Η ισχυρή εξαγωγική δραστηριότητα του ούζου απορρόφησε τους κραδασμούς που προκάλεσε στις επιχειρήσεις του κλάδου της ποτοποιίας η πολύχρονη κρίση της ελληνικής αγοράς, αλλά και προσφάτως η πανδημία.
Όπως αναφέρει μιλώντας προς το BD o πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Αποσταγμάτων και Αλκοολούχων Ποτών (ΣΕΑΟΠ) κ. Χαρ. Μαυράκης, οι εξαγωγές του ούζου αντιστοιχούν πάνω από το 60% της ελληνικής παραγωγής αλκοολούχων ποτών. Από 26,8 εκατ. ευρώ που ήταν η αξία των εξαγωγών ούζου το 2012, ανήλθε στα 52,2 εκατ. ευρώ το 2021, δηλαδή από το 2012 ως το 2021 οι εξαγωγές του ούζου αυξήθηκαν κατά 95%.
Και συμπληρώνει πως οι εξαγωγές βοήθησαν αποφασιστικά τις επιχειρήσεις του κλάδου τόσο στην κρίση των αρχών της προηγούμενης δεκαετίας, όσο και στη διάρκεια της πανδημίας. Είναι γεγονός ότι όπως επισημαίνεται σχετικά από τον πρόεδρο του ΣΕΑΟΠ «η πανδημία αποτέλεσε μια νέα δοκιμασία για τον κλάδο, επηρεάζοντας την κατανάλωση, ιδιαίτερα την επιτόπια (on-trade), λόγω των αναγκαστικών lockdowns στην εστίαση αλλά και του περιορισμού των τουριστικών ροών, δημιουργώντας ασύμμετρες επιπτώσεις στον κλάδο σε σύγκριση με την υπόλοιπη οικονομία».
Η μικρή ενίσχυση της κατ’ οίκον κατανάλωσης δεν αντιστάθμισε τις απώλειες από την εστίαση και τον τουρισμό με αποτέλεσμα η κατανάλωση να μειωθεί κατά 27,4% και διαμορφώθηκε στα 10,22 εκατ. λίτρα αλκοόλης το 2020 έναντι του 2019. Στη διάρκεια του 2021 ο κλάδος ανέκαμψε και ενισχύθηκε η εσωτερική αγορά.
Ο όγκος της κατανάλωσης αυξήθηκε κατά 25,75% και ανήλθε στα 12,8 εκατ. λίτρα αλκοόλης - το επίπεδο κατανάλωσης το 2021 έκλεισε αντιπροσωπεύοντας το 90% του επιπέδου του 2019 και το 74% του επιπέδου του 2010. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες εκτιμήσεις, όπως αναφέρει ο κ. Μαυράκης στο BD, «το 2022 η αγορά αυξήθηκε έναντι του 2021 και πιθανόν να καλύφθηκαν οι απώλειες της πανδημίας, δηλαδή να έφτασε στα επίπεδα του 2019».
Αναλυτικότερα όπως λέει ο κ. Μαυράκης «η συνολική εγχώρια παραγωγή αποσταγμάτων και άλλων αλκοολούχων ποτών διαμορφώθηκε το 2021 σε 18,8 εκατ. λίτρα αλκοόλης, σημειώνοντας αύξηση κατά 1% από το 2020».
Γενικά η παραγωγή καταγράφει αύξηση όπως και οι εξαγωγές. Στη 10ετία 2012 - 2021 εμφανίζει αύξηση 13,31%. Το ούζο συνεχίζει να αποτελεί το ποτό της ελληνικής ποτοποιίας και αποσταγματοποιίας, με μερίδιο παραγωγής που ανέρχεται στο 62,5% του συνόλου. Στο διάστημα της προαναφερόμενης παρατηρείται αύξηση ύψους 13%.
Εν τω μεταξύ, το τσίπουρο και η τσικουδιά αυξάνουν συνεχώς το μερίδιό τους στο σύνολο όλων των ποτών που παράγονται στην Ελλάδα. Επίσης αύξηση παρατηρείται και σε απόλυτες τιμές καθώς η παραγωγή τους το 2021 αυξήθηκε κατά 11,5%, από 1,5 εκατ. λίτρα άνυδρα το 2020, σε 1,7 εκατ. λίτρα πέρυσι – από το 2021 ως το 2021 η αύξηση ανέρχεται στο 75%. Βεβαίως στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για το εμφιαλωμένο τσίπουρο κι όχι για το χύμα που η αγορά είναι ίσως μεγαλύτερη της νόμιμης.
Επίσης στα λικέρ το μερίδιο παραγωγής τους παραμένει σταθερό. Η παραγωγή τους το 2021 αυξήθηκε κατά 44,6%, από 0,55 εκατ. λίτρα αλκοόλης το 2020, σε 0,8 εκατ. λίτρα το 2021 – στην προαναφερόμενη δεκαετία η αύξηση ανήλθε στο 86%. Το μερίδιο παραγωγής των άλλων αλκοολούχων ποτών αυξήθηκε στα 24% σε σύγκριση με το μερίδιο που κατείχε το 2020.
Αξίζει να σημειωθεί ότι όπως επισημαίνει ο κ. Μαυράκης η φορολόγηση των αλκοολούχων ποτών είναι εξαιρετικά υψηλή. Ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης αντιστοιχεί πάνω από το 1/3 της τελικής τιμής των αλκοολούχων ποτών, ενώ συνδυαστικά με τον ΦΠΑ οι φόροι αποτελούν πάνω από το 50% της τελικής τιμής των ποτών, γεγονός που αποτελεί «κίνητρο» για την ανάπτυξη του παράνομου εμπορίου, που παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις.
Το γεγονός ότι επαναφέρεται η διάθεσή του προϊόντος από εμπόρους ποτών και όχι από τον ίδιο τον διήμερο παραγωγό προς την εστίαση, καταλήγει ο πρόεδρος του ΣΕΑΟΠ, «θα ανοίξει τον δρόμο σε κυκλώματα επιτηδείων για παραβατικές δραστηριότητες, δυσκολεύοντας ακόμα περισσότερο την ιχνηλασιμότητα του προϊόντος και την επιβολή κυρώσεων. Επιτρέπεται δηλαδή η μαζική διάθεση φθηνού, ανώνυμου, ανέλεγκτου (ποιοτικά και ποσοτικά) και δυνητικά επικίνδυνου ποτού με υψηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλη».