρίως από τον πόλεμο στην Ουκρανία, δυσχεραίνει επίσης την αποπληρωμή των δανείων των ΜμΕ και των νοικοκυριών. Πρόκειται για έναν συνδυασμό κινδύνων που πρέπει να εξεταστεί στο σύνολό του.
Υπό αυτές τις συνθήκες, πρέπει να διατηρήσουμε ισχυρή εστίαση στην ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών. Προς το παρόν, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο του ενεργητικού παραμένει χαμηλός, περίπου στο 2%. Προκειμένου να διαχειριστούμε καλύτερα τους κινδύνους και να μην βρεθούμε προ εκπλήξεως σε λίγα χρόνια με μια ξαφνική επιδείνωση των ισολογισμών των τραπεζών, όπως συνέβαινε στο παρελθόν, θέλουμε οι τράπεζες να είναι προληπτικές στις πολιτικές προβλέψεων που εφαρμόζουν. Ας ελπίσουμε ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια δεν θα αυξηθούν πάρα πολύ αυτή τη φορά», τονίζει.